Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

Το ελληνικό πρόβλημα (1)


Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο-ανάλυση από τον Καθηγητή της Παντείου κ. Γιώργο Κοντογιώργη, που αξίζει να μελετηθεί.
ΔΕΕ
Το ελληνικό πρόβλημα:
Το κράτος κατοχής και η έξοδος από την κρίση

Γιώργος Κοντογιώργης

1. Το δραματικό περιεχόμενο με το οποίο σημάνθηκε η ελληνική κρίση ανάγεται ευθέως στον χαρακτήρα της. Ενώ στις άλλες χώρες (Ιρλανδία, ΗΠΑ κλπ) η οικονομική κρίση συνδέεται με την ανατροπή της ισορροπίας που επήλθε μεταξύ κοινωνίας, κράτους και αγοράς στο παγκόσμιο σύστημα1, στην ελληνική περίπτωση το κράτος είναι πρωτογενής αιτία της κρίσης.
Η ελληνική οικονομία, συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζών, δεν ενεπλάκησαν ούτε άμεσα ούτε σχεδόν έμμεσα στη διεθνή κρίση. Το κράτος μετακύλυσε την κρίση στη χώρα, την εξέθεσε στο διεθνές (και ευρωπαϊκό) πεδίο και τη μετέβαλε σε «παίγνιο» και, ενπολλοίς, σε «πειραματόζωο» των εξελίξεων που συντελούνται σ’ αυτό.
Όντως, στις άλλες χώρες το πολιτικό σύστημα ενέχεται για την ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ κοινωνίας και αγοράς, με την ολοκληρωτική καθυπόταξη του κράτους στο διατακτικό της τελευταίας. Το κράτος όμως θα εξακολουθήσει να παρέχει υπηρεσίες δημοσίου συμφέροντος, καθώς η κοινωνία παραμένει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στον σκοπό της πολιτικής. Εξού και, στις άλλες χώρες, το κράτος είχε τη δυνατότητα και τη βούληση να αναλάβει τον ρόλο του διασώστη του οικονομικού συστήματος, λαμβάνοντας τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα. Αντιθέτως, στην ελληνική περίπτωση, η άρση των αιτίων της κρίσης ανεδείχθη σε διακύβευμα που συνέχεται ευθέως με τον χαρακτήρα του κράτους. Όντως, η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει την εξυπαρχής ανασυγκρότηση του κράτους και τον αναπροσανατολισμό του σκοπού της πολιτικής, ώστε να αναφέρεται στοιχειωδώς στο κοινό συμφέρον.
Για να κατανοήσουμε το «ελληνικό πρόβλημα» πρέπει να έχουμε επίγνωση του χαρακτήρα του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα εγκαλείται για τη βαθιά ριζωμένη ιδιοποίησή του και, συνάμα, για τον εκφαυλισμό του κρατικού μηχανισμού από το πολιτικό προσωπικό και τις δυνάμεις της διαμεσολάβησης και της διαπλοκής. Εγκαλείται επίσης για την
εγκατάσταση μιας σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που διέρχεται από την «απο-συλλογικοποίηση» του κοινωνικού ιστού και, συγκεκριμένα, από την προσωπική εξάρτηση του πολίτη από τον πολιτικό. Έχω αναλύσει αλλού την αιτιολογία της δυσπλασίας αυτής του νεοελληνικού κράτους και των στρεβλώσεων που συνεπάγονται στη λειτουργία του2.
Περιορίζομαι να υπογραμμίσω απλώς ότι η παθογένεια αυτή δεν αποτελεί νέο φαινόμενο.
Συνθέτει τη σταθερά του από τη δεκαετία του 1830. Η μεταπολίτευση, μπορεί να ορισθεί απλώς ως η ολοκληρωτική επιστροφή του πολιτικού συστήματος στο καθεστώς της φαυλοκρατίας / κομματοκρατίας του β’ ημίσεως του 19ου αιώνα. Το κράτος αυτό είναι ευθέως υπόλογο για την αποδόμηση του ιστορικού ελληνισμού και την παραρτηματική πρόσδεση της ελληνικής κοινωνίας στο ηγεμονικό σύμπλεγμα της Εσπερίας.
Η εγγενής αυτή παθογένεια του ελληνικού κράτους αποδίδεται, από την κρατική διανόηση, στην κοινωνία και στις κληρονομίες της. Η ελληνική κοινωνία, θα ισχυρισθεί, προσομοιάζει σε μια λατινοαμερικανικού τύπου περιφερειακή κοινωνία, που παρασύρει το κράτος σε μη «ευρωπαϊκές» συμπεριφορές.
Περιττεύει να πω ότι η διάγνωση αυτή είναι στοχευμένη ιδεολογικά και, σε κάθε περίπτωση, ολοκληρωτικά εσφαλμένη. Το ελληνικό πρόβλημα είναι υπόλογο της αναντιστοιχίας του νεοτερικού κράτους προς το πολιτικό ανάπτυγμα της ελληνικής κοινωνίας. Το κράτος αυτό ενσαρκώνει ολοκληρωτικά το πολιτικό σύστημα, περιάγοντας την κοινωνία στο καθεστώς του ιδιώτη. Κατά τούτο, προσιδιάζει σε προ-πολιτικές κοινωνίες, όπως οι δυτικοευρωπαϊκές που μόλις εξέρχονταν από τη δεσποτική φεουδαρχία, όχι όμως στην ελληνική, που στη μικρή κλίμακα των κοινών συγκροτούσε ως επί το πλείστον δήμο3.
Θεμελιώδες γνώρισμα του νεοελληνικού κράτους, είναι ότι έχει αγκιστρωθεί επί της ελληνικής κοινωνίας ενείδει παρασίτου που κατέχει και απομυζά το παραγωγικό, πολιτισμικό και ιστορικό της υπόβαθρο. Συμβαίνει, μάλιστα, να χρεώνει την ιδιότητα αυτή στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, προκειμένου να την αποσείσει. Η παρασιτική ιδιοποίηση του δημόσιου αγαθού από το κράτος εξηγεί τη χαοτική απόσταση που υπάρχει μεταξύ πολιτικού λόγου και πολιτικής πράξης, το γεγονός ότι ο δημόσιος ρόλος του κράτους σταματάει εκεί που έπρεπε να αρχίζει, ότι απουσιάζει από αυτό η έννοια της "δημόσιας" αποτελεσματικότητας, του ελέγχου και της κύρωσης του προσωπικού του, καθώς και της εφαρμογής της νομιμότητας. Έτσι, για παράδειγμα, από τη στιγμή που ψηφίζεται ο νόμος για την οδική κυκλοφορία, το κράτος εγκαταλείπει την εφαρμογή του στην "καλή θέληση" των Ελλήνων. Το ίδιο ισχύει ανεξαιρέτως σε όλους τους τομείς. Συγχρόνως, ο πολίτης για να απολαύσει τις υπηρεσίες που δικαιούται, όπως σε κάθε πολιτισμένη κοινωνία, πρέπει να έχει "μέσον". Σε γενικές γραμμές, το κομματικό σύστημα, από διαμεσολαβητής της κοινωνίας και διαχειριστής του κράτους, λειτουργεί ως επικαρπωτής του. Η κομμματοκρατία, ως πολιτικό σύστημα, αποδίδει τη σταθερά του ελληνικού πολιτικού συστήματος και ορίζει το σκοπό των πολιτικών του κράτους4.
Η κοινωνία, στην κομματοκρατία, δεν αντιμετωπίζεται ως η αιτία της ύπαρξης του κράτους, αλλά ως ο μείζων εχθρός που απειλεί το κεκτημένο της πολιτικής τάξης. Η κομματική αντιπαλότητα αποτελεί επιμέρους ζήτημα, που αφορά στη νομή του κράτους. Κατά τούτο, η έννοια του πολιτικού κόστους περιλαμβάνει αποκλειστικά την αντίδραση των ομάδων συμφερόντων που έχουν διαπλακεί με την πολιτική τάξη στη διαχείριση της εξουσίας και έχουν συνάψει ειδικά προνόμια μαζί της, με λάφυρο τη (δημόσια) περιουσία της κοινωνίας. Όταν αντιθέτως εγείρεται θέμα συμμόρφωσης της πολιτικής τάξης με την βούληση της κοινωνίας, οι φορείς της δηλώνουν με έπαρση, ότι δεν παρασύρονται από την δημοσκοπούμενη «κοινή γνώμη». Και αυτό είναι αληθές.
 
2. Στο πλαίσιο αυτό, σπεύδω να επισημάνω ότι η βαρύτητα της ελληνικής κρίσης και το κλίμα του αδιεξόδου που πλανάται πάνω από τη χώρα, συνέχεται με το γεγονός ότι από πουθενά δεν προκύπτει η πρόθεση της πολιτικής τάξης να την απαλλάξει από το καθεστώς της. Ο χαρακτήρας της ελληνικής κρίσης, το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα, ο υπαίτιος της κρίσης, καλείται να βγάλει την χώρα από αυτήν, στοιχειοθετεί το αδιέξοδο της. Διότι η πολιτική τάξη ούτε νομιμοποιείται γι’αυτό ούτε έχει συμφέρον ούτε και τη σχετική πρόθεση, αφού θα σηματοδοτήσει το τέλος του ιστορικού καθεστώτος πάνω στο οποίο θεμελίωσε την ηγεμονία της επί της ελληνικής κοινωνίας. Εξού και δεν επέδειξε την παραμικρή μεταμέλεια έναντι της κοινωνίας.
Αξίζει να προσεχθεί ότι η διαπίστωση της κρίσης δεν οδήγησε στην κινητοποίηση του πολιτικού συστήματος για τη διάσωση της χώρας. Όλες οι δράσεις του πολιτικού προσωπικού προετοίμασαν το έδαφος για την υπαγωγή της σε διεθνή επιτροπεία. Με αποτέλεσμα, οι συνέπειες για την χώρα να γίνουν πολλαπλασίως επαχθέστερες. Στο νέο αυτό περιβάλλον, οι πολιτικές δυνάμεις εξακολουθούν να προσποιούνται ότι δεν αντιλαμβάνονται το πρόβλημα: ταξινομούνται στους υπέρ ή κατά του μνημονίου, ενώ διέρχονται εν σιωπή το ζήτημα της άρσης των αιτίων που οδήγησαν σ΄αυτό. Η κατάρρευση του κράτους επιχειρείται να εμφανισθεί ως υπόθεση ολίγων μηνών πριν ή μετά τις εκλογές, δηλαδή ως ευθύνη του ενός ή του άλλου κομματικού μονομάχου.
Χωρίς να αμφισβητούνται οι ευθύνες του τέλους, είναι δεδομένο ότι τα θεμέλια της τωρινής κρίσης ανάγονται στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με ξεχωριστή την εμπλοκή των Α. Παπανδρέου, Κ. Σημίτη και Κ. Καραμανλή. Και οπωσδήποτε, ενέχεται σ' αυτήν το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων.

3. Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί η έξοδος από την κρίση έχει μεταβληθεί σε διακύβευμα εναλλαγής στην εξουσία και όχι σε πρόταγμα για τη σωτηρία της χώρας. Ο πολιτικός διάλογος οριοθετεί, όπως είδαμε, τους υπέρ ή τους κατά του μνημονίου και όχι την άρση των αιτίων του. Αν επιχειρήσουμε μια αποτίμηση των μέτρων που ελήφθησαν μετά το μνημόνιο -ή που προτάθηκαν από την αντιπολίτευση-, διαπιστώνουμε ότι έχουν όλα είτε μονοσήμαντο εισπρακτικό περιεχόμενο, με αποδέκτες τα συνήθη υποζύγια -τους εμφανείς φορολογούμενους- είτε ως μέτρο τη μετάλλαξη της εργασίας των πολιτών σε εμπόρευμα. Η ανασυγκρότηση του πολιτικού συστήματος και του κράτους δεν εμπεριέχονται στις προγραμματικές πολιτικές των κομμάτων.
Η επίκληση ορισμένων όλως ενδεικτικών παραδειγμάτων διευκρινίζουν νομίζω επαρκώς το κλίμα αυτό. Παρατηρούμε ότι ο περιορισμός των δαπανών δεν περιλαμβάνει τους τομείς που θα έθιγαν το πολιτικό σύστημα. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι η πάταξη της φοροδιαφυγής, η ανασυγκρότηση της δημόσιας διοίκησης ώστε να καταστεί αποτελεσματική, να εναρμονισθεί με το δημόσιο σκοπό της, να γίνει φιλική προς το πολίτη ή να συνδράμει την παραγωγική ανάταξη της χώρας, παρόλα όσο λέγονται, δεν περιλαμβάνεται στο πολιτικό πρόγραμμα της κομματοκρατίας.
Θα ανέμενε κανείς, ο περιορισμός των ελλειμμάτων να συνοδεύεται από μέτρα ανασύνταξης του θεσμού στον οποίο αναφέρονται, ώστε το όφελος που θα προκύψει από τον περιορισμό της σπατάλης και την πάταξη της διαφθοράς να αντισταθμίσει τις απώλειες, με την ποιοτική αναβάθμιση και την αποτελεσματικότητα του προσφερομένου έργου. Αυτό δεν συνέβη πουθενά. Ούτε στο στενό ούτε στον ευρύτερο δημόσιο τομέα . Και μάλιστα, παρά την ισχυρή πίεση της τρόικας, η οποία διαβλέπει στην εμμονή της πολιτικής τάξης να διατηρήσει ακέραιο το κεκτημένο της έναν μείζονα κίνδυνο για τα ζωτικά της συμφέροντα.
Παραμένει σημειολογικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι το πολιτικό προσωπικό δεν συναίνεσε, ούτε προσχηματικά, στη μείωση των απολαβών του, ενώ ο πολιτικός λόγος όλων των κομμάτων είναι πανομοιότυπος. Συμπεριφέρονται δηλαδή ως εάν η χώρα δεν βιώνει τη χειρότερη δοκιμασία από το 1922. Διαγκωνίζονται για την ενοχή των αντιπάλων, επιρρίπτοντας ο ένας την ευθύνη στον άλλον. Η συμφωνία όλων των κομμάτων στη διαφύλαξη, εν σιωπή, της ακεραιότητας του πολιτικού συστήματος, που συντηρεί την απόκοσμη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής και την αποπνικτική ατμόσφαιρα που σκεπάζει τη χώρα, είναι εντυπωσιακή. Το ζήτημα της πολιτικής ευθύνης και, συγκεκριμένα, της σύνδεσής της με τη δικαιοσύνη αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα. Και τούτο διότι η εμμονή στην ολοκληρωτική ασυλία του πολιτικού προσωπικού υποδεικνύει τον αντίπαλο. Έναντι τίνος επιδιώκει να προστατευθεί η πολιτική τάξη; Προφανώς, έναντι της κοινωνίας. Η αλληλουχία αναχωμάτων προστασίας που έχουν υφανθεί με το Σύνταγμα, τους νόμους και την «πολιτεία» της Βουλής, ώστε να αποτραπεί ένας πιθανός έλεγχος της έκνομης συμπεριφοράς των μελών της, δεν έχει προηγούμενο στον σύγχρονο κόσμο. Ο πιο ευφάνταστος κακοποιός δεν θα είχε εφεύρει τόσους και τόσο περίτεχνους τρόπους προστασίας του. Προκαλεί ενδιαφέρον, εντούτοις, ότι ο τρόπος που η πολιτική τάξη διαχειρίζεται την εκτροπή από τη δημόσια λειτουργία της στο μέσον της κρίσης και της δημόσιας κατακραυγής που τη στοχοποιεί συλλήβδην ως λεηλατική και καταστροφέα της χώρας, δεν άλλαξε στο παραμικρό. Εν είδει παραδείγματος, αναφέρω ότι όχι μόνο δεν κατηγορήθηκε κανείς για την καταστροφή της χώρας, αλλά και οι ομολογημένες υποθέσεις σκανδάλων λαμβάνεται μέριμνα να κλείσουν με εύσχημο τρόπο και ανωδύνως. Ούτε λόγος να γίνεται για τον εγκλεισμό έστω και ενός πολιτικού προσώπου στη φυλακή, παρά την πίεση που ασκείται στο σύστημα από την κοινωνία και την τρόικα. Αν όλα τα δεινά που συσσώρευσε η πολιτική τάξη στην ελληνική κοινωνία, είχαν συμβεί στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου τουλάχιστον ο ηγετικός πυρήνας του κομματικού κατεστημένου, θα είχε αυτοκτονήσει από εντροπή ή έστω για να αποφύγει την ταπείνωση της φυλακής.
Αντί άλλης αντίδρασης προσθέτω απλώς ότι τα κόμματα εισέπραξαν προκαταβολικά, στο μέσον της κρίσης, ατόφιες τις αποφασισθείσες από αυτά επιχορηγήσεις του κράτους, οι οποίες εκτιμάται ότι υπερβαίνουν, αναλογικά, κατά πολύ εκείνες των γαλλικών κομμάτων.
Στο γεγονός αυτό, πρέπει να συνεκτιμηθεί επίσης ότι η ασυλία αφορά μόνο στις αδικοπραγίες του ιδιωτικού βίου και στην κατάχρηση ιδίως δημοσίου χρήματος. Δεν καλύπτει την ευθύνη που προκύπτει από τις πολιτικές τους, οι οποίες τίθενται στο απυρόβλητο, υπεράνω του νόμου5.
Ο πολιτικός δύναται να καταστρέψει τη χώρα και να το ομολογήσει, «αναλαμβάνοντας» την πολιτική ευθύνη. Δεν υπόκειται όμως στην δικαιοσύνη, ούτε αναγνωρίζεται στον πολίτη έννομο συμφέρον για τη βλάβη που υπέστη. Κατά τα λοιπά, το σύστημα ορίζεται ως αντιπροσωπευτικό και δημοκρατικό6.
Ενώ όμως ο πολιτικός αυτο-τοποθετείται ολοκληρωτικά στο απυρόβλητο της δικαιοσύνης και, κατ'επέκταση, της κοινωνίας, στη συνέχεια την εγκαλεί ως διεπομένη από την «ψυχολογία του όχλου και της μάζας» και ως απειλή για τη "δημοκρατία ", όταν στην απελπισία της επικαλεσθεί το μόνο όπλο που της απομένει, την αυτοδικία. Το ερώτημα, στο πλαίσιο αυτό, παραμένει αναπάντητο:
Πώς δικαιολογείται, ο υπαίτιος της κρίσης να επιμένει ότι είναι ο μόνος αρμόδιος να θεραπεύσει το πρόβλημα, όταν μάλιστα δεν επιδεικνύει την παραμικρή μεταμέλεια, εξακολουθεί να διαφεύγει τον έλεγχο και, μάλιστα, συμπεριφέρονται με τον τρόπο που οδήγησε στην κρίση;

4. Η θεσμική αυτή θωράκιση της πολιτικής τάξης έναντι της κοινωνίας, συμβαδίζει με ανάλογες πολιτικές που δείχνουν ότι εννοεί να πορεύεται ως εάν δεν αποτελεί η ίδια το πρόβλημα ή με μοναδικό στόχο τη διατήρηση των προνομιών της. Έτσι, για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Βουλής καλεί τους Έλληνες να εισφέρουν τον οβολό τους για την σωτηρία της χώρας, ενώ ο ίδιος συνεχίζει την φαύλη πολιτεία των προκατόχων του, αυξάνοντας αντί να μειώσει τον προϋπολογισμό της. Η υπουργός Παιδείας υπόσχεται μεταρρυθμίσεις στα ΑΕΙ σε επίπεδο «κορυφής», ομολογώντας ότι δεν προτίθεται να αγγίξει τον πυλώνα της κομματικής ιδιοποίησης των πανεπιστημίων, τις παρατάξεις, ενώ δεν κρύβει τη βαθιά δυσπιστία που τρέφει προς τις ανεξάρτητες εκείνες ακαδημαϊκές προσωπικότητες που ομολογουμένως θα τα οδηγούσαν στην έξοδο από την απαξία. Ο αρμόδιος υπουργός «προστασίας του πολίτη» δηλώνει με «καμάρι» ότι δεν θα παίξει το ρόλο του «σερίφη», εννοώντας προφανώς, ότι θα επαναφέρει την αστυνομία στο καθεστώς του ιδιότυπου «παρατηρητή» της δράσης των ιδεολόγων της καταστροφής και των παρασιτικών στοιχείων που ιδιοποιούνται τους δημόσιους χώρους, μεταβάλλοντας έτσι την πρωτεύουσα σε τριτοκοσμική πόλη. Ούτε το διάλειμμα «Χρυσοχοϊδη» φαίνεται ότι εμπνέει.
5. Εξίσου ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι πολιτικές της κομματοκρατίας, οι οποίες όλες κατατείνουν στο να εγκιβωτίσουν την κοινωνία σε ένα καθεστώς ασφυκτικού ελέγχου και στη διέλευση του (οικονομικού κλπ) βίου της από τη διαπλοκή και τη διαφθορά. Επειδή βιώνουμε την οικονομική κρίση, αξίζει να σταθούμε σε ορισμένα παραδείγματα που αποκαλύπτουν την αγωνία της πολιτικής τάξης να αποκλείσει κάθε προοπτική απελευθέρωσης της κοινωνίας και, ιδίως να διατηρήσει τους μηχανισμούς της ιδιοποίησης ως σημαίνον γνώρισμα της σχέσης του πολίτη με το κράτος:

(α) το επιχειρηματικό κλίμα. Είναι πασιφανές ότι οι δουλείες στις οποίες υποβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα οφείλονται εξ ολοκλήρου στη διάθεση των νομέων του κράτους να ελεγχθεί με όρους ιδιοποίησης ο τομέας αυτός της οικονομίας. Να "μοιρασθεί" δηλαδή μαζί του το "επιχειρείν". Εάν υπήρχε η πολιτική βούληση, το ζήτημα θα είχε «αυθωρί» επιλυθεί. Όπως έχει επιλυθεί στις χώρες όπου το κράτος διατηρεί ακόμη μια ελάχιστη αίσθηση δημοσίου συμφέροντος. Η άρνηση της πολιτικής τάξης να άρει το καθεστώς της κομματοκρατίας, που μεταβάλλει το κράτος σε δυνάστη της κοινωνίας, υποστηρίζεται ιδεολογικά με διατυπώσεις ενοχοποίησης της κοινωνίας («όλοι μαζί τα φάγαμε») ή με το επιχείρημα ότι η κοινωνία ζούσε υπεράνω των δυνατοτήτων της χώρας κ.α. Εντούτοις, μελέτες που εκπονήθηκαν σε ανύποπτη στιγμή, δηλώνουν ότι όχι μόνο δεν ζούσαμε υπεράνω των δυνατοτήτων μας, αλλ’ότι, εάν το κράτος επιδείκνυε στοιχειώδη προσήλωση στη δημόσια αποτελεσματικότητα και επολιτεύετο με πρόσημο το κοινό συμφέρον, το κεφαλήν εισόδημα των Ελλήνων θα ήταν ανάλογο εκείνου των Σκανδιναβών.

(β) Ένα άλλο, συναφές με το επενδυτικό κλίμα, παράδειγμα, αφορά στην αντιμετώπιση όχι απλώς της ιδιοκτησίας, άλλα της Ελλάδας ως κατοικημένης χώρας. Θα επικαλεσθώ τρία εξόχως χαρακτηριστικά μέτρα που δείχνουν ότι οι φορείς της πολιτικής τάξης αντιμετωπίζουν τη χώρα ως κατακτητές και όχι ως εντολοδόχοι της κοινωνίας. Ακραία περίπτωση αποτελεί η υπουργός ΠΕκΚΑ, για την οποία η κοινωνία αποτελεί την μείζονα απειλή για το περιβάλλον. Εξού και, κλεισμένη στο γραφείο της ομού με διάφορα οικολογικά παράσιτα που σιτίζονται από το κοινωνικό ταμείο, βυσσοδομούν σε βάρος της κοινωνίας. Το πρόβλημα των «δασωθέντων» αγρών, που δημιούργησε η πολιτική τάξη, μετά τον πόλεμο, είναι γνωστό. Πρόκειται για τις αγροτικές ιδιοκτησίες, οι οποίες λόγω των ανατροπών που συνέβησαν στον ελληνικό χώρο παρέμειναν ακαλλιέργητες, για ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα, από τον πόλεμο και εντεύθεν. τις περισσότερες φορές εξαιτίας των εμποδίων που όρθωνε η πολιτεία. Το μείζον αυτό ζήτημα είναι πολυσήμαντο ως προς τις διαστάσεις του. Η πολιτική του διάσταση συναρτάται με αυτούς που έπαψαν να καλλιεργούν τους αγρούς τους. Ποιοί ήσαν αυτοί; Όσοι ενεπλάκησαν στην αντίσταση κατά του κατακτητή, οι ηττημένοι του εμφυλίου και πολιτικά διωκόμενοι στη συνέχεια, καθώς και τα θύματα της ανασύνταξης της οικονομίας. Έχει σημασία να επισημανθεί ότι το εφεύρημα της «δασικής έκτασης», συμβαδίζει με πλήθος άλλων πολιτικών μέτρων που κατέτειναν στην ανατροπή των κοινωνικών ισορροπιών στην ύπαιθρο και αποτέλεσε το μεγάλο κόλπο που οδήγησε στη διαρπαγή ή στην αιχμαλωσία της αγροτικής ιδιοκτησίας και, εναλλακτικά, στην καταστροφή των καλλιεργειών και των ομόλογων δασών (των ελαιώνων κλπ) που απέμειναν. Λειτούργησε δε ως καταλύτης για τη διαιώνιση της ερήμωσης της υπαίθρου και του αποκλεισμού της από τον οικιστικό και παραγωγικό ιστό της χώρας. Είναι όμως εξίσου γνωστό ότι η έννοια της «δασικής έκτασης», που αντιμετωπίζει τα θαμνώδη «αείφυλλα πλατύφυλλα» ως ιερά φυτά όπως οι Ινδοί τις αγελάδες, συνέβαλε καθοριστικά στη γενίκευση της συναλλαγής και της διαφθοράς στην ύπαιθρο. Στη ρύθμιση αυτή, που επιβαρύνθηκε έτι περαιτέρω από την τωρινή υπουργό ΠΕκΚΑ, με αποτέλεσμα να έχει σταματήσει κάθε επενδυτική πράξη στην ύπαιθρο ή, αναλόγως, να έχει ανέβει το "λαδόσημο" στα ύψη, προστέθηκε από προηγούμενη υπουργό, η πρόνοια της αρτιότητας ενός κτήματος υπό τον όρο να έχει πρόσοψη 25 μέτρων σε δρόμο, υφιστάμενο προ του 1923. Συνάγω ότι η ρύθμιση αυτή θεωρεί ότι η Ελλάδα οφείλει να παραμείνει, εξ επόψεως υποδομών, στο καθεστώς του ΄23, διότι έτσι θα προστατευθεί το περιβάλλον! Η αλήθεια όμως είναι ότι το μόνο που επετεύχθη είναι να μπει και η πολεοδομία στο παιχνίδι της συναλλαγής, που είχε ανατεθεί έως τότε στο Δασαρχείο. Οι ανωτέρω εστίες διαφθοράς και στασιμότητας δεν είναι οι μοναδικές. Το πλέον ενδιαφέρον, εντούτοις, επίτευγμα των νομέων του κράτους αφορά σε παράπλευρες ρυθμίσεις που συνέχονται με τις προστατευόμενες περιοχές («νατούρα»). Με πρόσφατη υπουργική απόφαση (sic) ορίζεται ότι σε απόσταση τελικά 350μ από τις ακτές -φυσικά και αλλού, πέραν των ακτών- η περιοχή μετατάσσεται στη ζώνη «υψηλής παραγωγικότητας» και διέπεται από τις σχετικές απαγορευτικές διατάξεις. Η πονηρά φύση των εχθρών της κοινωνίας βάφτισε τις κατά τεκμήριο άγονες και βραχώδεις περιοχές σε γαίες «υψηλής παραγωγικότητας» για να τις δημεύσει δωρεάν!
Όλη σχεδόν η ενδιαφέρουσα οικονομικά Ελλάδα οφείλει να νεκρωθεί και οι κάτοικοί της να μετοικήσουν στα ορεινά ή να ξενιτευτούν για να επιβιώσουν. Η καταφανώς λεηλατική αυτή επιδρομή της υπουργού ΠΕκΚΑ προκύπτει, από τις μόλις πρόσφατες νομοθετικές της πρωτοβουλίες, ότι εγγράφεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο, το οποίο εάν δεν εμποδισθεί θα ερημώσει τη χώρα. Τη στιγμή που η χώρα χάνεται το πολιτικό προσωπικό αναλώνεται στο προσφιλές του άθλημα: του εγκιβωτισμού της κοινωνίας στις δουλείες του κράτους με πρόσημο την ολοσχερή της βύθιση στην ανέχεια και στην αδυναμία.
Από τα ανωτέρω ολίγα, συνάγεται ότι η Ελλάδα ενδιαφέρει την πολιτική τάξη ως χώρος, όχι ως κοινωνία. Μια χώρα που άδειασε και ξαναγέμισε άπειρες φορές, δεν πρέπει να ξανακατοικηθεί. Παραγνωρίζει προφανώς ότι το περιβάλλον υπάρχει ως έννοια υπό τον όρο της παρουσίας της κοινωνίας εντός αυτού. Το περιβάλλον στον Άρη ουδένα ενδιαφέρει. Η απλή λογική διδάσκει ότι το περιβάλλον υπάρχει για την κοινωνία και δεν δύναται να διατηρηθεί χωρίς να γίνει φιλικό προς αυτήν. Η προστασία του δεν είναι συμβατή με την αποξένωση της κοινωνίας από αυτό ή από την ιδιοκτησία της, ούτε με την εξώθησή της να οδηγείται στην καταστροφή των ολίγων καλλιεργειών που απέμειναν, ούτε με την απαγόρευση της ανάπτυξης. Από τους "ταλιμπανιστές" του περιβάλλοντος η ιδέα της ένταξης του οικιστικού ιστού σ'αυτό ή η αρμονική ανάπτυξη των θεμελίων του σε συνάφεια με τις κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές λειτουργίες του παρόντος και του μέλλοντος είναι αποκρουστική και, σε κάθε περίπτωση, αδιάφορη. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι όλα τα μέτρα της υπουργού ΠΕκΚΑ αποβλέπουν στη διαρπαγή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, κανένα όμως στην προστασία των δασών, στην ανάπτυξη του δημόσιου δασικού πλούτου και, μάλιστα, στην αναδάσωση των ορεινών όγκων που καλύπτουν σαφώς το κύριο μέρος της χώρας.

(γ) Σταθερή επωδός που δικαιολογεί τη μονοσήμαντα αντικοινωνική πολιτική για την έξοδο από την κρίση είναι ότι το κράτος είναι διεφθαρμένο και, οπωσδήποτε, δεν προσφέρεται για την πάταξη της φοροδιαφυγής. Αυτή καθεαυτή η επισήμανση ότι το ελληνικό κράτος είναι «μοναδικό σε δυσλειτουργικότητα» και το «πλέον σπάταλο και διεφθαρμένο δυτικό κράτος» συνέχεται με την «πολιτεία» της πολιτικής τάξης. Η εμμονή στη διατήρησή του όμως, σοβούσης της κρίσης, επιβεβαιώνει επίσης ότι η αιτία του κράτους αυτού δεν εξέλειπε. Διότι, όχι μόνο δεν ελήφθη ουσιαστικά κανένα μέτρο για την εξυγίανσή του, αλλά και μας διαβεβαιώνουν, με ποικίλους όσους τρόπους, ότι δεν προτίθενται να λάβουν. Όντως, η μόνιμη επωδός της πολιτικής τάξης εστιάζεται στην επισήμανση του προβλήματος, στην "απειλή" ότι θα ληφθούν τα αναγκαία μέτρα, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως άλλοθι έναντι της τρόικας ή της υπηκόου κοινωνίας. Κορυφαίος υπουργός διετείνετο πρόσφατα ότι για τα κακώς κείμενα του κράτους φταίει ο μεγάλος αριθμός των βουλευτών και ο εκλογικός νόμος!.. Τίποτε άλλο...

(δ) Η απουσία κάθε πολιτικής βούλησης για την ανάταξη του κράτους και τη διάσωση της κοινωνίας, διαπιστώνεται με κάθε σαφήνεια στην περίπτωση της φοροδιαφυγής. Αρκεί, νομίζω, ένα μόνο αλλά κραυγαλέο παράδειγμα, από τα πολλά που μπορεί να επικαλεσθεί κανείς. Υπό το προηγούμενο καθεστώς του ΦΜΑΠ αυτοί που υπέβαλαν δήλωση ήσαν ελάχιστοι σε σχέση με τους υπόχρεους. Η καθόλα ψευδής επίσημη εκδοχή ήταν ότι δεν υπήρχε τρόπος να ελεγχθούν. Έδωσαν, ωστόσο, εξαρχής στους φοροφυγάδες τη δυνατότητα να διαφύγουν τη δήλωση με την επίκληση της "υπεύθυνης δήλωσής" τους ότι το μέγεθος της περιουσίας που κατείχαν δεν υπερέβαινε το αφορολόγητο μέτρο. Σήμερα, εντούτοις, το πρόσχημα της αδυναμίας εξέλειπε αφού έχει διαμορφωθεί με το Ε9 περιουσιολόγιο και ανά πάσα στιγμή (δηλαδή αυτόματα, με βάση το ηλεκτρονικό σύστημα) μπορούν να ελεγχθούν όσοι είχαν υποχρέωση από το 1997 να υποβάλουν δήλωση ΦΜΑΠ και δεν το έπραξαν. Γιατί δεν το πράττουν; Η λύση είναι απλή: όσοι καλύπτουν τις προϋποθέσεις του ΦΜΑΠ σύμφωνα με το τωρινό Ε9 -με γνώμονα όμως τις πρόνοιες του τότε νόμου- να κληθούν να εξηγήσουν ποιά ήταν η κατάσταση της ακίνητης περιουσίας τους, από το 1997 έως την μεταβολή του νόμου. Γίνεται αντιληπτό ότι έτσι θα αποκατασταθεί η δικαιοσύνη -η ισότητα που προβλέπει το Σύνταγμα- και στα δημόσια ταμεία θα εισρεύσει χρήμα πολύ, αφού αυτοί που διέφυγαν την καταβολή του φόρου, αντιπροσωπεύουν ποσοστό πολλαπλάσιο εκείνων που υπέβαλαν δήλωση.

(συνέχεια και τέλος στην επόμενη ανάρτηση)

Δεν υπάρχουν σχόλια: