Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017

Χειμερινοί κολυμβητές


Πιστεύω ότι το άρθρο που ακολουθεί πρέπει να διαβαστεί ακόμη και από όσες/όσους δεν ασχολούνται με τα αθλητικά.
ΔΕΕ

Χειμερινοί κολυμβητές

Ο Γιάννης Ντεντόπουλος έζησε τον θρίαμβο της Εθνικής στο Λέστερ (92-95) και εξηγεί γιατί ο τρόπος που ήρθε τελικά η δύσκολη αλλά πανάκριβη νίκη, την δεδομένη χρονική στιγμή, αποκτάει μεγαλύτερες διαστάσεις από την απόλυτη τιμή της.

Αν το ματς της Εθνικής με την Μ. Βρετανία στο Λέστερ έπαιρνε τον τίτλο του από μια ταινία του θρυλικού Βρετανού ήρωα, James Bond, θα διάλεγε το «Die another day”. Στην αλλόκοτη αυτή πρεμιέρα των «παραθύρων» για τα προκριματικά του παγκοσμίου κυπέλλου πήρε μια νίκη που, τηρουμένων των αναλογιών, αποκτάει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις.

Κατ’ αρχάς γιατί εμφανίστηκε με μια σύνθεση έκτακτης ανάγκης, η οποία περιελάμβανε ένα κράμα παικτών το οποίο δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ μαζί, με νέο (ως πρώτο) προπονητή τον Θανάση Σκουρτόπουλο και καινούργιο επιτελείο συνεργατών. Ένα κράμα το οποίο κλήθηκε μέσα σε μια ασυνήθιστη περιρρέουσα ατμόσφαιρα (εννοώ την διαμάχη FIBA- Euroleague και την τοξικότητα που προκαλεί) να βγάλει σε πέρας μια τόσο δύσκολη και πιεστική αποστολή: να σηκώσει μια τόσο βαριά φανέλα, όπως είναι στην συνείδηση όλων των Ελλήνων αυτή της «επίσημης αγαπημένης».

Επίσης, γιατί ήταν πρεμιέρα και μάλιστα εκτός έδρας, με την αντίπαλο που είχε αξιολογηθεί ως η πιο επικίνδυνη του γκρουπ, την δεδομένη χρονική στιγμή. Η Μ. Βρετανία, εκτός από το αβαντάζ έδρας, είχε και το πλεονέκτημα ότι εμφανίστηκε σχεδόν με την ίδια σύνθεση που παίζει τα τελευταία χρόνια. Η μοναδική ουσιαστική απουσία που είχε ο κόουτς Τόνι Καρμπελότο, η οποία μάλιστα περισσότερο μας μπέρδεψε (και κράτησε τον Μαυροειδή εκτός rotation) παρά μας έλυσε τα χέρια, ήταν αυτή του Ολασένι, για την αντιμετώπιση του οποίου ξοδεύτηκαν πολύτιμες εργατοώρες. Υπήρχε ειδική ανάλυση και μέριμνα, η οποία όμως κατέληξε στον κάλαθο των αχρήστων την παραμονή του ματς, μόλις οριστικοποιήθηκε η απουσία του.

Ήταν δεδομένο λοιπόν ότι οι Βρετανοί υπερείχαν σε ομοιογένεια και αυτοματισμούς, στοιχεία που προσφέρουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ασφάλεια σε σχέση από εκείνη που μπορούσαν να νιώθουν οι περισσότεροι από τους δικούς μας διεθνείς. Αν εξαιρέσει κανείς τους παλαιότερους (Μπουρούση, Βασιλόπουλο, Αθηναίου, Μαυροειδή) που κουβαλούσαν παραστάσεις από μεγάλες διοργανώσεις, οι υπόλοιποι, θέλοντας και μη, είχαν την υποχρέωση να μετατραπούν σε χειμερινούς κολυμβητές. Τέλη Νοέμβρη, τους έριξαν στα βαθιά και τους είπαν «κολυμπήστε». Τα κατάφεραν και με το παραπάνω. Δεν λένε ότι οι «κρίσεις γεννούν ευκαιρίες»;

Ήταν λοιπόν προφανές ότι το συγκεκριμένο ματς δεν είχε μόνο τεράστια βαθμολογική, αλλά και ανυπολόγιστη ψυχολογική σημασία. Δεν θα απλά το αποτέλεσμα που θα μέτραγε και για το «σήμερα», αλλά και για το «αύριο» στο δρόμο για την Κίνα, αλλά και ο τρόπος που αυτό θα διαμορφωνόταν.

Υπό αυτές τις συνθήκες μου είναι εντελώς αδύνατο να εκτιμήσω με ακρίβεια πόσο λυτρωτικός ήταν ο τρόπος που ήρθε η νίκη στην παράταση, για τον απλούστατο λόγο ότι θα μου ήταν πολύ πιο δύσκολο να υποθέσω πόσο δραματικά θα μπορούσε να είχε καταρρακώσει το ηθικό όλων, μια ήττα σε ένα ματς που στο 37’ η ελληνική ομάδα είχε πάρει προβάδισμα 12 πόντων και κατάφερε να ισοφαριστεί. Κάλλιστα θα μπορούσαμε τώρα αντί θα θρίαμβο, να μιλάμε για «αυτοκτονία» για τα «τραγωδία». Θα ήθελε δεκαπλάσια προσπάθεια, αυτό του γκρουπ, να αντιμετωπίσει τις συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης, να μείνει όρθιο και να μη τσακιστεί.

Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα λοιπόν, ήταν ότι παρακολουθήσαμε ένα ματς που ουσιαστικά χρειάστηκε να το κερδίσουμε δυο φορές. Ήθελε άντερα και χαρακτήρα σταθείς στα πόδια σου και τελικά να φύγεις πανηγυρίζοντας αφού πρώτα ταξίδεψες από τον παράδεισο στην κόλαση. Κι αυτό ήταν το καλύτερο σημάδι.

Ήταν προφανές ότι τα λάθη που έγιναν στο τελευταίο τρίλεπτο και έδωσαν την ευκαιρία στους γηπεδούχους να ισοφαρίσουν ένα δέκατο πριν εκπνεύσει η κανονική διάρκεια, δεν ήταν μόνο προϊόν του δικού τους ασφυκτικού pressing, αλλά και μιας αλληλουχίας τραγικών λαθών που έγιναν από όσους βρέθηκαν στο παρκέ σε αυτό το διάστημα υπό το κράτος του άγχους, της νευρικότητας, της απειρίας, ίσως και του μεγάλου μας «θέλω». Μιλάμε για τους ίδιους οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν υπέροχοι.

Το πιο χαρακτηριστικό απ’ όλα, ήταν ότι όσο η Εθνική έπαιζε οργανωμένα στο «πέντε εναντίον πέντε», τόσο στην άμυνα, όσο και στην επίθεση, έδειχνε μεγαλύτερη ποιότητα και μπασκετοσύνη και είχε κερδίσει κατά κράτος όλες της κομβικές μάχες. Διάβαζε καλύτερα, βρήκε πόντους από τον Μπουρούση και τον Λαρεντζάκη, σωστή οργάνωση από τον Αθηναίου, πολύτιμες βοήθειες από την ηρεμία του Χάρη Γιαννόπουλου, θετική προσέγγιση από τους Κόνιαρη, Κατσίβελη, Γκίκα και Σάκοτα (ανεξάρτητα αν δεν πήγε σε όλους το παιχνίδι).

Η ενδεικτικότερη απ’ όλες (τις μάχες που κερδήθηκαν) ήταν ότι το δίδυμο Μαργαρίτη και Μήτογλου, με την βοήθεια του συγκλονιστικού Βασιλόπουλου, από ένα σημείο και μετά είχε κουράσει και εξουδετερώσει τον πιο επικίνδυνο παίκτη των απέναντι, τον Νταν Κλάρκ, ο οποίος ξεκίνησε καλά, αλλά στην πορεία βγήκε εκτός ρυθμού.

Πάνω σε αυτή την εξουθένωση (του Κλαρκ), «πάτησε» και ο Γιάννης Αθηναίου να τον παίξει στα πόδια και να πετύχει ένα καλάθι που θα το θυμάται για όλη του τη ζωή. Το τρίποντο της νίκης που έμοιαζε και για τον ίδιο με «κάθαρση» για αυτά που είχαν προηγηθεί. Εννοείται ότι αν το σουτ αυτό δεν έμπαινε η συζήτηση θα ήταν διαφορετική, αλλά μήπως αυτή δεν είναι η φυσιογνωμία της μάχης αυτού του συναρπαστικού αθλήματος;

Ήταν ξεκάθαρο ότι κόντρα σε οργανωμένη άμυνα οι Βρετανοί τα βρήκαν μπαστούνια. Σκόραραν μόνο από τα δικά μας λάθη. Όταν δηλαδή τους δίναμε την μπάλα στα χέρια και μαζί την ευκαιρία να μας πετύχουν σε αμυντική ανισορροπία. Δεν ήταν τόσο ο απόλυτος αριθμός. Ήταν ότι τα περισσότερα από αυτά τα 24 λάθη που ήταν ο τελικός μας απολογισμός μας, ήταν επώδυνα, γιατί οι αντίπαλοι τα τιμώρησαν με συνεχή lay up, χτυπώντας το κακό αμυντικό μας transition. Ήταν οι φάσεις που κράτησαν όρθιο το ηθικό τους. Έτσι έμειναν ζωντανοί και δεν τα παράτησαν, έτσι ισοφάρισαν στο δραματικό τελευταίο λεπτό. Αλλιώς, δέκα μέρες να παίζαμε, το πιο πιθανό ήταν η διαφορά να φτάσει τους 20 πόντους, παρά το «Χ».

Πλέον, το μυαλό είναι στο ματς της Δευτέρας με το Ισραήλ, στα «Δυο Αοράκια». Εννοείται πως δεν θα είναι εύκολο. Κανένα ματς για μια ομάδα που σχηματίζεται υπό αυτές τις συνθήκες δεν έχει κερδηθεί πριν καν παιχτεί και το 2 στα 2 είναι το βασικό ζητούμενο. Ο αρχηγός Γιάννης Μπουρούσης έδωσε, το καλό παράδειγμα, την πολύτιμη βοήθειά του και επέστρεψε στην Κίνα. Στους 12 που έμειναν θα προστεθούν και οι τρεις του Παναθηναϊκού (Καλάθης, Θ.Αντετοκούνμπο, Βουγιούκας) για να γίνουν 15.

Οι εσωτερικές πληροφορίες λένε ότι ο Σκουρτόπουλος έχει δεσμευθεί ηθικά απέναντι στους παίκτες αυτούς (τους 16 δηλαδή) ότι όλοι θα πάρουν χρόνο συμμετοχής τουλάχιστον σε ένα από τα δυο αυτά ματς. Αυτό σημαίνει ότι στην 12άδα θα μπει σίγουρα ο Σαλούστρος και μαζί με τον Μαυροειδή που δεν χρησιμοποιήθηκε, θα παίξουν, όσο χρειαστεί. Μένει, ο Ομοσπονδιακός προπονητής να ζυγίσει, στην προπόνηση της Κυριακής στο Ηράκλειο, πως είναι τα πράγματα. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε, από τη μία, ότι ο Σάκοτα και ο Μαργαρίτης έδειξαν τόσο μεγάλη επιθυμία να βοηθήσουν που μπήκαν και έπαιξαν παρά τους τραυματισμούς τους, αλλά και από την άλλη ότι αναγκαστικά θα πρέπει να μείνει έξω ένας περιφερειακός για να προστεθεί ο Νικ Καλάθης. Πάντως μετά από μετά από μια τέτοια νίκη, όπως αυτή στο Λέστερ, τέτοιοι «πονοκέφαλοι» γίνονται πολύ πιο ευχάριστοι.

Όπως αξέχαστες θα μείνουν για όσους ήμασταν στο Λέστερ στιγμές όπως το κλάμα του Αθηναίου μετά τη λήξη, ο σταυρός που έκανε ο Λαρεντζάκης πριν ξεκινήσει η τελευταία άμυνα της παράτασης, τα αίματα που έσταζαν από τη μύτη του πληγωμένου θηρίου όπως έδειχνε στα μάτια μας ο Βασιλόπουλος, ο οποίος από το χτύπημα του Φίλιπ, έμεινε αναγκαστικά έξω από το κρίσιμο τελευταίο τρίλεπτο του κανονικού αγώνα, η - μέσα στην αντάρα- αγωνία του Μπουρούση να μάθει πόσο σοβαρά χτύπησε ο συγκάτοικος και συνοδοιπόρος του από τα χρόνια των επιτυχιών, όσο βρισκόταν καθηλωμένος στα αποδυτήρια και δεχόταν τις πρώτες βοήθειες αλλά κυρίως το καμάρι των Ελλήνων που είχαν μετατρέψει την “Leicester Arena” σε μια φιλόξενη φωλιά. Έπρεπε να δείτε πως έλαμπαν δυο ξενιτεμένοι ποδοσφαιριστές, ο Βέλλιος και ο Μπουχαλάκης που ήταν εκεί και έφτασαν μέχρι τα αποδυτήρια για τα συχαρίκια, ή ο αδελφός του Γκίκα που σπουδάζει στην Αγγλία και είχε πεταχτεί μέχρι εκεί για να καμαρώσει τον Νικόλα να γίνεται διεθνής.



Δευτέρα 13 Νοεμβρίου 2017

Έσχατο καταφύγιο...


Έσχατο καταφύγιο
Του Γιώργου Καραμπελιά


Ο ελληνισμός βρίσκεται σε ένα ιστορικό ναδίρ. Πλέον δεν διαθέτει την οικονομική ηγεμονία στην περιοχή, μια ηγεμονία την οποία διατηρούσε μέχρι το 1922, δεν έχει κανέναν πληθυσμιακό δυναμισμό –ο ελληνικός πληθυσμός μειώνεται και το πληθυσμιακό ισοζύγιο, με τον διαχρονικό κακό μας δαίμονα, την Τουρκία, έχει ανατραπεί ριζικά–, δεν διαθέτει προφανώς και την απαραίτητη αμυντική δυνατότητα. Και πριν από όλα, δεν διαθέτει πλέον την αυτοπεποίθηση και την πίστη «στο πεπρωμένο», που στο παρελθόν κινητοποιούσε και εμψύχωνε τους Έλληνες που εμφανίζονται καταπτοημένοι, καταθλιπτικοί, χωρίς κέφι και κουράγιο για δημιουργία και μεγάλες εξορμήσεις.
Εάν παραμείνουμε βυθισμένοι σε αυτή την κατάσταση της καθολικής παρακμής, είναι προφανές πως δεν έχουμε καμία τύχη και δυνατότητα επιβίωσης πέρα από τον 21ο αιώνα, δεδομένης και της γεωπολιτικής μας θέσης, για την οποία τόσες φορές έχουμε μιλήσει. Κατά συνέπεια, είναι η ώρα της αφύπνισης, όπως συχνά υπογραμμίζουμε. Πώς όμως, και επί τη βάσει ποιών δεδομένων, μια τέτοια αφύπνιση θα μπορούσε να αποτελέσει μια ρεαλιστική λύση;
Ό,τι έχει απομείνει στον σύγχρονο ελληνισμό είναι κατ’ εξοχήν η μεγάλη του παράδοση. Μια παράδοση ανεπανάληπτη, που αρχίζει από την ελληνική αρχαιότητα, συνεχίζεται με τον χριστιανισμό –και όχι μόνο την ορθοδοξία– και φθάνει μέχρι τις μέρες μας, με το δημοτικό τραγούδι, τον Σολωμό, τον Καβάφη, τον Σεφέρη. Η Ελλάδα αποτελεί πλέον μια μικρή χώρα στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο, αλλά διατηρεί ακόμα τα στοιχεία μιας μεγάλης πολιτισμικής παράδοσης, της πολιτισμικής υπερδύναμης που υπήρξε ο ελληνισμός.
Αυτή η ακόμα υπαρκτή παράδοση είναι το τελευταίο στοιχείο ισχύος, κυριολεκτικά πλανητικών διαστάσεων, που μας έχει απομείνει. Και δεν έχουμε άλλη λύση από την επένδυση σε αυτό το στοιχείο ακριβώς. Η επένδυση στην παιδεία και τον πολιτισμό, η ριζική «επιστροφή» στην παράδοση μας είναι το μόνο υπερόπλο που διαθέτουμε.
Πώς οι Έλληνες κάτοικοι του Ανατολικού Αιγαίου θα αντέξουν στα κύματα των Τούρκων τουριστών και επιχειρηματιών, που σταδιακά κατακλύζουν τα νησιά μας, εάν δεν έχουν μια ισχυρή πολιτισμική ταυτότητα; Εάν δεν είναι πεισμένοι πως όντως αποτελούν έναν ιδιαίτερο λαό, η επιβίωση και η συνέχεια του οποίου έχει σημασία για τον παγκόσμιο πολιτισμό;
Πώς οι νεώτεροι Έλληνες θα ανθέξουν στην πολιτισμική επίθεση της παγκοσμιοποίησης, αν θεωρούν τα αγγλικά «ανώτερα» από τη γλώσσα τους, αν θεωρούν τη δική τους παράδοση υποδεέστερη, και είναι έτοιμοι να την αντικαταστήσουν με τα άθλια greeklish του διαδικτύου; Και πώς θα μπορέσουν οι Έλληνες, που έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό, να διατηρήσουν την ταυτότητά τους εάν δεν έχουν συνείδησή της ιστορικής τους ιδιαιτερότητας;
Πώς θα μπορέσουν οι Κρητικοί να αντέξουν στα ρεύματα του εθνομηδενισμού και της τουριστικής λαίλαπας, που αλλοιώνουν την πατροπαράδοτη ελληνική τους συνείδηση, και η οποία έδωσε έναν Greco, ένα Αρκάδι και έναν Ελευθέριο Βενιζέλο, εάν δεν παραμένουν βαθείς γνώστες και κοινωνοί της παράδοσής τους;
Πώς θα μπορέσει η Ορθοδοξία, ως στοιχείο ταυτότητας του ελληνισμού, να αντιμετωπίσει τα δυτικά δόγματα, έναν κακώς εννοούμενο οικουμενισμό, ακόμα περισσότερο μια πανταχού παρούσα και κυρίαρχη απόρριψη της πνευματικότητας του ανθρώπου, αν οι Έλληνες –και κάποτε και η ίδια η Εκκλησία– δεν κατανοήσουν πως η Ορθοδοξία είναι η πνευματική συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας και πως, χωρίς την Ορθοδοξία δεν νοείται η νεώτερη ελληνική ταυτότητα – ακόμα και για όσους δεν διαθέτουν μεταφυσικές πίστεις και ανησυχίες;
Οι Έλληνες εφοπλιστές αποτελούν το τελευταίο οικονομικό υπόλειμμα του οικουμενικού ελληνισμού και της ελληνικής παράδοσης, που ήταν πάντα, από την αρχαιότητα, μια ναυτική παράδοση. Αν είχαν κρατήσει κάτι από την ιστορική συνείδηση των Κουντουριωταίων ή της Μπουμπουλίνας –που θυσίασαν όλο τον πλούτο τους για την Επανάσταση– και είχαν παρέμβει, στη διάρκεια της κρίσης και μάλιστα στις απαρχές της, με ένα ομολογιακό δάνειο, που θα μπορούσε να κινητοποιήσει και όλο τον απόδημο ελληνισμό, δεν θα είχαν διασώσει την ελληνική οικονομία από τα μνημόνια; Αναμφίβολα!
Αλλά πώς να συμβεί κάτι τέτοιο όταν η κουλτούρα τους απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την ελληνική, ενώ η κυρίαρχη ιδεολογία του ελληνικού κράτους, από την αξέχαστη εποχή Σημίτη, είναι ο εθνομηδενισμός; Και όταν ακόμα και εκείνα τα πνευματικά καθιδρύματα που χρηματοδοτούν, όπως το Ίδρυμα Ωνάση ή το Ίδρυμα Νιάρχου, προωθούν αντίθετα την απομάκρυνση από την ελληνική παράδοση ;
Αν οι Έλληνες ξενοδόχοι είχαν συνείδηση της ταυτότητάς τους, του γένους τους, θα είχαν μεταβάλει τις επιχειρήσεις τους σε μηχανισμούς διάδοσης της ελληνικής κουλτούρας, του ελληνικού πολιτισμού και ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής! Χωρίς μάλιστα να χάνουν τίποτε από τα ευρώ που τόσο λατρεύουν!
Αν οι Έλληνες αρχαιολόγοι αγαπούσαν όλο τον ελληνισμό, στη διαχρονία του, δεν θα αντιπαρέθεταν την αρχαιότητα με το Βυζάντιο και δεν θα κυριαρχούνταν από μηδενιστές που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να θάψουν ακόμα και την Αμφίπολη.
Αν οι Έλληνες φιλόλογοι πονούσαν πραγματικά τη γλώσσα και τον λαό τους, θα είχαν μεταβάλει τις τάξεις των σχολείων τους σε «κρυφά σχολειά», όπου θα δίδασκαν και το πολυτονικό σύστημα γραφής και στοιχεία της καθαρεύουσας, ώστε να μπορούν οι νέες γενιές να διαβάζουν τουλάχιστον τον Παπαδιαμάντη!
Αν οι Έλληνες Πανεπιστημιακοί και οι «Αθάνατοι» της Ακαδημίας είχαν συνείδηση μιας υψηλής αποστολής, θα είχαν χτίσει, κυριολεκτικά με τα χέρια τους, μια μεγάλη σχολή Αριστοτελικών Σπουδών στα Στάγειρα, Πλατωνικών στην Ακαδημία Πλάτωνος, μια Ιατρική Ακαδημία στην Κω, μια Ορθόδοξη Ακαδημία διεθνούς εμβέλειας στη Θεσσαλονίκη, ένα διεθνές κέντρο Εταιρισμού στα Αμπελάκια.
Αν η Εκκλησία και οι ιεράρχες μας γνώριζαν τι πραγματικά εκπροσωπούν, θα είχαν εμφυσήσει στον κλήρο μας στο σύνολό του ένα πνεύμα αυταπάρνησης και προσφοράς, θα είχαν γεμίσει όλη τη χώρα με πνευματικά ιδρύματα, θα επέμεναν στην ουσία της παράδοσής μας και όχι στους χρυσοποίκιλτους τύπους και θα πρωτοστατούσαν σε όλες τις μεγάλες πνευματικές κινήσεις του γένους. Αν.. Αν… Αν…
Όλα αυτά, στην πραγματικότητα, είναι πλέον τα μόνα εφικτά, διότι δεν απαιτούν πολλά χρήματα και υπέρογκες επενδύσεις, απαιτούν απλώς (!) μια βαθειά και ριζική αλλαγή προσανατολισμού, απαιτούν μια μεγάλη πολιτιστική «επανάσταση». Μια πολιτιστική επανάσταση που θα προωθήσει την επένδυση στην παιδεία, στον πολιτισμό, στην έρευνα, στην αναβάθμιση της παράδοσης, τη σύνδεσή της με τον σύγχρονο κόσμο.
Πολλοί στις Ελλάδα, σήμερα, «θαυμάζουν» το Ισραήλ και το θεωρούν και ως προνομιακό εταίρο της Ελλάδας στο ταραγμένο γεωπολιτικό μας περιβάλλον. Ο υποφαινόμενος δεν συμπαθεί τη σιωνιστική πολιτική του εξανδραποδισμού των Παλαιστινίων, και πιστεύω εξάλλου πως, σε βάθος χρόνου, Ισραηλινοί και Παλαιστίνιοι θα πρέπει να συμβιώσουν ειρηνικά ενώ δεν είμαι υπέρμαχος και των αποκλειστικών συμμαχιών. Ωστόσο, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω πως το Ισραήλ κατόρθωσε σε μεγάλο βαθμό να κάνει αυτά που δεν κάναμε εμείς. Ανέστησε μια νεκρή γλώσσα, τα αρχαία εβραϊκά, και την επέβαλε εκ νέου! Ανέπτυξε μια σύγχρονη τεχνολογία, χρησιμοποιώντας την αγροτική παραγωγή και τους εξοπλισμούς, και σήμερα πρωτοπορεί, μαζί με τη Silicon Valley, στα ηλεκτρονικά, την πληροφορική, την αγροτική βιοτεχνολογία. Έχει μεταβάλει την παράδοση του σε αναπόσπαστο στοιχείο της δυτικής κουλτούρας, κ.λπ. κ.λπ. Βεβαίως στηρίχτηκε προνομιακά στη Δύση και τις ΗΠΑ, αλλά αυτό δεν θα αρκούσε εάν, εξαιτίας του ολοκαυτώματος, δεν ανέπτυσσε μια κουλτούρα επιβίωσης, με κάθε τίμημα, ακόμα και τον εξανδραποδισμό των γηγενών Παλαιστινίων. Μια κουλτούρα που θεωρεί τους Εβραίους τον περιούσιο λαό που πρέπει να διασωθεί με κάθε τίμημα.
Εμείς, από την άλλη πλευρά, παρότι υπήρξαμε μια παγκόσμια οικουμενική δύναμη, γνωρίσαμε έναν σταδιακό εξανδραποδισμό στη διάρκεια πολλών αιώνων. Και παρ’ όλα αυτά όχι μόνο δεν αποκτήσαμε ένα ισχυρό ένστικτο αυτοσυντήρησης αλλά, αντίθετα, είμαστε διατεθειμένοι να σκορπίσουμε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, περιφρονώντας κυριολεκτικά τον εαυτό μας. Τι άλλο σημαίνει άραγε η κυριαρχία του μίσους ενάντια στο έθνος που κυριαρχεί σε ένα μεγάλο κομμάτι των ελίτ και της νεολαίας μας;
Άραγε, την ύστατη στιγμή, στηριζόμενοι σε αυτή την ασύγκριτη ιστορική παράδοση θα δειχτούμε ικανοί για τη «μεγάλη επιστροφή»; Είναι στο χέρι μας.



Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017

Το παραμύθι της «αντικυβερνητικής προπαγάνδας»


Το παραμύθι της 
«αντικυβερνητικής προπαγάνδας»

Άγγελος Κωβαίος

Πόσα και ποια μέσα είναι ενταγμένα στο φιλοκυβερνητικό στρατόπεδο και ποια απέναντι; Η εικόνα διαφέρει πολύ από αυτήν που περιγράφει ο Αλέξης Τσίπρας. Ας μετρήσουμε λοιπόν...

Τα εννοεί σοβαρά ο Αλέξης Τσίπρας όσα λέει για το εχθρικό μιντιακό περιβάλλον, μέσα στο οποίο «το καραβάνι του προχωρά και τα σκυλιά αλυχτάνε», για να θυμηθούμε εκείνη την ιστορική του έκφραση;

Επανήλθε την Παρασκευή στο γνωστό αυτό τροπάρι, απαντώντας στην ερώτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη για την βία και την ανομία.

Είπε μεταξύ των άλλων κάποια στιγμή από το βήμα της Βουλής ο κ. Τσίπρας: «Δεν θα ακούσουμε στον ΣΚΑΪ όλα αυτά που θα πω εγώ σήμερα. Δεν θα τα διαβάσουμε στις μεγάλες εφημερίδες, που τρομοκρατούν τον κόσμο. Θα κάνετε λίγο υπομονή, κύριε Μητσοτάκη, να τα ακούσετε». Αλίμονο, αν ο ΣΚΑΪ και ο όποιος ΣΚΑΪ δεν λένε αυτά που θέλει ο Πρωθυπουργός, τρομοκρατούν τον κόσμο. Κατσουφιάζουν τα χαρούμενα πρόσωπα που βλέπει γύρω του ο κ. Τσίπρας.

«Μην διαβάζετε εφημερίδες να έχετε την υγεία σας», είχε πει λίγο παλαιότερα ο Πρωθυπουργός.

Εκτός… Αν διαβάζετε αυτές που διαβάζει εκείνος και γράφει η παρέα του, με την ευρύτερη ή στενότερη έννοια.

Και δεν είναι λίγες. Δια της διολισθήσεως και με τα όσα έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια, ο φιλοκυβερνητικός Τύπος αριθμεί μάλλον περισσότερα έντυπα και κανάλια – ασχέτως της επιρροής, της κυκλοφορίας και της τηλεθέασης.

Ας αναλογιστεί κάποιος: Ποιες και πόσες εφημερίδες είναι για τον έναν ή τον άλλο λόγο, δικό τους ή μη, συμπολιτευόμενες: Αυγή, Εφ.Συν., Νέα Σελίδα, Εθνος, τα cult έντυπα όπως η Kontra News και το Παρόν, το must read για όσους θέλουν να γνωρίζουν ποια είναι η επόμενη εκστρατεία προπαγάνδας του Μαξίμου, Documento και οι εξ αντανακλάσεως υποστηρικτικές και πάντως όχι φιλικές προς τον Μητσοτάκη Real News, Δημοκρατία κλπ., διαμορφώνουν ένα πεδίο, το οποίο είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που περιγράφει ο κ. Τσίπρας. Για να μην μιλήσουμε για τις θρυλικές πλέον εκπομπές της ΕΡΤ, όπου οι δοξαστικές κορώνες για την κυβέρνηση προκαλούν πλέον κάθε διαστροφικό ένστικτο του μερακλή τηλεθεατή να τις παρακολουθήσει. Όσο για τα ιδιωτικά κανάλια και ραδιόφωνα, όποιος βλέπει και ακούει, ξέρει και καταλαβαίνει…

Από την άλλη, η κριτική που ασκείται στην κυβέρνηση, από πού προέρχεται; Από το Πρώτο Θέμα, τον πρώην ΔΟΛ, την Καθημερινή και τα Παραπολιτικά; Σύμφωνοι. Λέει άραγε κάτι, το ότι αυτές οι εφημερίδες συγκεντρώνουν και το μεγαλύτερο μερίδιο της κυκλοφορίας; Τι ονειρευόταν ο Πρωθυπουργός; Να μην μιλάει κανείς και για τίποτε; Μάλλον…

Και εν τέλει, ποιες είναι οι εφημερίδες και τα μέσα που μπορεί κάποιος να πει ότι είναι απολύτως και αδιαπραγμάτευτα συντεταγμένα με την ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη;

Κάπως δύσκολη απάντηση…

Δεν είναι έτσι όπως μας τα λέει ο κ. Τσίπρας, ούτε στο πεδίο αυτό, λοιπόν. Δεν είναι και η πρώτη φορά…



Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Τσοχατζοπουλισμός και κοινωνία


Ο φαρμακός τής Διονυσίου Αρεοπαγίτου

ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ

Κατά το λεξικό Δημητράκου ο «φαρμακός» στη Χριστιανική Γραμματεία είναι ο γόης, ο μάγος, ο ειδωλολάτρης. Στα κείμενα της κλασικής εποχής είναι το εξιλαστήριο θύμα ή το κάθαρμα. Το «κάθαρμα» πριν περιοριστεί στη σημερινή του σημασία –ο αλιτήριος, ο παλιάνθρωπος– είχε σχέση με τον καθαρμό. Ηταν αυτός που η κοινότητα έπρεπε να εξορίσει για να καθαρθεί από το μίασμα που της είχε επιφέρει ο φαρμακός. Ο Οιδίπους τον οποίον σήμερα ταυτίζουμε με την αγάπη του τρυφερού βλαστού προς τη μανούλα, πριν γίνει σύμπλεγμα ξαπλωμένο στα ψυχαναλυτικά ντιβάνια, υπήρξε φαρμακός. Διέπραξε ύβρη λύνοντας το αίνιγμα της Σφίγγας, άρα θεωρώντας ότι είναι ο μόνος που γνωρίζει τι είναι το «θαύμα» που λέγεται άνθρωπος –πάντα κατά Σοφοκλή, που αγνοούσε τον Φρόιντ– έγινε βασιλιάς, απέκτησε παιδιά με τη χήρα του νεκρού Λάιου για να ανακαλύψει ότι γνώριζε μεν τι είναι ο άνθρωπος, αγνοούσε όμως ποιος είναι ο ίδιος. Για να απαλλάξει την πόλη από το μίασμα της ύβρης του τυφλώθηκε και εξορίστηκε ως φαρμακός.

Η περίπτωση του Ακη Τσοχατζόπουλου καλύπτει όλες τις σημασίες της λέξης «φαρμακός». Μάγος, γητευτής των ψηφοφόρων, παρ’ ολίγον πρωθυπουργός, πρωταγωνίστησε για δεκαετίες στην πολιτική σκηνή. Η ύβρις του μπορεί να σχετίζεται με την οικονομική του απληστία, όμως δεν περιορίζεται σ’ αυτήν. Σιγά τα ωά. Δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος και υποψιάζομαι ότι αν, αντί για το ακίνητο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, είχε επενδύσει τους κόπους του σε φυτείες καφέ στην Κεντρική Αφρική, τώρα θα έπινε το καφεδάκι του ενδεχομένως σε κάποιο υπουργικό γραφείο σχεδιάζοντας την έξοδο απ’ τα μνημόνια. Εξάλλου, έζησε σε μια εποχή που σοβαροί διανοούμενοι της Αριστεράς, όπως ο κ. Τσουκαλάς, έγραφαν ότι στον καπιταλισμό το χρήμα είναι κατ’ ανάγκην πολιτικό. Τι άλλο έκανε κι αυτός; Πολιτικό χρήμα έβγαλε. Η ύβρις του είναι ότι θέλησε να ενσαρκώσει το πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής.

Ήταν αρκετά Έλληνας ώστε να πιστεύει ότι ο πλούτος είναι άχρηστος αν δεν μπορείς να τον τρίψεις στα μούτρα όσων δεν τον έχουν. Αν δεν μπορείς να φωνάξεις ότι εσύ τα κατάφερες, έπιασες την καλή, είσαι ο πρώτος του χωριού. 
Σε μια Ελλάδα που είχε αναγορεύσει σε κοινωνικό ιδανικό το «πρώτο τραπέζι πίστα», ο Τσοχατζόπουλος λειτουργούσε ως πρότυπο. Πρότυπο επίσης και η σύζυγός του που είχε εκπληρώσει το όνειρο πάσης κορασίδος, που θαύμαζε τις νευρωτικές τού Sex and the City. Και η αλήθεια είναι ότι πλήρωσε τη βλακεία της πολύ ακριβά. Για να έχεις πρόσωπο, έπρεπε να κυκλοφορείς ντυμένος με τρία χιλιάρικα τουλάχιστον. Η Δικαιοσύνη καταδίκασε τον φαρμακό οριστικά. Ποιος όμως θα καταδικάσει το κοινωνικό πρότυπο που ενσάρκωσε;