Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Caligula


Προ Μνημονίου, ο δικομματισμός ήταν ο νικητής καθώς ο κοσμάκης ψήφιζε ελέω Θεού, χρήματος και σοσιαλιστικού βάμματος. Με την έλευση της Τρόικας, ο ψηφοφόρος ρίχνει τον φάκελο στην κάλπη ελέω όχλου, ψυχαναλύειν και επαναστατικού ζόφου. Θυμήθηκα ένα χωρίο από την Hannah Arendt, η οποία εξομοιώνει την εξέγερση με το συντηρητικό φράκο του δικαιούχου στα κοινά. Ουσιαστικά οτιδήποτε φέρει στην πλάτη του την εξέγερση, μεταμφιέζεται αυτοστιγμεί σε αυτοθυματοποιημένο νοικοκυραίο που αναζητεί σταθερότητα, επιδόματα και συνταγματικές αργίες για την στιγμιαία ευδαιμονία μεταξύ φίλων. Τουτέστιν, ο διπολισμός καλά κρατεί, προσμένοντας την εμφάνιση του Γουλιέλμου Γ’. Αγγλία, Σκωτία, Ιρλανδία στα χέρια ενός μύστη που χαλιναγωγεί την επιθυμία, τα πάθη και τις αναγωγές σε λουτρά αίματος. Η εξέλιξη συνηγορεί στην απλούστευση.
Αυτό που θάλλει είναι η εντύπωση της συμμετοχής στην εξέγερση. Ουδείς προβληματίζεται γιατί η ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ δεν κάμπτεται. Διότι αυτοί που ουρλιάζουν για τον φασισμό απαξιούν έναντι του νόμου, των κανόνων, των θεσμών και μιας πολυπολιτισμικής θολοκουλτούρας, για να ρίξουν στην πλάτη τους την κλινική αφετηρία του μανδύα από πορφύρα. Οι χρυσαυγίτες είναι το ψωμί και το νερό για χιλιάδες αναρχοφασίστες και ακέφαλες συνιστώσες οι οποίες συνεχίζουν να συντηρούν το «διαίρει και βασίλευε», προς ίδιον όφελος. Το χάος οφείλει να εκτονώνεται για να ανανεώνεται η μάσκαρα του τρόμου. Τα δύο άκρα αγωνιούν να καταδείξουν ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης απαιτεί την τέχνη της διάγνωσης κατά Lacan. Το προνόμιο της κυριαρχίας είναι ψυχαναγκαστικό.
Εξαιρουμένης μιας μειοψηφίας που ενδιαφέρεται για την νομολογία, τον πλουραλισμό, την ατομική ελευθερία και την ευτυχία, η πλειοψηφία αυταρέσκεται στην επανάληψη παλαιοκομμουνιστικών τσιτάτων, με το βλέμμα απλανές σε έναν τόπο που υπόσχεται απόλαυση με μασημένη τροφή από το μαρξιστικό ξεπερασμένο εργαλείο, τσιτάτων από συνέδρια του ΚΚΕ, παραγράφων από το μικροαστικό μίσος για τον πλούτο του διπλανού. Η Ελλάδα αποτελεί το όνειδος της ευρωπαϊκής κοινωνικής επιστήμης, του φιλελεύθερου μανιφέστου, του σαδιστικού Υπερεγώ που ψάχνει για ομήρους στον ψηφιακό βόθρο. Η Δημοκρατία δεν απειλείται από αναλώσιμους κομπάρσους. Τα μέτρα ψηφίζονται και εφαρμόζονται, ασχέτως της εξιδανίκευσης του τρόμου και της φαιοκόκκινης τσιχλόφουσκας στα κολλυβοπάρτυ των κοινωνικών δικτύων για το θεαθήναι της απολυτότητας.
Τι πρέπει να γίνει; Να πάψουμε να περιστρεφόμαστε γύρω απ’τον εαυτό μας, τις γονυκλισίες στον Παντοδύναμο και τα πογκρόμ ιδεολογίας με ανιστόρητη συνείδηση. Η εγχώρια σαχλή αριστερίστικη σχολή έχει αποτύχει. Δεν θα σώσει κανένας υπερήρωας το πόπολο. Όταν ο νόμος δεν εφαρμόζεται, η μάζα προσανατολίζεται ανέκαθεν στην ακροδεξιά· αδιαφορεί εάν η τελευταία δανείζεται νεοναζιστικά βράγχια για την ιστορική ιεραρχία του νεοτερικού βυθού. Τα δύο άκρα όχι μόνο υπάρχουν αλλά ζουν τις τελευταίες τους ώρες καθότι έρμαια των φαντασιώσεών τους με έντονη παλινδρόμηση και κρύα εφίδρωση. Δεν φοβάμαι κανέναν τους. Είμαι ελεύθερος, δυνατός κι ακέραιος. Τα εμφυλιακά σκιρτήματα από τιποτένιους δεν με αφορούν. Οικτίρω τους βλαχοκακόμοιρους, τους IRA copycat, τους κουτοπόνηρους κόκκινους, τους φασίστες ανεξαρτήτως χρώματος και τα αναρχορεμάλια της άσχημης εφηβείας. Προχωρώ μπροστά. Κι είναι υπέροχα.




Τρίτη 20 Μαΐου 2014

Γιατί εξαφανίστηκε ο Τράγκας;


Τι κρύβει η σιωπή 
για τον Γιώργο Τράγκα;
Ανδρέας Πετρουλάκης

Την εβδομάδα που μας πέρασε συνειδητοποίησα ότι μπορούν ακόμα να με εκπλήσσουν τα δημόσια πράγματα. Μόλις άκουσα την είδηση για τη δίωξη των φορολογικών αρχών εναντίον του δημοσιογράφου Γιώργου Τράγκα για απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων 10 εκατομμυρίων ευρώ, σκέφτηκα ότι το σκηνικό για τον δημοσιογράφο αυτόν αλλάζει οριστικά. Τίποτα πια δεν είναι δυνατόν να είναι το ίδιο για έναν άνθρωπο που επί δυόμιση δεκαετίες θεωρούσε τον εαυτόν του (αλλά περιέργως και πολλοί άλλοι), ως τον απόλυτο κήνσορα και τιμητή όλων των κατεστημένων και όλων των εξουσιών με ένα τρόπο που κάνει την λέξη λαϊκισμός να ωχριά από ανεπάρκεια. Έπεσα έξω. Όλα κύλησαν όπως πριν. Ο κ. Τράγκας συνέχισε να πολεμά ανενόχλητος το σύστημα (του οποίου είχε έναν επιπλέον λόγο να φέρεται ως αθώος στόχος), οι συνάδελφοί του εξακολουθούν να του περιποιούν τιμές και οι πολιτικοί συνεχίζουν να αποδέχονται προσκλήσεις του στις εκπομπές του.

Η είδηση - όταν δεν θάφτηκε - δόθηκε με κύριο βάρος στην εκδοχή του κ. Τράγκα. Κάποιοι συνάδελφοί του έσπευσαν με βεβαιότητα να τον υπερασπιστούν, αντλώντας - από πού άραγε - τη σιγουριά για την αθωότητα του διωκόμενου από τις αρχές. Γνώριζαν κάτι παραπάνω από τους ανθρώπους που έκαναν τον έλεγχο; Σύμφωνοι, υπάρχει το τεκμήριο της αθωότητας, αλλά είναι άλλο από τη βεβαιότητα της αθωότητας. Με την ίδια σιγουριά άλλωστε είχαν διακηρύξει ότι ο κ. Τράγκας ήταν κάτοικος τής κατά τα άλλα επονείδιστης λίστας Λαγκάρντ με μηδενικό λογαριασμό. Από πού προκύπτει η ασφαλής πληροφόρηση για μια λίστα που οι διαχειριστές της κατηγορούνται ότι ακριβώς την κράτησαν στο σκοτάδι; Και είναι να απορεί κανείς με πόση προθυμία υιοθετήθηκε η τωρινή υπερασπιστική του γραμμή, τόσο εμφανώς ανίσχυρη, από ανθρώπους που σε άλλες περιπτώσεις διυλίζουν τον κώνωπα. Από τα βασικά επιχειρήματα ήταν ότι επρόκειτο για παλιά υπόθεση, του 2012. Δηλαδή; Υπάρχει κάποιου είδους φορολογική παραγραφή μετά παρέλευση διετίας προκειμένου για διάσημους δημοσιογράφους;

Προσπαθώ να ερμηνεύσω το φαινόμενο. Να είναι ο φόβος; Είναι πιθανό. Κανείς δεν θέλει να τον βάλει ο κ. Τράγκας και οι όμοιοί του στο μάτι. Πρόκειται για μία οιονεί συμμαχία που είναι ορατή στο διαδίκτυο και σε μικρές εφημερίδες και κανάλια που μπορεί να τρομάξει ανθρώπους που κινούνται σε άλλον πολιτικό πολιτισμό. Ακόμα και πολιτικά πρόσωπα που είχαν πολλά να πουν για τα 300.000 ευρώ του κ. Σταθάκη π.χ., δεν άρθρωσαν λέξη για τα περιουσιακά στοιχεία του κ. Τράγκα, αν και υφίστανται σκληρή πολεμική από αυτόν. Γιατί;

Πιστεύω πάντως ότι η κυριότερη αιτία της ασυλίας που απήλαυσε ο δημοσιογράφος οφείλεται σε αυτό το μνημείο ανορθολογισμού και παράνοιας που ονομάζεται αντιμνημονιακό μέτωπο. Σε αυτόν τον χυλό που ισοπεδώνει και αποπροσωποποιεί τα πάντα. Που καταπίνει προϊστορία, δεοντολογία, ποινικά μητρώα, κοινή λογική. Που σε κάνει ξαφνικά να βλέπεις πολιτικούς και δημοσιογράφους με επάρκεια και βάθος και συνεπή πορεία στην αριστερά ή αλλού να δείχνουν κατανόηση για ακροδεξιούς, σεξιστές, λαικιστές, εθνικιστές, λούμπεν, αγοραίους, γραφικούς και απατεώνες μόνο και μόνο γιατί νιώθουν να τους ενώνει ο κοινός εχθρός, το μνημόνιο. Που βλέπεις ανθρώπους τους οποίους σέβεσαι για τις γνώσεις, το ήθος και την προσήλωσή τους στα ιδεώδη της δημοκρατίας και του ουμανισμού να εγκλωβίζονται σε ένα ιδεολόγημα που τους συστοιχίζει στα αντιμνημονιακά χαρακώματα με έναν συρφετό που παλιά και οι ίδιοι θα ονόμαζαν αυριανισμό.

Η μόνη μου ελπίδα είναι το κομμάτι του λαού που φανατικά άκουγε και αναπαρήγαγε τις ατάκες του κ. Τράγκα. Που τον ένιωθε σαν τη φωνή του, διερμηνέα του πόνου του και εκτόνωση της δικής του οργής. Μήπως ξαφνικά αυτός ο λαός σκεφτεί ότι, καλά η Μέρκελ και ο Βενιζέλος και ο Παπανδρέου και ο Σαμαράς, αλλά μήπως για την ξαφνική αλλαγή της ζωής μας φταίει και το γεγονός ότι άνθρωποι με τόσα πολλά λεφτά απέφευγαν και αποφεύγουν να πληρώνουν τους φόρους τους; Μήπως ο ταξιτζής που τον ακούει στη διαπασών κάθε πρωί πληρώνει χαράτσι για το τριάρι του ακριβώς γιατί οι Τράγκες αυτής της χώρας δεν πληρώνουν αυτά που αναλογούν στα δικά τους μεγαλύτερα σπίτια; Και το κυριότερο να συνειδητοποιήσει ποιας τάξεως χρήματα, έστω και απολύτως νόμιμα, έχει ένας άνθρωπος με τον οποίο ταυτίζεται στην καθημερινή του βιοπάλη; Πόσα λεφτά κρατικής διαφήμισης π.χ. έπαιρναν οι ημιθανείς εφημερίδες του (μόνο για το 2007 το ποσόν ήταν περίπου 3 εκατομμύρια ευρώ) και για ποιο λόγο οι υπουργοί φρόντιζαν να τα εγκρίνουν; Πόσο προσοδοφόρος τελικά είναι ο ασυνθηκολόγητος πόλεμος ενός αντισυστημικού κατά του κατεστημένου, ενός αντιστασιακού κατά της κατοχικής κυβέρνησης;

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Ένα έθνος, τέσσερις ιστορικές αφηγήσεις


Ένα έθνος, τέσσερις ιστορικές αφηγήσεις

ΣΤΑΘΗΣ Ν. ΚΑΛΥΒΑΣ*

11 Μαΐου 2014
Πώς δομούνται οι μεγάλες αφηγήσεις για το παρελθόν πάνω στις οποίες κτίζεται η ιστορική συνείδηση ενός έθνους; Και πώς μεταλλάσσονται στον χρόνο; Το ερώτημα έχει ιστορική, αλλά και πολιτική σημασία.
Μέχρι σήμερα έχουν εμφανιστεί τέσσερις μεγάλες ιστορικές αφηγήσεις. Η πρώτη και ισχυρότερη προκύπτει μέσα από τον Νεοελληνικό Διαφωτισμό και παίρνει την ολοκληρωμένη της μορφή στο έργο του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου. Θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε «εθνική αφήγηση». Κεντρική της ιδέα η ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους από την αρχαία Ελλάδα έως σήμερα. Η αφήγηση αυτή λειτούργησε ως πανίσχυρη ενοποιητική ουσία για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, αλλά και ως όραμα που καθόρισε τον πολιτικό προσανατολισμό της χώρας για δεκαετίες. Εμπότισε τη συνείδηση ολόκληρων γενεών μέσα από τη σχολική εκπαίδευση, αλλά και διαμέσου εκατοντάδων εκλαϊκευτικών έργων, εγκυκλοπαιδειών κ.λπ. Είτε μας αρέσει είτε όχι, καμία ιστορική προσέγγιση (ή πολιτικό πρόγραμμα) δεν μπορεί να αποκτήσει την αποδοχή της κοινωνίας αν την παραβιάσει: ρωτήστε τον Νίκο Δήμου ή τη Μαρία Ρεπούση. Οπως όμως συμβαίνει στις περιπτώσεις αυτές, η καθολική της αναγνώριση ουσιαστικά την έχει καταστήσει πολιτικά ουδέτερη.
Η πιο φιλόδοξη και συστηματική προσπάθεια αμφισβήτησης της εθνικής αφήγησης έγινε με την άρθρωση μιας μαρξιστικής ιστορικής αφήγησης από διανοούμενους, όπως ο Γεώργιος Σκληρός και ο Γιάννης Κορδάτος στις αρχές του 20ού αιώνα και ιδίως στο διάστημα του Μεσοπολέμου. Παρά τη φιλοδοξία του το εγχείρημα αυτό απέτυχε, τόσο γιατί η εθνική αφήγηση είχε ήδη αποκτήσει ισχυρά κοινωνικά ερείσματα όσο και γιατί η μαρξιστική αφήγηση δεν είχε σημείο επαφής με την αγροτική Ελλάδα των μικροϊδιοκτητών. Η απήχησή της υπήρξε βέβαια πολύ μεγαλύτερη στους διανοούμενους και αυτό μάλλον εξηγεί την περίεργη, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, σημερινή σχετική δημοφιλία των μαρξιστικών ιδεών στους κύκλους αυτούς.
Τα πράγματα αλλάζουν με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατ’ αρχάς το ΚΚΕ επιχειρεί μέσω του ΕΑΜ να συνθέσει μια εθνική αφήγηση με κομμουνιστικό υπόστρωμα, κάτι που αποτυπώνεται στο μανιφέστο του Δημήτρη Γληνού «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ». Πριν προλάβει όμως να τη διαδώσει, το ΚΚΕ θα γνωρίσει τη συντριβή. Οι νικητές του Εμφυλίου θα προσαρμόσουν με αρκετή επιτυχία την εθνική αφήγηση στις επιταγές της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Το αποτέλεσμα είναι η τρίτη ιστορική αφήγηση, η «εθνικοφροσύνη», με βασικό χαρακτηριστικό της την αναφορά σε έναν νέο (εσωτερικό) εχθρό του έθνους, τον κομμουνισμό, που εκπορευόταν φυσικά από τον πραγματικό (εξωτερικό) εχθρό, δηλαδή τους Σλάβους. Σήμερα έχει λησμονηθεί πόσο ευρεία υπήρξε η κυριαρχία της αφήγησης αυτής στη διάρκεια της μετεμφυλιακής περιόδου, καθώς την ασπάστηκαν τόσο η Δεξιά όσο και το Κέντρο. Ενδεχομένως μάλιστα και να επιβίωνε αν δεν μεσολαβούσε η χούντα. Στην προσπάθειά του όμως να νομιμοποιήσει την εξουσία του, το καθεστώς των συνταγματαρχών αγκάλιασε την ιστορική αυτή αφήγηση με ενθουσιασμό, επιστρατεύοντας μάλιστα και διανοούμενους όπως ο (πρώην κομμουνιστής) Γεώργιος Γεωργαλάς και ο Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου. Η κατάρρευση της χούντας το 1974 σήμανε αναπόφευκτα και το τέλος της ιστορικής αυτής αφήγησης, που επιβίωσε ως μια απλή γραφική ανάμνηση.

Με τη Μεταπολίτευση επανεμφανίζεται η περιθωριακή έως τότε εαμική αφήγηση που είχαν καλλιεργήσει στο διάστημα της μετεμφυλιακής περιόδου κομμουνιστές διανοούμενοι, όπως ο Σόλωνας Γρηγοριάδης και ο Νίκος Σβορώνος. Μετά το 1974 η αφήγηση αυτή θα εκλαϊκευτεί ακόμη περισσότερο χάρη στις προσπάθειες ταλαντούχων συγγραφέων, όπως ο Τάσος Βουρνάς και ο Βασίλης Ραφαηλίδης, και θα πάρει τη μορφή της τέταρτης αφήγησης, της «εθνολαϊκής». Πρόκειται ουσιαστικά για την εθνικοφροσύνη από την ανάποδη, αφού είναι εξίσου αμυντική και ξενοφοβική με αυτήν: τώρα εσωτερικός εχθρός του έθνους είναι οι δωσίλογοι, οι συνεργάτες, το Παλάτι, η άρχουσα τάξη κ.λπ., που βρίσκονται στη δούλεψη του ξένου εχθρού, δηλαδή των Αγγλων και των Αμερικανών. Την εθνολαϊκή αφήγηση θα χρησιμοποιήσει στη συνέχεια με μεγάλη επιτυχία ο Ανδρέας Παπανδρέου για να ανέλθει την εξουσία, συμπληρώνοντας την έννοια του έθνους και του λαού με τους «μη προνομιούχους». Στον αστερισμό αυτής της εκδοχής εξακολουθούμε να ζούμε και σήμερα, αφού ουσιαστικά διδάσκεται στα σχολεία, αναπαράγεται στα μίντια και λειτουργεί ως εξαρτημένο αντανακλαστικό για τους περισσότερους ανθρώπους. Η κραυγή του υπόδικου βουλευτή της Χρυσής Αυγής Στάθη Μπούκουρα, «ο Ανδρέας Παπανδρέου με έκανε εθνικιστή», αποτυπώνει το περιεχόμενο, τη συνέχεια και την επιρροή αυτής της ιστορικής αφήγησης.

Η εθνολαϊκή αφήγηση ενισχύθηκε από την κρίση. Ο «αντιμνημονιακός λόγος» βασίζεται αποκλειστικά στη θεματολογία της: οι κακοί ξένοι που επιβουλεύονται το έθνος, οι ντόπιοι πράκτορές του, ο αγνός λαός κ.λπ. Μόνη διαφορά είναι η αντικατάσταση των Αμερικανών από τους Γερμανούς. Σημαίνει αυτό πως θα συνεχιστεί η ηγεμονία της; Οχι απαραίτητα. Οπως η εθνικοφροσύνη κατέρρευσε μαζί με τη χούντα, έτσι και η εθνολαϊκή αφήγηση θα χαθεί τελικά μαζί με τη μήτρα της, τη Μεταπολίτευση. Δεν γνωρίζουμε όμως πώς και πότε, όπως και ποια θα είναι η αφήγηση που θα τη διαδεχθεί.


* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.




Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Η Συμφωνία της Βάρκιζας και το ΚΚΕ


Η Συμφωνία της Βάρκιζας και το ΚΚΕ

του ΣΑΚΗ ΜΟΥΜΤΖΗ

Ένα σημαντικό μέρος των ιστοριογράφων του Εμφυλίου Πολέμου –κυρίως αυτό που ερμηνεύει τα γεγονότα από την οπτική της Αριστεράς– αρχίζει την αφήγησή του από τη Συμφωνία της Βάρκιζας και μετά.

Είναι προφανές ότι το ερμηνευτικό σχήμα που συγκροτούν αυτοί οι ιστορικοί, αδυνατεί να ερμηνεύσει νοημόνως το φαινόμενο που αποκλήθηκε «Λευκή Τρομοκρατία». Διότι όταν η αφήγηση αρχίζει από το Φεβρουάριο του 1945, η μόνη εξήγηση για το ότι χιλιάδες απλοί άνθρωποι δημιούργησαν αυθόρμητα σε διάφορες περιοχές της χώρας ασύντακτες ομάδες και άρχισαν να καταδιώκουν ΕΛΑΣίτες, επαφίεται στην ψυχιατρική επιστήμη (ομαδική παράκρουση). Τα γεγονότα όμως έχουν μιαν ιστορική και συνεπώς λογική συνέχεια. Έτσι εάν δεν εξετάσουμε την περίοδο 1943-1944, δεν θα κατανοήσουμε τα όσα έγιναν μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, καθώς και την ίδια την Συμφωνία, τους όρους της και τα αίτια της κατάρρευσής της. Πιο απλά: Η περίοδος της αποκαλούμενης «Λευκής Τρομοκρατίας» ήταν το φυσικό επακόλουθο της περιόδου της ΕΑΜοκρατίας (1943-1944). Απλώς υπήρξε εναλλαγή των ρόλων: οι θύτες έγιναν θύματα.

Ο ενδιάμεσος σταθμός των δύο περιόδων ήταν η σύσκεψη που κατέληξε στη Συμφωνία της Βάρκιζας (Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 1945 – Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 1945). Οφείλω να διευκρινίσω ότι κατά τη γνώμη μου, οι δύο περίοδοι (ΕΑΜοκρατία–Λευκή Τρομοκρατία) δεν είναι ομοειδείς, φέρουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, πραγματώνονται σε διαφορετικό διεθνές σκηνικό και ως εκ τούτου, η σύγκριση ενέχει και ερμηνευτικούς κινδύνους. Επί πλέον –κάτι βασικό– τα θύματα της Λευκής Τρομοκρατίας είναι ένα κλάσμα των θυμάτων της ΕΑΜοκρατίας. (Μόνο στην Πελοπόννησο το Σεπτέμβριο του 1944 αναφέρονται 10.000 θύματα του ΕΛΑΣ. Από την άλλη πλευρά η «Λευκή Βίβλος του ΕΑΜ αναφέρεται σε 1.261 δολοφονίες σε όλη την χώρα).

Ας δούμε κάποια στοιχεία που βρίσκονται πίσω από τη Συμφωνία της Βάρκιζας, στοιχεία που φανερώνουν τις προθέσεις με τις οποίες προσήλθαν στη σύσκεψη και οι δύο πλευρές. Προκαταρκτικά δημιουργήθηκε μια ένταση που αφορούσε τη σύνθεση της ΕΑΜικής αντιπροσωπείας. Ο αντιβασιλεύς Δαμασκηνός –με τη σύμφωνη γνώμη των αστικών κομμάτων– ζήτησε να την αποτελούν μόνο κομμουνιστές, έτσι ώστε η υπογραφή τους να μην αφήνει περιθώριο αθετήσεως της συμφωνίας. Η εκτίμηση του αστικού πολιτικού κόσμου ήταν ότι οι κομμουνιστές αποφασίζουν και οι σύμμαχοί τους αποτελούν διακοσμητικά στοιχεία. Έτσι αυτοί και μόνον αυτοί έπρεπε να προσέλθουν στη σύσκεψη. Άλλωστε γνώριζαν οι αστοί πολιτικοί ότι την απόφαση για την Δεκεμβριανή σύρραξη την έλαβε το Π.Γ. στις 27/11/1944 ερήμην των συμμάχων τους, τους οποίους στις συσκέψεις που έγιναν την 1η και την 2η Δεκεμβρίου 1944 τους εξαπάτησαν καθησυχάζοντάς τους ότι ‘η κατάσταση βαίνει προς εκτόνωση».

Το ΚΚΕ λοιπόν, μετά τη ρύθμιση της σύνθεσης της ΕΑΜικής αντιπροσωπείας, προσήλθε στη Σύσκεψη, έχοντας ήδη πάρει την απόφαση –σε κεντρικό επίπεδο– να αποκρύψει το καλύτερο ποιοτικά μέρος του οπλισμού του, που σύμφωνα με όλες τις πηγές, μπορούσε να εξοπλίσει 30.000 περίπου μαχητές. Ας σημειωθεί ότι όταν η καθοδήγηση του ΚΚΕ πήρε αυτή την απόφαση, δεν είχαν εμφανιστεί κρούσματα επιθέσεων κατά ΕΛΑΣιτών. Συνεπώς τεκμαίρεται ότι η απόκρυψη των όπλων αφορούσε επιθετικές προθέσεις. Επιπλέον το ΚΚΕ αποφάσισε να συμμετάσχει στη Σύσκεψη, αφού απέτυχε η αποστολή του Ζέβγου στη Σόφια, για εξεύρεση οπλισμού ώστε να συνεχισθεί ο ένοπλος αγώνας. Ο διάλογος Ζέβγου-Κοστώφ, που αποτυπώνεται στις σελ. 161-166 του βιβλίου «Έγγραφα από τα Γιουγκοσλαβικά και Βουλγάρικα αρχεία» (Επιμ. Κοντης-Σφέτας, Επίκεντρο 2006), είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός. Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και την απόφαση του ΚΚΕ για την αποστολή στο Μπούλκες –με ονομαστικούς καταλόγους –όλων αυτών που είχαν «εκτεθεί» κατά την περίοδο της ΕΑΜοκρατίας. Η προστασία τους ήταν η μια πτυχή της λειτουργίας του χωριού Μπούλκες. Η άλλη ήταν η εκπαίδευσή τους και η παραμονή στο χώρο της εφεδρείας, για ό,τι πιθανόν θα επακολουθούσε. Άλλωστε κατά το Ζαχαριάδη «Το Μπούλκες ήταν το χρυσό απόθεμα του κόμματος σε σοσιαλιστική τράπεζα».

Το ΚΚΕ, σύμφωνα με τους όρους της Συμφωνίας ανέλαβε δύο υποχρεώσεις: 1) την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ και 2) την απελευθέρωση των ομήρων. Δηλαδή τήρησε μόνο τη μια, απελευθερώνοντας μέσα στο Μάρτιο του 1945, 10.000 περίπου ομήρους (περίπου 1.250 είτε είχαν εκτελεσθεί ή πεθάνει καθ’ οδόν). Η άλλη πλευρά, η κυβερνητική, τα αστικά κόμματα ανέλαβαν ουσιαστικά την υποχρέωση –με τους λοιπούς όρους της Συμφωνίας– να επιβάλουν καθεστώς ισονομίας, ισοπολιτείας, τιμωρίας των δοσίλογων και συγκρότηση εθνικού στρατού κατά τρόπο αντιπροσωπευτικό. Μέσα σε αυτό το κλίμα της δημοκρατικής ομαλότητας, προβλεπόταν η διενέργεια πρώτα του δημοψηφίσματος και στη συνέχεια των εθνικών εκλογών. Και βέβαια υπήρχε και το άρθρο 3 που προέβλεπε μιαν ιδιόμορφη αμνηστία που άφηνε όμως εκτεθειμένους χιλιάδες ΕΛΑΣίτες που βαρύνονταν με εγκλήματα κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών. Μάλιστα, το συγκεκριμένο άρθρο στη διασταλτική του ερμηνεία μπορούσε να επεκταθεί– όπως και έγινε– και στα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά την περίοδο της Κατοχής (ΕΑΜοκρατία). Να τονίσω –κάτι που επιμελώς αποσιωπάται– ότι αυτοί που εξαιρούνται από την αμνηστία του άρθρου 3, είχαν διαπράξει εγκλήματα. Συμμετείχαν σε πρωτόγνωρες θηριωδίες για τα ελληνικά δεδομένα, τόσο κατά τα Δεκεμβριανά όσο και λίγους μήνες νωρίτερα. Συνελήφθησαν, δικάσθηκαν από κακουργιοδικεία σε δύο βαθμούς. Άλλοι καταδικάσθηκαν σε θάνατο, άλλοι σε διάφορες ποινές και πολλοί αθωώθηκαν (η τελευταία δίκη έγινε το 1950 και αφορούσε τις δολοφονίες που διαπράξαν οι ΕΛΑΣίτες στους Γαργαλιάνους).

Το σύνολο των υποχρεώσεων που ανέλαβε η κυβέρνηση Πλαστήρα και τα αστικά κόμματα, ξεπεράστηκε πολύ γρήγορα από τη δυναμική που αναπτύχθηκε σε σημαντικά μέρη της ελληνικής κοινωνίας. Ήταν μια συμφωνία κορυφής που ελάχιστη σχέση είχε με τα υπόγεια ρεύματα που δημιουργούνταν σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας και που πολύ σύντομα ανήλθαν στην επιφάνεια. Εκεί συγκρότησαν το φαινόμενο του «Βιωμένου Αντικομμουνισμού», που πλέον θα παρακολουθούσε την ελληνική πολιτική ζωή μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950. Ήταν ένα μαζικό, αυθόρμητο και ασύντακτο στην αφετηρία του φαινόμενο, που οι κυβερνώντες δεν μπορούσαν ούτε να προβλέψουν, ούτε να αντιμετωπίσουν. Πρωταγωνιστές όλοι αυτοί που ήταν θύματα, οι ίδιοι ή οι συγγενείς τους, της δραστηριότητας του ΕΛΑΣ και των στελεχών του ΚΚΕ, κατά την περίοδο 1943-1944. Καταδιωκόμενοι πλέον, όλοι όσοι εθεωρούντο ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί των όσων έγιναν αυτήν την περίοδο.

Η κατηγορία που προσάπτεται στις κυβερνήσεις Πλαστήρα, Βούλγαρη και Σοφούλη, ότι δεν καταπολέμησαν το φαινόμενο των αντεκδικήσεων, παραβλέπει το γεγονός οτι κρατική μηχανή με τη μορφή συγκροτημένης κεντρικής εξουσίας δεν υπήρχε το 1945. Αυτοί οι οποίοι στελέχωναν τις τοπικές δυνάμεις επιβολής της τάξεως είτε είχαν υποστεί κατά το παρελθόν επιθέσεις από τον ΕΛΑΣ, είτε διάκεινται ευμενώς προς όλους αυτούς που είχαν δημιουργήσει τις αντικομμουνιστικές ομάδες (το πρώτο μοιραία έφερνε το δεύτερο). Συγχρόνως, η ανεύρεση ομαδικών τάφων με θύματα του ΕΛΑΣ σχεδόν σε όλη την χώρα, καθώς και οι αφηγήσεις στις εφημερίδες σε ημερήσιες συνέχειες των δεινών που υπέστησαν οι απελευθερωθέντες όμηροι (πολλοί από τους οποίους ήταν «επώνυμοι» δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες, ηθοποιοί κ.λ.π.), όξυναν το ήδη φορτισμένο με αντικομμουνισμό κλίμα.

Συνεπώς, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις κλήθηκαν να διαχειριστούν μια κατάσταση σε κάποιες περιοχές της χώρες (Πελοπόννησος, Θεσσαλία, μέρος της Στερεάς Ελλάδος), που αναδύονταν από την βάση της τοπικής κοινωνίας, μια κατάσταση «ιδιωτικής βεντέτας» σε πολίτικο επίπεδο. Για την αντιμετώπιση όλων των παραπάνω, οι διαδοχικές κυβερνήσεις δεν είχαν τα απαραίτητα όπλα επιβολής της βούλησής τους. Έτσι ακόμη και τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση Σοφούλη για την «αποσυμφόρηση των φυλακών» προκάλεσαν ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα σε σχέση με τις προθέσεις της.

Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα της εμφύλιας έντασης που χαρακτηρίζει όλο το 1945, δύσκολα θα μπορούσαμε να αποδώσουμε ευθύνες στις τρεις κυβερνήσεις, ότι εκ προθέσεως οδήγησαν σε κατάρρευση τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για την ηγεσία του ΚΚΕ, που όπως προανέφερα, προσήλθε στη σύσκεψη έχοντας ήδη πάρει την απόφαση της απόκρυψης των όπλων. Αυτή η απόφαση λειτούργησε ως βραδυφλεγής βόμβα, γιατί καθώς η Εθνοφυλακή ανακάλυπτε τις κρύπτες με τον οπλισμό, το πολιτικό κλίμα οξυνόταν ακόμη πιο πολύ.

Όσον αφορά το άρθρο 3 (περί Αμνηστίας) και την υποχώρηση της ΕΑΜικής αντιπροσωπείας, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα.

Μπορεί ο ΕΛΑΣ να είχε διατηρήσει ένα μεγάλο μέρος της δύναμής του στην εκτός Αθηνών Ελλάδα, όμως δεν είχε επάρκεια πολεμοφοδίων για τη συνέχιση του αγώνα. Η άρνηση των Βούλγαρων και των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών να παράσχουν υλική βοήθεια, συνέβαλε καταλυτικά στο να προσέλθει το ΚΚΕ στη Σύσκεψη της Βάρκιζας. Άλλωστε η ένταση των μαχών σε όλα τα μέτωπα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν άφηνε κανένα περιθώριο στο ΚΚΕ να διακυβεύσει τη συμμαχική ενότητα, συνεχίζοντας τον ένοπλο αγώνα κατά των Βρετανών. Εξάλλου η αποφασιστικότητα που επέδειξε ο Τσώρτσιλ κατά τη Δεκεμβριανή σύγκρουση, προδίκαζε μετά βεβαιότητας και την τακτική που θα ακολουθούσε εάν το ΚΚΕ επέλεγε τη συνέχιση του αγώνα εκτός Αττικής. Τέλος, η ηθική κυρίως ήττα που υπέστη το ΚΚΕ στη μάχη των Αθηνών, λόγω των εγκλημάτων της Ο.Π.Λ.Α. και της Πολιτοφυλακής, είχε ουσιαστικά οδηγήσει σε διάλυση την εαμική συμμαχία. Δηλαδή τον ένοπλο αγώνα θα τον συνέχιζε μόνο του το ΚΚΕ. Συγχρόνως, η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας από την πλευρά του ΚΚΕ ήταν condition sine qua non για τη διατήρηση της καταρρέουσας ΕΑΜικής συμμαχίας.

Για όλους αυτούς τους λόγους –που τους γνώριζε και η αστική παράταξη- η υπογραφή της Συμφωνίας ήταν μονόδρομος για την ηγεσία του ΚΚΕ. Οι οποιεσδήποτε αντιρρήσεις και ενστάσεις για τους όρους του άρθρου 3 Περί Αμνηστείας, σε καμιά περίπτωση δεν θα οδηγούσαν στην αποχώρηση του ΚΚΕ από τη Σύσκεψη. Άλλωστε, το ότι οι φυσικοί αυτουργοί των εγκλημάτων που διέπραξε η Ο.Π.Λ.Α., η Πολιτοφυλακή, τα Φρουραρχεία, θα ετιμωρούντο, το αντιλαμβάνονταν η ηγεσία του ΚΚΕ, τόσο από τα δημοσιεύματα των αστικών εφημερίδων όλο τον Ιανουάριο του 1945, όσο κυρίως από την εναρκτήρια ομιλία του προεδρεύοντα στη Σύσκεψη, Ι. Σοφιανόπουλου. Η πίεση από την βάση των αστικών κομμάτων για την τιμωρία των ενόχων ήταν μεγάλη και δύσκολα μπορούσαν να την αγνοήσουν οι ηγεσίες τους. Συγχρόνως, η προβολή και η συντήρηση του θέματος της «Κόκκινης βίας», εξυπηρετούσε τη στρατηγική των αστικών πολιτικών δυνάμεων για περιθωριοποίηση του ΚΚΕ και διάσπαση της ΕΑΜινής συμμαχίας.

Έτσι ο υπερτονισμός της παρασκηνιακής δραστηριότητας του Ν. Τσιριμώκου από μερίδα ιστορικών, ώστε να πειστούν οι Σιάντος και Παρτσαλίδης να αποδεχθούν το άρθρο 3, όπως αυτό είχε διατυπωθεί, στερείται ουσίας. Το ΚΚΕ θα υπέγραφε ούτως ή άλλως τη συμφωνία για τους λόγους που προανέφερα. Δεν είχε εκείνη τη στιγμή άλλη διέξοδο.

Η κατάρρευση της Συμφωνίας της Βάρκιζας –που ας σημειωθεί δημοσιεύτηκε στις 23 Μαρτίου 1945 στην εφημερίδα της κυβερνήσεως υπό τον τύπο συντακτικής πράξεως, δηλωτικό των προθέσεων της αστικής παράταξης, οδήγησε σε περαιτέρω όξυνση του πολιτικού κλίματος. Σε καμία περίπτωση όμως δεν ήταν η αιτία που οδηγήθηκε η χώρα στο γενικευμένο εμφύλιο πόλεμο 1947-1949. Αυτός ήταν προϊόν ψυχρής επιλογής του Ζαχαριάδη –όπως προκύπτει από τα διαδοχικά του βήματα και κινήσεις- που προσπάθησε να εντάξει το ελληνικό πρόβλημα στο νεοδιαμορφούμενο διεθνές περιβάλλον του 1946. Την επιλογή του αυτή την οργάνωσε μεθοδικά με τους Γιουγκοσλάβους κομμουνιστές και όταν από το Νοέμβριο του 1946 άρχισε να ρέει μαζικά η βοήθεια προς το νεοσυσταθέντα (28/10/1946) Δ.Σ.Ε., άρχισαν οργανωμένα και συστηματικά πλέον οι επιθέσεις κατά των κυβερνητικών θέσεων με σκοπό τον έλεγχο γεωγραφικών χώρων.

Μια σημαντική παράπλευρη συνέπεια της κατάρρευσης της Συμφωνίας της Βάρκιζας, εμφανίστηκε στις ειρηνευτικές προσπάθειες που έγιναν κυρίως το 1947 για να τερματιστεί ο Εμφύλιος Πόλεμος. Η τραυματική εμπειρία που βίωσαν και οι δύο πλευρές από τη μη τήρηση της Συμφωνίας, αποδυνάμωνε τις όποιες προτάσεις έγιναν. Η μεν κυβερνητική πλευρά επικαλείτο την απόκρυψη των όπλων και τις εφεδρείες του Μπούλκες, δηλώνοντας ότι τίποτε δεν αποκλείει αυτό να ξαναγίνει. Το δε ΚΚΕ με το προηγούμενο των διώξεων που υπέστησαν τα μέλη και τα στελέχη τους κατά την περίοδο 1945-1946, είχε βάσιμες υποψίες ότι θα γινόταν το ίδιο, αφού θα παρέδιδε τα όπλα του ο Δ.Σ.Ε.

Έτσι, η Συμφωνία της Βάρκιζας –με τη συνταγματοποίησή της- αποτέλεσε εκ των πραγμάτων μια στιγμιαία αναλαμπή, μια στιγμιαία ελπίδα, που όπως αποδείχτηκε βρισκόταν έξω από τη δυναμική των αντεκδικήσεων που επικρατούσαν σε κάποιες περιοχές της υπαίθρου και κυρίως έξω από την τριτοδιεθνιστική αντίληψη για τον κοινοβουλευτισμό με την οποία ήταν διαπαιδαγωγημένη η Σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ.

Ο Σάκης Μουμτζής είναι συγγραφέας του βιβλίου «ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΙΑ, 1943-1946», Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, 2013.