Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016

Οι κομπλεξικοί στην κυβέρνηση

Ο Αλέξης Τσίπρας ως φοιτητής μπορεί να απολάμβανε την εκτίμηση των «συντρόφων» του, ταυτόχρονα όμως προκαλούσε τον οίκτο των σοβαρών συμφοιτητών του με τις αστείες επιδόσεις του στα μαθήματα, τον ασύντακτο, στα όρια της αμορφωσιάς, λόγο του και την περιβολή του σβαρνιάρη.

Οι κομπλεξικοί στην κυβέρνηση

Συχνά διαβάζουμε κλασικές πολιτικές αναλύσεις για την κυβέρνηση που επενδύει στον περονισμό και οδηγείται από το πάθος για χρήμα και εξουσία. Από ψυχοθεραπευτική σκοπιά, ωστόσο, η βασική κινητήριος δύναμη της κυβέρνησης είναι το κόμπλεξ για αποδοχή και το ψυχικό βάρος από τη συσσωρευμένη απόρριψη.
Η ανθρωπογεωγραφία του εκλεγμένου στη Βουλή ΣΥΡΙΖΑ και των δορυφόρων του είναι πολυπληθής. Άτομα από το χώρο της καλοπροαίρετης Αριστεράς, κάποιοι ιδεοληπτικοί, άτομα από το χώρο της ήπιας επαναστατικότητας, πρώην ΠΑΣΟΚοι, καιροσκόποι, επαγγελματίες της πολιτικής. Οι περισσότεροι ψωμίζονται από την πολιτική. Αρκετοί θα χαρακτηρίζονταν το πολύ μικροαστοί πριν από την είσοδό τους στη Βουλή, αφού ζούσαν με το μισθό του δημοσίου υπαλλήλου ή με ευκαιριακές δουλειές. Αρκετοί επίσης προσπαθούν να αξιοποιήσουν τις τυπικές ευκαιρίες του βουλευτή, οι οποίες θα αποτελούν και τη βασική τους πρόσοδο για τα χρόνια εκτός κυβέρνησης που έρχονται.
Ωστόσο, αυτές οι ομάδες δεν εκπροσωπούνται αναλογικά στο υπουργικό συμβούλιο, το οποίο έχει μία συγκεκριμένη ψυχοσύνθεση. Τα βασικά του μέλη είναι άνθρωποι εύποροι• δεν είχαν την ανάγκη της θέσης του βουλευτή και υπουργού για να βγάλουν χρήματα ή για να ταξιδέψουν στη διακεκριμένη θέση και να γευματίσουν σε ακριβά ξενοδοχεία. 
Η πετυχημένη επαγγελματική, κομματική και προσωπική τους πορεία δείχνει πως δεν είναι άνθρωποι χωρίς ικανότητες. Έχουν διαχειριστεί επιχειρήσεις, θέσεις, χρήματα, τις κομματικές αρχαιρεσίες, κάποιοι έχουν εκλεγεί καθηγητές.

Η συνεκτική κόλλα του υπουργικού συμβουλίου είναι το σωρευμένο κόμπλεξ της απόρριψης. Οι άνθρωποι που συγκροτούν το υπουργικό συμβούλιο υπήρξαν για δεκαετίες παρείσακτοι στους χώρους τους, όσο επιτυχημένοι και αν κατάφεραν να γίνουν. Πολιτικά, οι περισσότεροι υπήρξαν στη λάθος πλευρά της ιστορίας για δεκαετίες και παρέμειναν σε αυτή, ακόμη και μετά την κατάρρευση και των τελευταίων θυλάκων που υποστήριζαν το μοντέλο τους. Παρά τους αγώνες τους και τις καταβολές τους –πολλοί είναι πορφυρογέννητοι–, υπήρξαν αποσυνάγωγοι, εκτός του συστήματος αποφάσεων, περιθωριοποιημένοι ως contrarians στην καλύτερη ή γραφικοί στην τυπική περίπτωση. Σε αυτή την κυβέρνηση έχουν την ευκαιρία να επιβάλλουν τους εαυτούς τους ως θεσμικούς.
Αυτή η προσέγγιση υποστηρίζεται από την εικόνα των υπουργών όταν συστήνονται. Ο Νίκος Παππάς επιμένει στο παρελθόν του ως επιστήμονας, παρ’ ότι εντελώς άγνωστος. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος δηλώνει καθηγητής μαρξιστής οικονομολόγος, παρ’ ότι ανυπόληπτος ερευνητικά και ένα εκατομμύριο πιο εύπορος από ό,τι θα προέβλεπε ένα μαρξιστικό σύστημα. Επενδύει στο αντισυστημικό προφίλ του και δεν έχει πρόβλημα να είναι βασικός συνομιλητής της τρόικας, ενώ κυκλοφορεί σαν να τσακώθηκε με το σκύλο του. Το ίδιο αντισυστημικό, γνωσιακό και αισθητικό προφίλ υποστήριξε και ο Γιάνης Βαρουφάκης.
Ο Κώστας Ζουράρις φληναφεί ακατάσχετα, πασχίζοντας να μας αποδείξει ότι γνωρίζει λέξεις. Ο Νίκος Κοτζιάς παρουσιάζεται ως «τέρας γνώσεων» όταν δεν μπορεί να κάνει αξιοπρεπώς μία press conference στα αγγλικά. Ο Παύλος Πολάκης ανεβάζει στο facebook φωτογραφίες με τα ρούχα του χειρουργείου σε μια προσπάθεια να δείξει επιστήμονας. Ο Πάνος Καμμένος φοράει στρατιωτικές στολές με διάσημα που δεν έχει αποκτήσει, ούτε θα ήταν σε θέση άλλωστε. Η Έφη Αχτσιόγλου μας θυμίζει τον διδακτορικό της τίτλο, παρ’ ότι επιστημονικά δεν έχει κανένα αντίκρισμα. Ο Ιωάννης Μουζάλας δίνει έμφαση το προφίλ του πονόψυχου ανθρωπιστή, παρ’ ότι εκατοντάδες χιλιάδες ψυχές υπέφεραν στη βάρδιά του.
Η αναίδεια που δείχνουν στην άσκηση των καθηκόντων τους είναι επίσης δείγμα βαρύτατης αίσθησης μειονεξίας. Κυκλοφορούν σαν να έχασαν τις βαλίτσες τους στο αεροδρόμιο, κάνουν παρτάκι στο Μέγαρο Μαξίμου, μιλάνε σε πρώτο πρόσωπο για θεσμούς, καθυστερούν στις συναντήσεις τους, λένε ψέματα στο κουαρτέτο, προσπαθούν να τους κλέψουν στη μετάφραση και όχι να διαπραγματευτούν τη θέση τους. Θέλουν πραγματικά όμως να βρίσκονται εκεί, στη θέση του διαπραγματευτή, του ρυθμιστή, του συνομιλητή για μία φορά, μετά από τόσες δεκαετίες ανόητων προσπαθειών στα «κινήματα». Πλέον, οι απέναντι είναι υποχρεωμένοι να τους ακούσουν, από την πιο θεσμική θέση.
Το έντονο άγχος της απόρριψης εμφανίζεται και στην πορεία των ατόμων στο κυβερνητικό σχήμα. Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, άνθρωπος με παγκόσμιο δίκτυο σοβαρών επαφών, παραδέχτηκε ότι για χρόνια έντυσε με ψευδή επιστημονική ανάλυση τη θεωρία του παράλληλου νομίσματος, μόνο και μόνο για να έχει την ευκαιρία να γίνει υπουργός. Ο βασικός παράγων της κυβέρνησης, Νίκος Παππάς, δεν έχει πρόβλημα να παραμείνει στη θέση του όταν το κύριο έργο του διχάζει την κοινωνία και κρίνεται αντισυνταγματικό. Η Νάντια Βαλαβάνη μας έτριψε στα μούτρα ότι δεν ξέρει να κάνει τη φορολογική της δήλωση. Ο Νίκος Φίλης, που φέρει βαρύτατα το φορτίο της ακαδημαϊκής του αποτυχίας, προσπάθησε να φέρει την εκπαίδευση στα δικά του στάνταρ.
Ο Χρήστος Σπίρτζης δεν έχει πρόβλημα να παραμείνει υπουργός, παρά το γεγονός ότι απέτυχε στη διατήρηση έστω του συγκοινωνιακού έργου που παρέλαβε. Οι άνθρωποι της υγείας, Ξανθός και Πολάκης, παρά τα πτυχία της ιατρικής τους, δεν είχαν την ευθιξία να παραιτηθούν όταν άφηναν ζωές να χάνονται μέσα από τα χέρια τους πέρυσι, με την έλλειψη στελεχωμένων θέσεων εντατικής θεραπείας. Ο Γιάννης Δραγασάκης δεν ντρέπεται να έχει υπάρξει υποψήφιος πρόεδρος του ΚΚΕ και να συμμετέχει στην πιο νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που γνώρισε η χώρα, ρυθμιστής μετά από δεκαετίες συνταγμένος σε αποτυχημένες πολιτικές θέσεις.
Ο Νίκος Παρασκευόπουλος, με το έργο ζωής πάνω στα δικαιώματα των κρατουμένων, ήταν άνετος να αποφυλακίζει βαρυποινίτες με το φερώνυμο νόμο του και να ασχολείται με τα «παιδιά» των Πυρήνων της Φωτιάς. Ο Γιάννης Πανούσης ξεπέρασε το γεγονός ότι κυβερνητικοί απεργάζονταν συνωμοσίες εναντίον του και υποσχέθηκε να εκδώσει μυθιστόρημα (καθηγητά μου, το τερμάτισες). Ο πιο μοιραίος ίσως, και μάλλον ο πιο κομπλεξικός από όλους, δεν έχει πρόβλημα να υποστηρίξει ότι έχει ψευδείς θέσεις σε πανεπιστήμια στο εξωτερικό και να αφήσει το πιο σημαντικό εθνικό θέμα που πέρασε από τα χέρια του να ναυαγήσει, ανίκανος να παραγάγει οτιδήποτε άλλο από μπουρδολογία.
Η μοναδική αυθεντική παραδοχή του φαινομένου υπήρξε από τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη, όταν απέτυχε παντελώς στην πολιτική και επιστημονική του πορεία και αποπειράθηκε να επαναλανσαριστεί ως φάσιον άικον. Στην ερώτηση πώς γίνεται να υποστηρίζει καταφανή ψέματα, αλλά και να εθελοτυφλεί στις βασικές αρχές της οικονομίας παρά τις σπουδές του, δεν δίστασε να απαντήσει: «Αυτό που έκανα ήταν προπαγάνδα. Αυτή ήταν η δουλειά μου»: εξαπάτησε δηλαδή μία ολόκληρη χώρα. Κανένας απλά πεινασμένος για εξουσία δεν θα έκανε τέτοια παραδοχή, όπως δεν έκαναν ούτε οι καταδικασμένοι απατεώνες ούτε οι δικτάτορες αυτής της χώρας. Μόνο μια ψυχοπαθολογική περίπτωση θα άντεχε να κάνει τέτοιο έργο και να το παραδεχτεί ανοιχτά.
Οι άνθρωποι που είναι πεινασμένοι για χρήματα ή για εξουσία έχουν σαφή επαφή με την πραγματικότητα, λειτουργούν στρατηγικά, συχνά έχουν και ορισμένες απαράβατες αρχές. Οι άνθρωποι όμως που εμφανίζουν ψυχοπαθολογία άγονται και φέρονται από αυτή. Θα κάνουν ό,τι περνάει από αυτή για να θεραπεύσουν το πάθος που τους έχει καταλάβει. Θα υπογράψουν τα πάντα, θα ξεπουλήσουν τα πάντα, θα αφήσουν τους πρόσφυγες χωρίς ψωμί και στέγη, θα συλήσουν τα ιερά της δημοκρατίας μας, μόνο και μόνο για λίγα λεπτά πόζας και μαγκιάς στη θέση του θεσμικού. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, που παρατάει τη χώρα επί ξύλου κρεμάμενη, λίγο πριν κλείσει η τρομακτική αξιολόγηση, για να παραστεί ως ηγέτης επί των τιμών στην κηδεία του Φιντέλ Κάστρο.
Ο πόνος που νιώθουμε όταν βιώνουμε κοινωνικό αποκλεισμό είναι εφάμιλλος του φυσικού πόνου. Η κοινωνική αποδοχή διατρέχει κάθε μας δραστηριότητα και είναι φυσικό. Όταν όμως βλέπουμε ανθρώπους που τόσο έντονα πασχίζουν να εξασφαλίσουν την αποδοχή, καταλαβαίνουμε ότι έχουν αποτύχει στη συμπεριφορική διαχείριση της ψυχοσύνθεσής τους. Οι υπουργοί μας διακατέχονται από το βαθύτατο κόμπλεξ του ανθρώπου που νομίζει ότι δεν πήρε την προσοχή που του άξιζε και αυτό είναι το στοιχείο για την αποδόμησή τους.

Οι δύο περιθωριακοί καθηγητές οικονομολόγοι απέκτησαν υπόσταση και θεσμικό ρόλο μόνο μέσα από την κυβέρνηση.

Μπορεί να έβγαλε λεφτά από τη δικηγορία, αλλά αξιοσέβαστος
 νομικός επιστήμονας δεν έγινε ποτέ.



Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

Σήμερα η Κύπρος, αύριο όλη η Ελλάδα


Σήμερα η Κύπρος, αύριο όλη η Ελλάδα
Κίνηση Άρδην 
Μια σύντομη εξιστόρηση της μνημονιακής μας περιπέτειας από το 2011 κι έπειτα θα μπορούσε να είναι και η εξής: Πιαστήκαμε στο δόκανο μιας σχέσης φτηνού χρήματος/ακριβού χρέους (που ουσιαστικά αποτέλεσε την μέγιστη συνέπεια της εισόδου μας στην ΟΝΕ), και περιπέσαμε σε οικονομική δουλεία με το να ανοίξουμε διάπλατες όλες τις κερκόπορτες της κατασπατάλησης δημόσιας και ιδιωτικής, της πολιτικής μόχλευσης μιας κίβδηλης ευημερίας για το κράτος, τα κόμματα, τα νοικοκυριά και τα άτομα. Τώρα πληρώνουμε το τίμημα με το να εισπράττουμε ως ‘εξυγίανση’ μια πολιτική διαρπαγής του φυσικών και ανθρώπινων πόρων, του δημόσιου πλούτου, και ένα βίαιο ξεπάτωμα της οικονομικής και κοινωνικής φυσιογνωμίας της χώρας – μικρομεσαίας, με ήπιες ανισότητες, και υψηλό βαθμό ανεξαρτησίας των πολιτών της.
Η κίνηση αυτού του εκκρεμούς, όμως, μεταξύ φτηνού χρήματος και ακριβού χρέους, ψεύτικης ευημερίας και ραγδαίας φτωχοποίησης έχει και την εξωτερική της διάσταση: Η οικονομική δουλεία δεν πρόκειται να παραμείνει ως τέτοια, αλλά ήδη μετασχηματίζεται σε γεωπολιτική υποταγή· και εδώ θα καταρρεύσει και η τελευταία αυταπάτη της προηγούμενης περιόδου: Έτσι, με την ίδια κίνηση, ο φαντασιακός εθνομηδενιστικός ευρωπαϊσμός απειλεί να καταλήξει σε… πραγματικό νεο-οθωμανισμό!
Αυτό είναι το δράμα το οποίο παίζεται σήμερα με τις διαπραγματεύσεις για μια ‘γρήγορη λύση’ στο κυπριακό: Με τις μέριμνες για το περιουσιακό, το εδαφικό, τις εγγυήσεις, τις προβλέψεις για το πολίτευμα και την οικονομική πολιτική του νέου κράτους να φαντάζουν τόσο εξωφρενικές ώστε μόνον μια ερμηνεία να μπορεί να τις αντιμετωπίσει: Ότι αποτελούν επί της ουσίας την απόπειρα εγκαθίδρυσης ενός ασταθούς προτεκτοράτου υπό δυτικο-τουρκική κηδεμονία στην Ανατολική Μεσόγειο: Όπου η σημερινή ελληνοκυπριακή δημοκρατία υποβαθμίζεται σ’ ένα είδους ‘φόρου υποτελή κοινότητα’, ένα μόρφωμα που στην πραγματικότητα αποτελεί μια από τις πρώτες μετακρατικές ‘ηγεμονίες’ του 21ου αιώνα.
Ο δε Ερντογάν, πολύ ορθώς συνέδεσε τις εξελίξεις στο Κυπριακό –κατά την ομιλία του στο νέο, ‘μεταπραξικοπηματικό’ Συμβούλιο Ασφαλείας της Τουρκίας– με μιαν ευρύτερη εκστρατεία αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης: Μας υπενθυμίζει, αυτό που οι ελλαδικές και κυπριακές ηγεσίες είχαν ‘ξεχάσει’, θεμελιώνοντας μάλιστα σε αυτήν την λήθη το ελλαδικό και κυπριακό κατεστημένο των τελευταίων δεκαετιών: Ότι δηλαδή «Η Κύπρος δεν είναι μακριά», τουλάχιστον δεν είναι ‘μακριά’ για τον τουρκικό επεκτατισμό, που θέλει τώρα την Κύπρου και θέτει ζήτημα Θράκης, Αιγαίου, θα θέλει αύριο την Θράκη θέτοντας ζήτημα Αιγαίου και Θεσσαλονίκης κ.ο.κ.
Έτσι, αυτό που σήμερα προβάλλεται ως ‘λύση’ του κυπριακού δεν είναι τίποτα άλλο από μια πρώτη πράξη επιστροφής της άμεσης τουρκικής δικαιοδοσίας πάνω στον ελληνισμό: Αυτό που επιχειρεί η νεο-οθωμανική πολιτική είναι να αντιστρέψει σταδιακά τα αρνητικά γι’ αυτήν αποτελέσματα που προέκυψαν από τον αγώνα του ’55-’59 σε ό,τι αφορά στην Κύπρο, από την συνθήκη της Λωζάνης σε ό,τι αφορά στο Αιγαίο, από την εκστρατεία των Βαλκανικών πολέμων σε ό,τι αφορά στη Βόρειο Ελλάδα και την Ήπειρο. Προφανώς, απώτερο τέλος αυτής της στρατηγικής είναι η αναίρεση της Ελευθερίας σύσσωμου του ελληνισμού, που επιτεύχθηκε με την επανάσταση του 1821.
Αυτό το νόημα έχουν και οι αλλεπάλληλες δηλώσεις του περί Θράκης, Αιγαίου και Θεσσαλονίκης. Και για όποιον γνωρίζει τι συμβαίνει σήμερα στην Βόρειο Ελλάδα, είναι απολύτως σαφές ότι δεν πρόκειται περί ‘κούφιων δηλώσεων’ που πραγματοποιούνται για εσωτερική κατανάλωση, αλλά για μια στρατηγική που ήδη εφαρμόζεται υπόγεια και παράγει επιχειρήματα για τις τουρκικές διεκδικήσεις· εδώ και πάρα πολλά χρόνια, το τουρκικό προξενείο στην Κομοτηνή ως κράτος εν κράτει, ενώ σε ό,τι αφορά στην υπόλοιπη Βόρεια Ελλάδα βρίσκεται σε εξέλιξη μια εκστρατεία… τουριστικής διείσδυσης που επικεντρώνεται γύρω από την ανάδειξη/αξιοποίηση των οθωμανικών μνημείων στην Καβάλα, τις Σέρρες, τα Γιαννιτσά, την Θεσσαλονίκη – ακόμα και στα Ιωάννινα, με μικρότερη ακόμα ένταση: Επίκεντρο αυτής της στρατηγικής είναι η Θεσσαλονίκη και το υποτιθέμενο ‘σπίτι του Κεμάλ’ όπου προσέρχονται δεκάδες χιλιάδες επισκέπτες ετησίως για να «προσκυνήσουν» το μουσείο που είναι αφιερωμένο στον ιδρυτή του σύγχρονου τουρκικού κράτους και θύτη της γενοκτονίας του ελληνισμού της Μικράς Ασίας και του Πόντου, των Αρμενίων και των Ασσυρίων. Οι δε τοπικές κοινωνίες, με τις τοπικές αρχές να πρωτοστατούν, όπως συμβαίνει κατ εξοχήν στην περίπτωση του Δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη, υποδέχονται αυτό το κύμα ως ‘ευκαιρία για τουριστική ανάπτυξη’ και ‘αξιοποίηση’ μιας τοπικής κληρονομιάς [που στην πραγματικότητα αποτελεί μια ιστορία κατάκτησης και διαρπαγής από την οποία απελευθερωθήκαμε με δάκρια και αίμα].
Και πάλι ο Ερντογάν ήταν εκείνος που ξεκαθάρισε τα πράγματα, ώστε να μην έχουμε καμία αμφιβολία ότι αυτή η εκστρατεία για την προώθηση του πολιτιστικού τουρισμού στα οθωμανικά μνημεία συνδέεται αναπόσπαστα με τον τουρκικό επεκτατισμό: Με αφορμή την συμπλήρωση 93 χρόνων από την ίδρυση του τουρκικού κράτους, στις 28 Οκτωβρίου 2016, δήλωσε:
«Εγώ εδώ δίνω μάθημα ιστορίας […] Εγώ μίλησα για τη Λωζάννη και ενοχλήθηκαν. Γιατί; Τα νησιά που βρίσκονται μπροστά στη μύτη μας, το φωνάζω ήταν δικά μας τα νησιά αυτά. Σε αυτά τα νησιά έχουμε ιστορία μας, μνημεία μας, τζαμιά μας. Ακόμα ενοχλούνται όταν τα λέμε. Γιατί;»
Στη δε Θεσσαλονίκη, η πολιτική αυτή φαίνεται να αποδίδει καρπούς. Στ’ όνομα της τουριστικής προσόδου, συντελείται εδώ και μερικά χρόνιο μια σταδιακή διολίσθηση σε καθεστώς πολιτικής αυτολογοκρισίας, ή χειρότερα, στην ταύτιση της τοπικής εξουσίας με την εκστρατεία ιστορικού αναθεωρητισμού που επιχειρεί ο τουρκικός επεκτατισμός. Έτσι, στις 26 Οκτωβρίου του 2016, ανήμερα της επετείου απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης, ο δήμαρχός της, Γιάννης Μπουτάρης που βρισκόταν σε επίσκεψη στην γειτονική χώρα για να προωθήσει την υπόθεση της ακτοπλοϊκής σύνδεσης Θεσσαλονίκης-Σμύρνης, δήλωσε στην εφημερίδα  Χουριέτ:
«Έχουμε δημιουργήσει έναν μύθο για τον Κεμάλ Ατατούρκ ότι ήταν φονιάς. Τώρα, αυτό που λέω στους πολίτες είναι ότι δεν με ενδιαφέρει αν ο Κεμάλ Ατατούρκ ήταν φονιάς ή όχι. Δεν με ενδιαφέρει αν ήταν καλός ή όχι […] Αυτό που με ενδιαφέρει είναι ότι όπως οι Έλληνες επισκέπτονται την Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τη Σαμψούντα και την Τραπεζούντα και αποτείνουμε σεβασμό στη γη των προγόνων μας. Έτσι και οι Τούρκοι έχουν το ίδιο συναίσθημα για τον Κεμάλ Ατατούρκ. Είναι ο πατέρας της Τουρκίας. Θέλουν να έλθουν να επισκεφτούν τη γενέτειρά του. Επομένως, θα σας δώσω την ευκαιρία αυτή. Όσο οι Τούρκοι έρχονται εδώ, ο λαός της Θεσσαλονίκης θα δει ότι οι Τούρκοι δεν θέλουν να μας σκοτώσουν και ότι δεν θέλουν πόλεμο. Νοιώθουν ότι είναι πολύ κοντά ο ένας στον άλλον και ότι τα πράγματα αμβλύνονται. Στη Θεσσαλονίκη υπάρχει μία διαφορετική ατμόσφαιρα τώρα».
Τι κι αν η δήλωσή του περί ‘μύθου’ του σφαγέα Ατατούρκ (γενοκτόνου της Μικράς Ασίας και εμπνευστή του… Χίτλερ) έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την απόφαση της Ελληνικής Δημοκρατίας να αναγνωρίσει και επίσημα την Γενοκτονία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας; Το μέτρο της πολιτικής ορθότητας για την τοπική εξουσία της Θεσσαλονίκης, δεν προσδιορίζεται πλέον από τους άξονες που έχει θέσει η ελληνική πολιτεία αλλά από τον τζίρο της τουριστικής διείσδυσης που επιχειρείται.
Την ίδια στιγμή, σε ό,τι αφορά στο Αιγαίο, και ιδίως στα νησιά που συνορεύουν με την Τουρκία, οι μέθοδοι της νεο-οθωμανικής επέκτασης είναι λιγότερο βελούδινες. Εκεί έχουμε να κάνουμε με τον ανοιχτό εκβιασμό του προσφυγικού ζητήματος, όπου το τουρκικό κράτος απειλεί την Ελλάδα και την Ε.Ε. να ακυρώσει εν τοις πράγμασι την περίφημη συμφωνία για το πάγωμα των προσφυγικών εισροών στην χώρα μας: Κι αν ο εκβιασμός απέναντι στην Ε.Ε. έχει ως αντικείμενο την συνέχιση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, απέναντι στην Ελλάδα, σχετίζεται άμεσα με τις διαπραγματεύσεις στο Κυπριακό, και σε δεύτερο χρόνο θα επανέλθει σε ό,τι αφορά στις διεκδικήσεις στο Αιγαίο, τις γκρίζες ζώνες κ.ο.κ.
Τέλος, υπάρχει και το ζήτημα της Ηπείρου· εκεί η τουρκική στρατηγική ενορχηστρώνεται υποδαυλίζοντας τις αλβανικές διεκδικήσεις περί Τσάμικου: Μέσα από την προώθηση των αλβανικών διεκδικήσεων επιχειρείται η σχετικοποίηση της ελληνικής κυριαρχίας στην Ήπειρο, και η εγκατάσταση μουσουλμανικών πληθυσμών στο εσωτερικό της, προκειμένου να εξελιχθούν στο μέλλον σε ιμάντες μεταβίβασης της τουρκικής δικαιοδοσίας στην περιοχή. Για την εμπλοκή του Ερντογάν στις ελληνο-αλβανικές σχέσεις και την μόχλευση του ζητήματος των Τσάμηδων είχε μιλήσει προ μηνός περίπου [23/10/2016] στην εφημερίδα Καθημερινή, ο αντιπρόεδρος της αλβανικής βουλής, και πρόεδρος του Κόμματος Ένωσης Ανθρώπινων Δικαιωμάτων, Βαγγέλης Ντούλες:
«Διαθέτουν χρήμα, εξαγοράζουν ψήφους και βέβαια έχουν τη στήριξη της Τουρκίας. Μην ξεχνάτε ότι ο Ερντογάν κατά την επίσκεψή του στα Τίρανα, πέρα από την κυβερνητική και πολιτειακή ηγεσία, τον μόνο ηγέτη κόμματος που είδε ήταν ο Ιντρίζι», λέει στην «Κ» με νόημα ο Βαγγέλης Ντούλες επισημαίνοντας, όσον αφορά τον ρόλο της Τουρκίας στις χειμαζόμενες ελληνοαλβανικές σχέσεις, την καταγγελία πριν από λίγες μέρες του τέως πρωθυπουργού Σαλί Μπερίσα, ότι μια τρίτη ξένη δύναμη ήταν αυτή που τορπίλισε τη συμφωνία για την ΑΟΖ. Απλώς φωτογράφιζε τον Ερντογάν.
Όσο για τον βαθμό της εμπλοκής των Νεο-οθωμανών στην εσωτερική πολιτική ζωή της Αλβανίας, πέραν του γεγονότος ότι αποτελούν βασική εγγυήτρια δύναμη του κοσσοβάρικου κρατιδίου, και διατηρούν ταυτόχρονα ναυτική βάση στο Δυρράχιο, είναι χαρακτηριστικό ότι έχουν φτάσει ακόμα και στο σημείο να… ‘ντύνουν’ τους Αλβανούς αστυνομικούς, με… πανομοιότυπες στολές με εκείνες της τουρκικής ασυτυνομίας! Το περιστατικό, δεν αποτελεί μόνον ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα του βαθμού της διείσδυσης που έχουν επιτύχει οι Νέο-οθωμανοί στο Αλβανικό κράτος, αλλά διατηρεί και πολύ έντονους ιστορικούς συμβολισμούς, καθώς θέλει να σηματοδοτήσει την ολική επαναφορά της ‘ειδικής σχέση’ που διατηρούσαν οι Τουρκαλβανοί με την Υψηλή Πύλη καθ’ όλη την διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τους όρους του 21ου αιώνα βέβαια.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Πολύ απλά, με τον ίδιο τρόπο που οι «φούσκες» της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, ο οικονομικός παρασιτισμός, το πελατειακό κράτος, το φαύλο πολιτικό σύστημα ‘έσκασαν’ το 2010 –οδηγώντας τη χώρα σε καθεστώς ξένης επιστασίας από την Γερμανική Ευρώπη, έτσι και τώρα ‘σκάει’ η «γεωπολιτική φούσκα» που είχε οικοδομήσει η κυριαρχία των εθνομηδενιστών στην ελληνική εξωτερική πολιτική, στα ΜΜΕ και τα πανεπιστήμια. Οι πρόσφατες εξελίξεις στο μέτωπο των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό, δίνουν το σήμα ότι όλες αυτές οι αρνητικές εξελίξεις έχουν ωριμάσει και τείνουν να παράγουν πλέον διπλωματικό αποτέλεσμα: Το νέο κυπριακό μετα-κρατικό μόρφωμα που συζητείται στις διεθνείς διαπραγματεύσεις προορίζεται να αποτελέσει ‘πιλότο’ για την γενικευμένη εφαρμογή του πάνω σε ολόκληρο τον ελληνισμό τα επόμενα χρόνια. Οι όροι πάνω στους οποίους θα πατήσει αυτή η ‘γενίκευση’ του κυπριακού μοντέλου, προετοιμάζονται σταδιακά αλλά σταθερά ήδη από σήμερα.
Σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να γίνουμε απολύτως ρεαλιστές: Σε αντίθεση με τα όσα  ισχυρίζονται οι «υπερθεματιστές» μιας συμφωνίας στο Κυπριακό, με προεξάρχοντα τον πρόεδρο Αναστασιάδη, ένα «ΟΧΙ» στην λύση που προετοιμάζεται θα οδηγήσει σε ‘πάγωμα’ αυτής της πολυπλόκαμης στρατηγικής που περιγράψαμε· και υπ’ αυτήν την έννοια θα λειτουργήσει σωτήρια για όλο τον ελληνισμό – έστω κι αν υπάρξουν κάποιοι πρόσκαιροι διπλωματικοί μικρο-κλυδωνισμοί που θα συνοδεύονται από τα απαραίτητα ‘γαυγίσματα’ των Νέο-Οθωμανών. Όλα αυτά είναι πολύ πιο ελέγξιμα από ελληνικής πλευράς, σε σχέση με τους ασκούς του Αιόλου που θα ανοίξουν στο ενδεχόμενο μιας διπλωματικής επιτυχίας της Άγκυρας στο Κυπριακό μέτωπο. Διότι τότε, θα έχει συντελεστεί η πρώτη πράξη του γεωπολιτικού νεο-οθωμανικού μνημονίου.
Σήμερα η Κύπρος, λοιπόν, αύριο όλη η Ελλάδα.
Άρδην 

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Η αλαζονεία της φιλελεύθερης ελίτ


Παρά την σαφή ιδεολογική σύγχυση του συγγραφέα του άρθρου, οι επισημάνσεις του αποκαλύπτουν την φενάκη, αλλά και τα αδιέξοδα του φιλελευθερισμού.
ΔΕΕ  

Η αλαζονεία της φιλελεύθερης ελίτ 
του Μάριου Νοβακόπουλου

Ολόκληρος ο δυτικός κόσμος βρίσκεται σε μία κρίσιμη φάση μεταβολής και σε μία σκληρή διελκυστίνδα μεταξύ παγκοσμιοποίησης και εθνικισμού. Χρειαζόμαστε φωνές σωφρόνων φιλελευθέρων, ευρωπαϊστών και προοδευτικών να επισημαίνουν την άλογη οργή και τα αισχρά ψεύδη που ενίοτε ευδοκιμούν στον αντιδραστικό χώρο και να δίνουν την προοπτική της ήπιας, δημοκρατικής προσαρμογής του κόσμου με σεβασμό στις ευαισθησίες όλων.

Είναι πλέον κανόνας και έθιμο: όποτε κάποια ψηφοφορία στο δυτικό κόσμο δεν συνάδει με το αφήγημα και τις επιθυμίες της άρχουσας τάξης, ξεκινάει η ίδια σειρά διαμαρτυριών. Έγκυρες εφημερίδες, ευυπόληπτοι τηλεοπτικοί σταθμοί, περισπούδαστοι ακαδημαϊκοί και πολύπειροι δημοσιογράφοι θα καταγγείλουν, θα κατακεραυνώσουν και θα στηλιτεύσουν τον λαϊκισμό, επιρρίπτοντας σοβαρές ευθύνες όχι μόνο στους λαοπλάνους δημαγωγούς, αλλά και στο εκλογικό σώμα. Το είδαμε στις ελληνικές εκλογές και το δημοψήφισμα, στο Brexit, τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές ή τις εκλογές των γερμανικών κρατιδίων. Οι άνθρωποι που στήριξαν τον Bernie Sanders, τον ΣΥΡΙΖΑ και τους Podemos στα αριστερά ή τον Donald Trump και το AfD στα δεξιά δέχονται σφοδρές κατακρίσεις.

Βασικός άξονας της συστημικής κριτικής στην αντισυστημική ψήφο είναι η επίθεση στο διανοητικό και μορφωτικό επίπεδο των ψηφοφόρων. Είναι οι σεξιστές, ρατσιστές Λευκοί rednecks που έστειλαν τον Trump στην προεδρία των ΗΠΑ, οι καθυστερημένοι χωριάτες που ψήφισαν για την έξοδο της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ και οι φοβικοί μικροαστοί που ενδυναμώνουν τα εθνικιστικά κόμματα. Οι οπισθοδρομικοί, οι ανίδεοι, οι αδαείς και απληροφόρητοι, αυτοί που δεν έχουν κριτική σκέψη, που ενίοτε είναι απλώς κακοί άνθρωποι γεμάτοι μίσος. Στον αντίποδα οι κριτές συνθέτουν ελεγείες για την μικρή, έξυπνη, μορφωμένη και κοσμοπολίτικη μειοψηφία τους, που νιώθει να ασφυκτιά μέσα σε μία θάλασσα από φανατικούς (στην ελληνική μορφή του φαινομένου συνοδεύονται από τις κλασσικές ρήσεις «Δεν περάσαμε Διαφωτισμό-Πότε θα γίνουμε επιτέλους Ευρώπη»).

Είναι αυτή η κριτική επί της αρχής και αφ’ εαυτή άδικη; Όχι. Η διαπίστωση πως ο πολύς λαός δεν έχει πάντα δίκιο, άγεται από τα πάθη του και εξαπατάται εύκολα στηρίζεται από πλείστα ιστορικά παραδείγματα. Και τώρα το βλέπουμε αυτό, στους ηλικιωμένους που ακόμη σκέπτονται πολιτικά με βάση τους διχασμούς του Εμφυλίου, τις γυναίκες που επέλεξαν Τσίπρα γιατί ήταν «γλυκό και ωραίο παιδί», εκείνους που ψήφιζαν για δεκαετίες βάσει οικογενειακής δυναστείας (Καραμανλής, Μητσοτάκης, Παπανδρέου) ή άλλους που στηρίζουν Χρυσή Αυγή μόνο και μόνο για το σαματά και την αναστάτωση που προκαλεί. Και φυσικά γνήσιοι ρατσιστές, νεοναζί και λοιποί ακραίοι αποτελούν τμήμα (έστω και μικρό) όλων των δεξιών εθνικιστικών και ευρωσκεπτικιστικών κινημάτων της εποχής μας.

Το πρόβλημα όμως είναι πώς η ελίτ τώρα αντιλήφθηκε τον λαϊκισμό και την άγνοια. Όταν επί δεκαετίες οι ίδιοι άνθρωποι στήριζαν σταθερά τα κόμματα του κατεστημένου και πίστευαν σε ό,τι έλεγαν τα ΜΜΕ, όλα έβαιναν καλώς. Επικρατούσε η νηφαλιότητα και το δημοκρατικό πνεύμα μέχρι που ξαφνικά ο κόσμος λοβοτομήθηκε και τρελάθηκε. Αυτή η «συμφορά» συνέβη τη στιγμή που η ελίτ άρχισε να νιώθει πως απειλείται η εξουσία της. Η αγανάκτηση των πεφωτισμένων «παιδαγωγών» μας ήρθε μόνο όταν οι μάζες αποφάσισαν πως δεν τους εμπιστεύονται πλέον. Έχουν άδικο για αυτήν δυσπιστία και αυτήν την αγανάκτηση; Όχι φυσικά. Επί μακρόν, την εποχή των «παχιών αγελάδων» και της μαγικής παγκοσμιοποίησης, το σύνολο σχεδόν του πολιτικού προσωπικού και των ΜΜΕ, σε στρατευμένη υπηρεσία για την προώθηση των συντεχνιακών, ταξικών και ιδεολογικών τους συμφερόντων και χωρίς κανένα ενδιαφέρον για τη μόρφωση και ανύψωση του λαού, πλημμύρισαν την κοινωνία με ψεύδη, μονόπλευρες αναλύσεις, προπαγάνδα, παροχολογία, τρομολαγνεία την ίδια στιγμή που απέκρυπταν ή διαστρέβλωναν σημαντικά γεγονότα. Ψέγουν τα εναλλακτικά blogs για την προπαγάνδα και την παραπληροφόρηση που (όντως συχνά) κάνουν, τη στιγμή που τα ίδια τα καθεστωτικά ΜΜΕ είναι αξεπέραστοι πρωταθλητές του είδους.

Για αυτό και η κριτική τους είναι τόσο αποσπασματική και υποκριτική σήμερα. Οι Λευκοί εργάτες και αγρότες του Βορρά των ΗΠΑ (που είχαν ψηφίσει Obama το 2012-καλές εποχές) περιφρονούνται ως «white trash» και «basket of deplorables» για τη στήριξη τους στον Trump. Οι φτωχοί Μαύροι και Ισπανόφωνοι που στήριξαν Clinton είναι μήπως πιο μορφωμένοι; Οι γηγενείς Ευρωπαίοι είναι αφελείς που πιστεύουν τους αριστερούς ή ευρωσκεπτικιστές δημαγωγούς ενώ οι μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς που ψηφίζουν σοσιαλδημοκρατία είναι τέρατα πολιτικής διανοίας; Φθάσαμε στο σημείο να καταγγέλλεται ο σύγχρονος εθνολαϊκισμός για την έλευση μίας «post-truth» και «post-facts» εποχής από τους ανθρώπους που είχαν κάνει την παραπληροφόρηση και τη δημαγωγία επάγγελμα. Η ίδια η δημοκρατία υμνείται μεν ως το αρτιότερο πολίτευμα αλλά μόνο όταν βγάζει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Απορρίπτονται τα δημοψηφίσματα γιατί «ο κοσμάκης δεν ξέρει» όμως όταν τα αποτελέσματα είναι υπέρ τους… ξαφνικά υμνείται το οξύ λαϊκό αισθητήριο. Διαλαλείται στερεοτυπικά και σε ατέρμονη επανάληψη το «έλλειμμα παιδείας» δίχως να αντιλαμβάνονται πόσο λαϊκίζουν: ανάμεσα στο τι θεωρεί κάθε μία κοινωνική και αξιακή ομάδα «καλή παιδεία» υπάρχει άβυσσος διαφορών και διαφωνιών. Ακόμη και η εκπαίδευση που έχει λάβει η ελίτ σε θέματα οικονομίας, πολιτικής επιστήμης και κοινωνικής δεοντολογίας δεν είναι ούτε αγνή ούτε ουδέτερη: αντιθέτως αποσκοπεί στην εμπέδωση και διάδοση συγκεκριμένων ιδεολογιών, που με τη σειρά τους αποτελούν το εποικοδόμημα ενός συγκεκριμένου συστήματος εξουσίας και κυριαρχίας.

Από το κίνημα του σύγχρονου εθνολαϊκισμού και της εναντίωσης στην παγκοσμιοποίηση δεν λείπει το ψέμα, η δημαγωγία και ο φανατισμός. Όμως οι φιλελεύθεροι αδυνατούν να καταλάβουν τα προβλήματα που οδηγούν στην εξέγερση των πολιτών και να αντιληφθούν τις ανησυχίες και τον τρόπο σκέψης της αγχωμένης, απογοητευμένης και οργισμένης μεσαίας τάξης. Την υβρίζουν σκαιά, μετά εκπλήσσονται που τους καταψηφίζει και ύστερα της επιτίθενται σκαιότερα αναμένοντας να μετανοήσει (ο ορισμός της παράνοιας είναι να κάνει κανείς το ίδιο πράγμα περιμένοντας διαφορετικό αποτέλεσμα). Ακόμα και όταν δείχνουν να συλλαμβάνουν τα βασικά σημεία της λαϊκής αγανάκτησης, απλά ζητούν από τον κόσμο …εμπιστοσύνη και κατανόηση, να αλλάξει γνώμη και να συνεχίσει να βαδίζει στο δρόμο τους, υποσχόμενοι ίσως κάποια μεταρρύθμιση. Ωσάν να μην είναι ήδη γνωστό πως ο μοναδικός τρόπος η εξουσιαστική ολιγαρχία να εξυγιανθεί είναι να νιώσει στα νώτα της την καυτή ανάσα της έξαλλης κοινωνίας.

Φυσικά θα ήταν αντίστοιχα υποκριτικό από τη μεριά του γράφοντος ενώ κατηγορεί τις γενικεύσεις και τον σνομπισμό των φιλελευθέρων, αντίστοιχα να τους κατατάσσει όλους στο ίδιο «τσουβάλι» της έπαρσης και του παρωπιδισμού. Δεν λείπουν φιλελεύθερες φωνές συγκροτημένες και σοβαρές. Όμως τα χαρακτηριστικά της έπαρσης και του «σουσουδισμού» είναι δυστυχώς πολύ έντονα και διαδεδομένα, ιδίως στο δημόσιο λόγο και τα φιλελεύθερα-προοδευτικά ΜΜΕ. Και αυτή η αδυναμία αντίληψης οφείλεται όχι μόνο σε ιδεολογική εμμονή αλλά και στις συνθήκες της ζωής. Συνήθως αυτοί οι άνθρωποι προέρχονται από τα ανώτερα στρώματα. Έχουν αρκετά καλές σχέσεις με το πολιτικό και επικοινωνιακό προσωπικό του καθεστώτος. Ζουν στα ανεπτυγμένα προάστια ή σε άλλες ευκατάστατες περιοχές (όχι ιδιαίτερα πολυπολιτισμικές), είναι συνήθως οικονομικά εξασφαλισμένοι και έχουν λάβει ανώτερη εκπαίδευση. Δεν έχουν τα ίδια βιώματα και τα ίδια κοινωνικά συμφέροντα, συνεπώς δεν μπορούν να αφουγκρασθούν και να συλλάβουν τη σκέψη των λαϊκών στρωμάτων.

Ολόκληρος ο δυτικός κόσμος βρίσκεται σε μία κρίσιμη φάση μεταβολής και σε μία σκληρή διελκυστίνδα μεταξύ παγκοσμιοποίησης και εθνικισμού. Χρειαζόμαστε φωνές σωφρόνων φιλελευθέρων, ευρωπαϊστών και προοδευτικών να επισημαίνουν την άλογη οργή και τα αισχρά ψεύδη που ενίοτε ευδοκιμούν στον αντιδραστικό χώρο και να δίνουν την προοπτική της ήπιας, δημοκρατικής προσαρμογής του κόσμου με σεβασμό στις ευαισθησίες όλων. Αυτό όμως απαιτεί ριζική αλλαγή πορείας. Αν θέλει ο χώρος αυτός να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των μαζών, πρέπει να τις σεβαστεί και να απευθυνθεί σε αυτές όχι με έπαρση και συμπλέγματα ανωτερότητας, αλλά με ταπείνωση, ειλικρίνεια και ενδιαφέρον. Αν συνεχίσει στην ίδια πορεία και εκείνος θα απαξιωθεί και το πολιτικό σύστημα θα βυθιστεί ακόμα περισσότερο στην ανυποληψία και τον εκφυλισμό.

Περιοδικό Η ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ




Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Το παλικάρι από την Αρκαδία


Ένα από τα μεγαλύτερα λαμόγια της μεταπολίτευσης που μπροστά του ο Τσοχατζόπουλος είναι παιδάκι του κατηχητικού....
ΔΕΕ  

Το παλικάρι από την Αρκαδία

Μιχάλης Τριανταφυλλίδης

Βλέπω από το Σάββατο το πρωί να αναπαράγεται παντού μια χυδαία, πολιτικά και ηθικά, δήλωση του Κώστα Λαλιώτη, κατ’ εξοχήν δολιοφθορέα, κατά τη δεκαετία του 1990, του δημόσιου βίου και κυρίως των δημοσιονομικών της χώρας. Επειδή διάφoροι γύρω γύρω ντρέπονται να μιλήσουν, θα τα πω εγώ.

Ο εν λόγω πολιτικός, μόνιμος ιντριγκαδόρος και διαδρομιστής και ποτέ σε φανερές αντιπαραθέσεις, βγήκε να διαψεύσει, δήθεν, ενημερώνοντάς μας ότι όχι μόνον εισηγήθηκε, αλλά και επιμένει, στην απομάκρυνση του Βενιζέλου και ότι το ΠΑΣΟΚ πρέπει να κινηθεί προς το συριζομάγαζο.

Δυστυχώς, κανένας έως σήμερα δεν βγάζει άχνα για την πολιτεία του κυρίου, στο υπουργείο που μοίραζε τα έργα…

Ο Σαρίκ Τάρα, ιδρυτής της περίφημης ΕΝΚΑ, κατασκευαστικού μεγαθηρίου της Τουρκίας, εκ των μεγαλύτερων του κόσμου (για το 2014 πρώτη εταιρεία στην καταβολή φόρων, στη λίστα τιμής των Τούρκων επιχειρηματιών, με περισσότερα από 150 εκατομμύρια δολάρια), πριν από πολλά χρόνια κάθισε και, μέσα σε λίγη ώρα, υπολόγισε το κόστος και τη διάρκεια ενός έργου της Εγνατίας, που του παρουσιάσθηκε, με τα πραγματικά του στοιχεία…

Εάν απ’ αυτό το έργο δεν τελειώσω και δεν φύγω στους έξι μήνες θα χάσω χρήματα, είχε πει. Κι όμως, αυτό και άλλα τόσα έργα, εκείνη την εποχή, έμπαιναν στο περίφημο ανεκτέλεστο υπόλοιπο των κατασκευαστικών.

Σε εκείνο το κλίμα, ο εν λόγω, έπαιζε ως καισαρίσκος. Στο μεταξύ, την εποχή του εκατομμύρια ευρώ πήγαν περίπατο και εξαφανίστηκαν από την αγορά, για να αγοράζουν χαρτιά, στην κυριολεξία χαρτιά, φαληρημένων και καταχρεωμένων μαγαζιών, για να μπορέσουν κάποιοι άφρονες να εισαχθουν στη Ζ΄τάξη και να μην ξανασηκωθούν ποτέ από τότε και μετά. Αποτέλεσμα, το σύνολο του κλάδου κατακρημνίσθηκε και ακόμη τρέχουμε, με τους πιερότους του, που λυμαίνονται το χώρο των κατασκευών και των μηχανικών.

Για τόσους και τόσους μίλησαν, σχεδόν όλοι οι πασόκοι, με τρόπο απαξιωτικό, ακόμη και για κάποιους που δεν το άξιζαν αυτό. Αλλά το «θείο βρέφος» ακόμη είτε το κανακεύουν είτε το τρέμουν... Γιατί άραγε; Υπάρχει πιθανότητα να υπάρχει κρυμμένες φωτογραφίες με γκεσταπίτες για χρήση του κάθε μηχανορράφου;




Η μαύρη επέτειος...


Κάπως καθυστερημένα το ανακάλυψα, αλλά είναι πολύ ενδιαφέρον το σκεπτικό με το οποίο ζητάει  να καταργηθεί ο "εορτασμός" του πολυτεχνείου.  
ΔΕΕ    

Ο "εορτασμός" της 17ης Νοεμβρίου, κάποια στιγμή, πρέπει να καταργηθεί. Δεν είναι δυνατόν να δίνεται κάθε χρόνο μία καθιερωμένη αφορμή σε κάποιους αντιεξουσιαστές (;) και -τάχα- μαχητές για το δίκιο του λαού, να καταστρέφουν την Αθήνα και όχι μόνο.

Ολόκληρη η Ελλάδα στενάζει, τουλάχιστον άπαξ ετησίως, όταν γιορτάζοντας το απόλυτο τίποτε, δίνεται η "επίσημη" ευκαιρία σε κάποιους αλλόφρονες και ψυχολογικά καταπιεσμένους να προβούν σε βιαιότητες, σε βαναυσότητες και έτσι, να ισχυρίζονται πως γιορτάζουν την ... δημοκρατία!

Πώς, όμως, κάποιοι νομιμοποιούνται να αφανίζουν τα πάντα στο πέρασμά τους; Μήπως, τελικά, είναι το κράτος αυτό που φέρει ακέραιη την ευθύνη; Μήπως είναι "μέθοδος διακυβέρνησης" οι ελεγχόμενες αναταραχές και η φαινομενική αστάθεια; Μήπως όλα αυτά είναι ένας καλός τρόπος προκειμένου να παραπλανηθεί η κοινή γνώμη και να ασχολείται με ζητήματα ήσσονος σημασίας, παραβλέποντας τα κρίσιμα και σημαντικά;

Ποια είναι η δημοκρατία που γιορτάζουμε; Μήπως είναι το πολίτευμα των ξενόφερτων κομμάτων και των υπαλλήλων τους, που μονοπωλούν την εξουσία; Μήπως είναι οι προδότες πολιτικάντηδες που πωλούν μισοτιμής την Πατρίδα μας και μετατρέπουν ξεδιάντροπα και με θράσος το "ΟΧΙ" στην λιτότητα του 65% του λαού, σε δουλικό και ταπεινωτικό "ναι" επειδή εξυπηρετεί κάποιους κοτσαμπάσηδες;

Πού υπάρχει δημοκρατία σήμερα; Όποιος μπορεί, ας ονομάσει ένα κράτος όπου το πολίτευμα ή/και το καθεστώς κυβερνά προς όφελος του λαού. Γιατί αυτό είναι η δημοκρατία των αρχαίων προγόνων μας και όχι το σημερινό μπάχαλο που εισάγαμε στην ζωή μας από την Δύση.

Όλοι γνωρίζουμε τις απαντήσεις των παραπάνω ερωτημάτων, αλλά οι περισσότεροι δεν φαίνονται διατεθειμένοι να κάνουν κάτι για αυτό. Όλοι παραπονούνται, αλλά κανείς δεν δαπανάει ούτε μισό δευτερόλεπτο από την ρουτίνα του προκειμένου να αλλάξει κάτι.

Τελικά, θέλουμε να αλλάξει η ζωή μας ή απλά αποδεχθήκαμε μία μοίρα, που ενώ ισχυριζόμαστε πως μας την επέβαλλαν, την έχουμε διαλέξει, αλλά και την διαλέγουμε κάθε στιγμή;

Η απάντηση και πάλι είναι αυστηρώς προσωπική για τον καθένα μας..
.


http://voloudakis.blogspot.gr/2016/11/blog-post_19.html


Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2016

Περί λαϊκισμού και «λαϊκισμού»


Περί λαϊκισμού και «λαϊκισμού»

Εδώ και μήνες, και κυρίως από την Τετάρτη το πρωί με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, ακούμε συνεχώς για την «άνοδο του λαϊκισμού». Οι Έλληνες πολιτικοί αρχηγοί ξορκίζουν επανειλημμένως τον «λαϊκισμό», ενώ στην Ευρώπη στιγματίζεται ως «λαϊκισμός» οτιδήποτε δεν αποδέχεται αυτονόητα τη φιλελεύθερη συναίνεση ως ιερή.
Το βασικό πρόβλημα της φιλελεύθερης συναίνεσης που… τα είδε όλα με τις εκλογές στις ΗΠΑ είναι, κατά τη γνώμη του γράφοντος, ότι καταλήγει εντελώς απολιτίκ ακριβώς επειδή χρησιμοποιεί τη λέξη «λαϊκισμός» ως εργαλείο.
Όταν κατηγορείς τους άλλους επί «λαϊκισμώ», ουσιαστικά τους αφαιρείς με αλαζονεία το δικαίωμα να έχουν πολιτικές απόψεις: αυτή είναι η εγειρόμενη αξίωση. Δεν έχουν πραγματικές πολιτικές απόψεις, έχουν μόνο ψεύδη και θωπεύσεις αφτιών, άρα την μόνη πολιτική άποψη (αφού οι άλλες είναι λαϊκιστικές…) την έχεις εσύ: οι άλλοι λένε εύκολα ψέμματα, ενώ εσύ λες σκληρές αλήθειες–το σχήμα είναι πραγματικά παιδαριώδες. Η εγειρόμενη αξίωση είναι ότι «ο μόνος τρόπος είναι ο δικός μου τρόπος», η επιτομή του There Is No Alternative. Φυσικά, μια τέτοια οπτική είναι εν τέλει εντελώς απολιτίκ, αφού αφαιρεί την ίδια την πολιτική αντιπαράθεση από την πολιτική αρένα: σε προσεκτική εξέταση, προκαλεί θυμηδία όταν παρουσιάζεται ως η κατ’ εξοχήν διεκδίκηση της ίδιας της πολιτικής (από τα νύχια των «ψευτών δημαγωγών»).

Τι ακριβώς είναι ο λαϊκισμός;

Ο λαϊκισμός μπορεί να οριστεί με δύο κυρίως τρόπους:
Α) Κακώς θεωρείται ως συνώνυμο στην καθημερινή γλώσσα με τη «δημαγωγία», δηλαδή με τα ευχάριστα ψεύδη. Μα τότε, δεν είναι λαϊκιστής/δημαγωγός ο Μπαράκ Ομπάμα που πούλησε «Ελπίδα»; Δεν είναι λαϊκιστές/δημαγωγοί το δίδυμο Μητσοτάκης και Τσίπρας, που λένε ότι το Μνημόνιο απλώς το εφαρμόζεις σωστά και μετά βγαίνεις στην ανθογεμή ανάπτυξη; Δεν είναι λαϊκιστής/δημαγωγός ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντ. Τουσκ που δήλωσε ότι με το Brexit θα… τελειώσει ο δυτικός πολιτισμός; (Αν είναι ποτέ δυνατόν!) Ποιος ορίζει τι είναι ψευδές και τι αληθές στην πολιτική; Αν η απάντηση σε αυτό είναι «τα πραγματολογικά δεδομένα», τότε έχουμε κάποια άσχημα για τους κατ’ επάγγελμα αντι-λαϊκιστές πολιτικούς, τους αυτόκλητους υπερασπιστές του ορθολογισμού.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι δεν πάμε μακριά με την κατανόηση του λαϊκισμού ως «δημαγωγίας».
Β) Ο δεύτερος είναι ο καίριος, είναι ο συνήθης επιστημονικός ορισμός του λαϊκισμού: κάθε σχήμα που αντιπαραθέτει τον «λαό», όπως κι αν ορίζεται αυτός, στις «ελίτ».
Οπότε, (αφ’ ενός ο γράφων είναι σαφώς λαϊκιστής, αφού θεωρεί απλώς λανθασμένη κάθε πολιτική ανάγνωση που δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της πως υφίσταται αντιπαράθεση λαού-ελίτ όπως κι αν ορισθούν, ενώ αφ’ ετέρου) ακριβώς αυτή η χρήση της λέξης «λαϊκισμός» γίνεται όπλο ώστε να ποινικοποιηθεί πολιτικά η ταυτοποίηση των ελίτ ως τέτοιων, κάτι που είδαμε κατ’ εξοχήν τώρα στην Αμερική. Η ίδια η διαπίστωση πως υφίστανται ελίτ συνιστά, κατ’ αυτές, «λαϊκισμό», δηλαδή απαγορευμένον πολιτικό καρπό.
Ό,τι τίθεται έξω από αυτήν την παντομίμα πολιτικής, καταδικάζεται ως «λαϊκισμός» ακριβώς επειδή αναγνωρίζει ως υπαρκτή την συναίνεση αυτήν και την πολιτική της και αντιτίθεται σε αυτήν.
Υπάρχει μια (ακραιο)κεντρώα φιλελεύθερη συναίνεση, κυρίως στην Αμερική αλλά και στα καθ’ ημάς ευρωπαϊκά τε και ελλαδικά. Έχουμε τον χώρο όπου οι «αντίπαλες» μεν, αλλά «δημοκρατικές/συναινετικές/ορθολογικές» δυνάμεις συνεννοούνται και, σε όλα τα πραγματικά μεγάλα ζητήματα, ασκούν ενιαία πολιτική–αφήνοντας την πολιτική αρένα για τα ελάσσονα.
(Εδώ σημειώνεται ότι αυτή η πολιτική μετά τη μεγάλη κρίση δεν είχε την αυτονόητη συναίνεση ολόκληρου του μεσοστρώματος, όπως την είχε σαφώς παλαιότερα, οπότε και δούλευε η συνθήκη αυτού του υπόρρητου πολιτικού συμβολαίου.)
Ό,τι τίθεται έξω από αυτήν την παντομίμα πολιτικής, καταδικάζεται ως «λαϊκισμός» ακριβώς επειδήαναγνωρίζει ως υπαρκτή την συναίνεση αυτήν και την πολιτική της και αντιτίθεται σε αυτήν. Οπότε, η «λύση» στον «λαϊκισμό» είναι η ενίσχυση των «συναινετικών». Έτσι, στην Χίλαρυ Κλίντον το είδαμε αυτό ως τεθειμένο στόχο. Προσπάθησε δηλαδή να δημιουργήσει η ίδια το πρόβλημα, για το οποίο μετά θα αυτοπαρουσιαζόταν ως η αυτονόητη και επείγουσα λύση του (κάτι, βέβαια, που τελικά απέτυχε…).
Η Κλίντον στόχευε ρητώς στη ριζοσπαστικοποίηση των ρεπουμπλικανών υποψηφίων, ώστε να ηττηθούν πιο εύκολα στις προεδρικές εκλογές. Δηλαδή, στο να υπάρχει ένας «λαϊκιστικός μπαμπούλας», στον οποίο η Κλίντον να αποτελεί την μόνη και αναγκαία και επείγουσα θεραπεία. Ένα αυτοπαρουσιαζόμενο ως «έμπειρο, υπεύθυνο, ορθολογικό» πολιτικό κέντρο που θα προστατεύσει το κράτος από τα «νύχια των άκρων». Το πρόβλημα είναι ότι, παράλληλα, υπήρχαν πραγματικά, βιοποριστικά προβλήματα στους Αμερικανούς. Πολλοί προσέβλεψαν παλαιότερα στον Ομπάμα, αλλά η θέση τους δεν βελτιώθηκε. Πέραν του γεγονότος ότι η democrat υποψηφιότητα δεν είχε και πολλά παραπάνω να τους προσφέρει στα φλέγοντα βιοποριστικά τους παρά μόνο το…. πόσο κακός είναι ο Τραμπ, ο Σάντερς στον οποίον είχαν προσβλέψει απεσύρθη ηττημένος κατά τεκμήριο ανέντιμα και επιπροσθέτως εξευτελιστικά, με υποχρέωση στήριξης της Κλίντον. Γιατί να πάνε να ψηφίσουν Κλίντον;
Οι εκλογές ήταν, λοιπόν, κυρίως εκλογές μη-ψήφου στην Κλίντον. Τα περί «λαϊκισμού» απλώς τέρπουν τις συνειδήσεις αυτών που τα καταγγέλουν, δεν προσφέρουν τίποτα στην κατανόηση των πολιτικών και κοινωνικών μεταβολών. Αντιπαραβάλλω από το άρθρο του κ. Γιώργου Στείρη, ο οποίος ορθώς τους ονομάζει «ελιτιστές»: «Οι ελιτιστές τα ξεχνούν όλα αυτά, παρότι δεν τα αγνοούν. Οι θέσεις τους – ως αποκλειστικά επικριτικές και όχι εποικοδομητικές- αποτελούν επιτομή αντιδημοκρατικού λόγου: ο αγράμματος και αψίκορος λαός παρασύρεται και δρα ενάντια στο ίδιο του το όφελος, το οποίο φυσικά είναι ανίκανος να διακρίνει. Του το υποδεικνύουν βέβαια καθημερινά, αλλά ο άτιμος ο λαός είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως. Στη φαρέτρα των ελιτιστών σωρεύονται πάμπολλες απλουστεύσεις, ισοπεδωτικές γενικεύσεις και λογικοφανείς νοητικές αυθαιρεσίες. […] Το υπόρρητο φυσικά μήνυμα των λόγων τους είναι ότι αυτοί, η εμπροσθοφυλακή του ορθολογισμού και της σύνεσης, είναι μορφωμένοι, υπεύθυνοι, ψύχραιμοι, αλάνθαστοι: κάτι σαν πραγμάτωση των πλατωνικών φιλοσόφων – βασιλέων.»
Ο μπαμπούλας του «λαϊκισμού» παλαιότερα λειτουργούσε πρίμα, διασφαλίζοντας την ηγεμονία της φιλελεύθερης συναίνεσης. Πλέον δε λειτουργεί. Και στην περίπτωση του ελληνικού δημοψηφίσματος του 2015, και στο Brexit και στις αμερικανικές εκλογές, οι ελίτ δεν πήραν χαμπάρι τι θα συμβεί: έχουν χάσει τη δυνατότητα καθοδήγησης των εξελίξεων, πρόβλεψής τους και γενικώς επαφής με την πραγματικότητα. Πέραν τούτου, σε όλον τον «δυτικό» κόσμο η φιλελεύθερη συναίνεση υφίσταται απανωτές ήττες μεγαλοπρεπώς. Η Αριστερά συνέπαιξε στην συναίνεση αυτήν έχοντας μία «ανακύκλωση προοδευτικών αξιών» μαζί της, και γι’ αυτό καλώς ή κακώς μοιάζει να έχει τεθεί εκτός της λύσης, εξ ου και όλες οι νεώτερες αμφισβητήσεις της φιλελεύθερης συναίνεσης μετά τη ριζική μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και την υποχώρηση των Ποδέμος έχουν σκληρή δεξιά υφή.
Τώρα, η φιλελεύθερη συναίνεση φυσικά και θα πει όχι μόνο ότι τον εκάστοτε Τραμπ τον έβγαλε ο «λαϊκισμός» (αυτό ξέρουν, αυτό λένε, μέχρις εκεί φτάνουν: έχουμε περάσει πλέον επισήμως στις απολιτίκ αναγνώσεις της πολιτικής), αλλά και ότι οι άλλοι είναι white trash, υπάνθρωποι, ηλίθιοι, ανεπαρκώς προπαγανδισμένοι από την ιδεολογική εκδοχή της παιδείας που ονειρεύονται οι της φιλελεύθερης συναίνεσης, κλπ. (το να χαρακτηρίζεις βέβαια τους ανθρώπους «λευκά σκουπίδια» δεν είναι… ρατσισμός, αλλά μέρος της πολιτικής στράτευσης… εναντίον του ρατσισμού–τι ζούμε…). Αυτός είναι ο αυτόματος πιλότος τους, η πολιτική τους στράτευση εδράζεται στο ότι εκείνοι είναι οι πεφωτισμένοι και όλοι οι υπόλοιποι απλώς ηλίθιοι.
Ε, οι Αμερικανοί πολίτες διαφώνησαν, και εν γνώσει των ιδιαιτεροτήτων του εκλογικού τους συστήματος αποφάσισαν να μην δώσουν την προεδρία στην Χίλαρυ Κλίντον.
Σωτήρης Μητραλέξης15


Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΚΕ.Μ.ΕΘ.Α.


Πολύ ενδιαφέρον κείμενο που ξεχωρίζει. Προτείνω να μελετηθεί προσεκτικά.
  ΔΕΕ

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ


Η Πατρίδα μας διέρχεται την πιο κρίσιμη περίοδο της μακρόχρονης πορείας της, βιώνοντας πρωτόγνωρες καταστάσεις με ορατό πλέον τον κίνδυνο της εξαφάνισης του ελληνικού Έθνους. 
Τα τελευταία 100 χρόνια υπήρξαν καταστροφικά. Ο ελληνισμός ξεριζώθηκε από χώρους στους οποίους υπήρχε και δραστηριοποιείτο επί αιώνες: Μικρά Ασία, Κωνσταντινούπολη, Βαλκάνια, Παρευξείνιες χώρες, Αίγυπτος. 
Οι ελληνικοί πληθυσμοί μετά την εκδίωξή τους κατέφυγαν οι περισσότεροι στην άθλια καθημερινότητα του ελλαδικού κράτους, ενώ κάποιοι άλλοι επιχείρησαν να δοκιμάσουν την τύχη τους σε ξένες χώρες ως μετανάστες ή περιπλανώμενοι ναυτικοί, μακριά από την ιστορική τους κοιτίδα. Στην ίδια μας την χώρα οι κοινότητες, αποσυντέθηκαν σταδιακά με την αστυφιλία και την έλλειψη οράματος. 
Παρ’ όλα αυτά η δεκαετία του ’60 είδε την άνθιση της ελληνικής βιομηχανίας. Τα ψυγεία μας και οι κουζίνες μας ήταν Ιζόλα ή Πίτσος ή Εσκιμό και ο θερμοσίφωνας Βαγιωνής. Τα σεντόνια και οι κουρτίνες Πειραϊκής-Πατραϊκής, τα καλά έπιπλα Σαρίδης ή Βαράγκης. Μακαρόνια Μίσκο, μπισκότα Παπαδοπούλου, σοκολάτες ΙΟΝ ή Παυλίδου, συμπλήρωναν την διατροφή μας. Βιοτεχνίες και μικρές βιομηχανίες μηχανολογικού εξοπλισμού άρχισαν να διεισδύουν στις ξένες αγορές, ενώ εργοστάσια γεωργικών μηχανημάτων βοηθούν στον εκμηχανισμό της Γεωργίας. Τα ελληνικά τσιμέντα αποκτούν φήμη στο εξωτερικό, όπως και η ελληνική κλωστο-υφαντουργία. Το ελληνικό αυτοκίνητο «Πόνυ» γίνεται διάσημο. Από όλες αυτές τις εταιρίες δυστυχώς άλλες δεν υπάρχουν πια, άλλες έχουν περάσει σε ξένα χέρια, ελάχιστες παραμένουν ελληνικές λόγω των όσων συνέβησαν στα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Με την πτώση της Δικτατορίας του Δ. Ιωαννίδη τον Ιούλιο του 1974 και την παλινόρθωση του κοινοβουλευτισμού, άρχισε σταδιακά να διαμορφώνεται ένα νέο καθεστώς, το οποίο έφτασε στο αποκορύφωμά του με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Όπως τελικά αποδείχθηκε από όλα αυτά που έγιναν ή ήρθαν στο φως της δημοσιότητας, είμαστε πια σε θέση να υποστηρίξουμε ότι την περίοδο αυτήν μπήκαν τα θεμέλια της αποδόμησης της ελληνικής κοινωνίας, οικονομίας και τρόπου ζωής, που οδήγησαν στην γοργή παρακμή του τόπου και την σημερινή διάλυση των πάντων και δικαιολογημένα ξένοι παρατηρητές χαρακτήρισαν αυτό το καθεστώς ως «ένα από τα πλέον διεφθαρμένα του πλανήτη, που μπροστά του ωχριούν οι πιο κατάπτυστες δικτατορίες».
Οι πόλεις και τα χωριά που σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους γέννησαν το μέτρο και την αρμονία, μεταβλήθηκαν σε χρησιμοθηρικά και αγχωτικά εξαμβλώματα, αντανακλώντας όλη την ερήμωση και την ασχήμια. Ακόμα και η ριζωμένη στη γη και κατά τεκμήριο στην παράδοση, αγροτιά έχασε την αγάπη για το δημιούργημά της, επαναπαυμένη στις επιδοτήσεις και τα ξένα εργατικά χέρια. Μέσα σε τριάντα χρόνια, ο πλέον λιτοδίαιτος λαός της Ευρώπης έγινε ο μεγαλύτερος καταναλωτής θερμίδων και από τους πρώτους καταναλωτές οινοπνεύματος και ναρκωτικών ουσιών. 
Η Δημόσια Εκπαίδευση όλων των βαθμίδων παραδόθηκε στην πολιτισμική εξουσία της μαρξιστικής αριστεράς με αποτέλεσμα να καλλιεργούνται λογικές και νοοτροπίες ισοπέδωσης, ανθελληνισμού και "ήσσονος προσπάθειας" από πολιτικά/κομματικά στρατευμένους, αλλά και βολεμένους συνδικαλιστές, που έπληξαν ανεπανόρθωτα την Παιδεία, παράγοντας στρατιές αγραμμάτων και ημιμαθών, υποβιβάζοντας συστηματικά το μορφωτικό επίπεδο των νεοελλήνων, προφανώς για την ευκολότερη πολιτική χειραγώγησή τους. Η υψηλού επιπέδου εκπαίδευση περιορίστηκε δραματικά και έγινε προνόμιο των γόνων των ευπορότερων ομάδων του πληθυσμού, παρά τις ευσυνείδητες προσπάθειες των εκπαιδευτικών των δημοσίων σχολείων. Οι ίδιοι κύκλοι μάλιστα ισχυρίζονται ξεδιάντροπα ότι "η αριστεία είναι στίγμα" και επομένως καταδικαστέα κοινωνικά και πολιτικά!
Αν σε όλη του τη διαδρομή το ελληνικό κράτος υπήρξε αδιάλειπτα ελλειμματικό, σήμερα οδηγείται στον παροξυσμό. Η βιομηχανία και η αγροτική παραγωγή παραμένουν για δεκαπέντε χρόνια στάσιμες ή ακόμα χειρότερα μειώνονται σε απόλυτα μεγέθη, ενώ για την πληρωμή των δανείων καταβάλλουμε ποσά που ξεπερνούν το 20 % του εθνικού εισοδήματος. Και αυτοί που καλούνται να πληρώσουν δεν είναι η παρασιτική άρχουσα τάξη, δεν είναι οι διεφθαρμένες ελίτ της πολιτικής, των ΜΜΕ και της «διανόησης», αλλά οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι «μικρομεσαίοι».
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί καν να γίνει λόγος για οποιαδήποτε εθνική πολιτική ή έστω για στοιχειώδη αυτονομία. Παράλληλα, η κατάσταση περιπλέκεται περισσότερο με τη νέα «μεγάλη μετανάστευση των λαών» που σημειώθηκε στη χώρα, με την είσοδο εκατοντάδων χιλιάδων ξένων εργατών και μεταναστών σε μία δεκαετία.
Οι κοινωνικές μεταλλάξεις που προκύπτουν από την εγκατάσταση των ξένων εργατών και των μεταναστών στην Ελλάδα ενισχύουν τις κοινωνικές αλλά και τις πολιτισμικές διαφοροποιήσεις. Η εγχώρια εργατική τάξη, ιδιαίτερα στους τομείς της ανειδίκευτης εργασίας, εξαφανίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά, με όλες τις συνέπειες που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο. Αυτή η χωρίς προηγούμενο «ελαστι­κοποίηση της εργασίας» οδήγησε σε μείω­ση του πληθωρισμού, σε πτώση του εργασιακού κόστους και σε πρόσκαιρη απογείωση του Χρη­ματιστηρίου, πριν να κατακρημνιστεί μεγαλοπρεπώς. Η ένταξη στην ΟΝΕ και οι αδηφάγοι και καταστρεπτικοί Ολυμπιακοί του 2004, έγιναν το νέο μεγάλο όραμα των ελίτ. Μέσα σε δέκα χρόνια, η Ελλάδα άλλαξε περισσότερο από ό,τι σε όλη την πρόσφατη μεταπολεμική ιστορία. Περάσαμε ταυτοχρόνως στον «λαϊκό καπιταλισμό» και στη μεταβολή μας σε χώρα υποδοχής μεταναστών. Η συνέπεια είναι η γενικευμένη διάλυση του κοινωνικού ιστού, χωρίς να διαφαίνεται, στο άμεσο μέλλον τουλάχιστον, μια προοπτική εθνικής ανασυγκρότησης.
Ακόμα και στη μικρή «δεύτερη Ελλάδα», την Κύπρο, ακολουθείται το ίδιο μοντέλο σε διαστάσεις ακόμα πιο παροξυστικές: Ακραία τουριστικοποίηση της οικονομίας –2,5 εκατομ τουρίστες, για 700.000 πληθυσμό– εισαγωγή μεταναστών, προσκόλληση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εγκατάλειψη κάθε αντιστασιακού ήθους.
Όλα τα δεδομένα που διαθέτουμε μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο 21ος αιώνας θα είναι περίοδος κοσμοϊστορικών συγκρούσεων στον πλανήτη που θα διεξαχθούν στο επίπεδο της Ιδεολογίας, δηλ. θα είναι αντιπαραθέσεις μεταξύ οργανωμένων συστημάτων σκέψης: Ισλαμισμός εναντίον Χριστιανισμού, Παγκοσμιοποίηση (Διεθνισμός / Κοσμοπολιτισμός) εναντίον Εθνικών Συνόλων και Ιδεολογιών (Έθνη-κράτη, Εθνικισμός / Πατριωτισμός), Πρώτος (Δυτικός) Κόσμος εναντίον Τρίτου (Ανατολικού) Κόσμου (Κίνα-Ινδίες).
Παράλληλα εξελίσσεται ένας ακήρυκτος πόλεμος με στόχο τον έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών, τους ανθρώπινους πόρους και την Ενέργεια.
Ποια πρέπει να είναι η θέση της χώρας μας και πώς πρέπει να προετοιμαστεί ώστε να επιβιώσουμε ως Έθνος;
Οι στιγμές είναι κρίσιμες, διότι με τις αποφάσεις που λαμβάνονται και υλοποιούνται, έχει κλονιστεί η εθνική κυριαρχία και το εθνικό ιδεώδες, ενώ παράλληλα εξελίσσεται ένας οικονομικός πόλεμος, ο οποίος έχει στόχο τόσο τους Έλληνες όσο και την εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας μας.
Υποστηρίζουμε, μετά τα παραπάνω, ότι απαιτείται επειγόντως η ανάληψη μιας πολύπλευρης προσπάθειας γενικής ανασυγκρότησης της χώρας σε όλους τους τομείς (Κοινωνία, Οικονομία, Πολιτισμός, Παιδεία, εξωελλαδικός Ελληνισμός κλπ). Απαραίτητη επομένως είναι η θεωρητική ανάλυση και στην συνέχεια η διατύπωση ολοκληρωμένων και εφικτών προτάσεων για την αναγέννηση της πατρίδας, αλλά και η πνευματική αφύπνιση που πρέπει να είναι πρωταρχικό καθήκον, ώστε κάθε Έλληνας να έχει σφαιρική γνώση των καταστάσεων, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό.
Αποφασίσαμε προς το παρόν να ξεκινήσουμε με την δημιουργία και λειτουργία ενός άϋλου Κέντρου Μελετών Εθνικής Ανασυγκρότησης στο Διαδίκτυο.

Κάθε μία και κάθε ένας από τους Συνέλληνες, που έχει το ίδιο σκεπτικό με το δικό μας, είναι καλοδεχούμενη/ος να συμμετάσχει σε αυτή την δύσκολη πορεία με κείμενα, με παρατηρήσεις, με προτάσεις.

«ΚΕΝΤΡΟ ΜΕΛΕΤΩΝ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ» 
ΚE.Μ.ΕΘ.Α.
https://cfnrc.blogspot.gr/