ΜΕ ΤΟ ΤΟΥΦΕΚΙ ΚΑΙ ΤΗ ΛΥΡA
Συγγραφέας: Μανώλης Εγγλέζος Δεληγιαννάκης«To Δημοτικόν Συμβούλιον, συνελθόν εν πλήρει αυτού απαρτία εν τη έδρα του Δήμου, αποφασίζει παμψηφεί, συνεχίζον το προαιώνιον πρόγραμμα του Κρητικού Λαού, κηρύττει, εν ονόματι της Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος, την ανεξαρτησίαν της Κρήτης και την Ένωσίν της μετά της μητρός Ελλάδος, όπως μετά ταύτης αποτελέσει εν αναπόσπαστον και αδιαίρετον Βασίλειον. Προσκαλεί τον Βασιλέα των Ελλήνων να αναλάβει την διακυβέρνησιν του τόπου. Επιδοκιμάζει τας εθνικάς ενεργείας της Κυβερνήσεως του τόπου και προσκαλεί αυτήν να διοικεί την Νήσον εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου του Α’, μέχρις ού ούτος ονομάσει αντιπρόσωπόν του»
Με αυτό το περιεχόμενο, το Σεπτέμβριο του 1908, τα δημοτικά συμβούλια όλων των δήμων της τότε Κρητικής Πολιτείας, ζητούσαν ξανά την Ένωση με την Ελλάδα. Ήταν μια συντονισμένη ενέργεια που σκοπό είχε να ασκήσει πίεση για να επιτευχθεί επιτέλους ο στόχος της Ένωσης, που τελικά ήρθε πέντε χρόνια αργότερα, το Δεκέμβριο του 1913.
Η Ένωση με τον υπόλοιπο Ελληνισμό ήταν σκοπός και πόθος ήδη από το 1204, όταν η Κρήτη αποκόπηκε από το φραγκεμένο Βυζάντιο πέφτοντας στα χέρια της Βενετίας. Από τότε μέχρι πρόσφατα, η ισχυρή ταυτότητα του πληθυσμού του νησιού μας αντιστέκεται στους κατακτητές και αγωνίζεται στην πρωτοπορία του εθνικού οράματος, φέρνοντας την Κρήτη στην πρωτοπορία του ελληνισμού όχι μόνο προσφέροντάς του ηγέτες, αλλά κυρίως φρόνημα και πίστη στα δίκαιά μας.
Σήμερα, 97 χρόνια μετά την Ένωση, ο λαός μας δεν έχει όραμα, δεν έχει πίστη στο δίκιο του και χάνει σιγά σιγά και την ταυτότητά του. Σήμερα αφηνόμαστε να μας παρασέρνει η λαίλαπα της Νέας Τάξης, του «ρεαλισμού» των υποχωρήσεων προς την Τουρκία, των εκβιασμών του μνημονίου. Αφήνομε την Πατρίδα δίχως παραγωγή, ανεχόμαστε αργυρώνητους πολιτικούς να ψηφίσουν την υποτέλεια, χάνομε την αίσθηση του ανήκειν σε ένα σύνολο με κοινό παρελθόν και προοπτική. Γινόμαστε μονάδες καταναλωτών, που δεν έχουν πια συνεκτικό στοιχείο άλλο εκτός από την ικανοποίηση πλαστών αναγκών με εισαγόμενα προϊόντα. Γινόμαστε πάλι δούλοι, αυτή τη φορά με τη θέλησή μας, κι η ισχυρή μας ταυτότητα, αυτή που κάποτε μας κράτησε ζωντανούς σα λαό, σήμερα δεν υπάρχει. Εμείς που είμαστε οι απόγονοι αυτών που αντιστεκόμενοι σε μια τυραννία αβάσταχτη παρέμειναν Έλληνες και δεν τούρκεψαν, σήμερα είμαστε έρμαια των δυνατών, εκλογικοί πελάτες, αν όχι γλείφτες πολιτικών που δεν ενδιαφέρονται για τα κοινά, εθισμένοι στις επιδοτήσεις που δεν προώθησαν την παραγωγικότητα αλλά αξασφάλισαν τη σιωπή μας. Εμείς δεν έχομε σήμερα όραμα, βλέπομε γύρω μας την κατάρρευση αλλά παριστάνομε ότι δε συμβαίνει τίποτα.
Ποια νοήματα μπορεί λοιπόν σήμερα η επέτειος της Ένωσης να στείλει; Τι είμαστε διατεθειμένοι ν’ ακούσομε σε μια χώρα που πια οι περιφέρειές της κοιτούν τις Βρυξέλλες και το κοινό όραμα έχει εκτραπεί σε ανταγωνισμό ποιά θα αρπάξει περισσότερα κονδύλια από την άλλη; Σε ποιο εθνικό κέντρο προσβλέπομε όταν η Αθήνα είναι αυτή που απομυζά την υπόλοιπη Ελλάδα και την κάνει να περιστρέφεται γύρω της;
Κι όμως η Ένωση στέλνει σήμερα τα μηνύματά της πιο ηχηρά από ποτέ, γιατί σήμερα είναι που αυτά, μέσα στην κρίση αξιών και (δευτερευόντως) οικονομίας, καθίστανται επίκαιρα. Η Ελλάδα μεγαλούργησε με την Κρήτη επικεφαλής, σε μια περίοδο που η Αθήνα ήταν αρκούντως μικρή και το φρόνημα αρκούντως υψηλό, ώστε να είναι πράγματι ένα εθνικό κέντρο που συντόνιζε αγώνες στους οποίους συμμετείχαν όλοι. Ο Μακεδονικός αγώνας, οι Βαλκανικοί πόλεμοι, είναι τέτοια παραδείγματα. Η αποκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής και η ραγδαία αύξηση της παραγωγής κατά το μεσοπόλεμο προσφέρουν κι άλλο ένα δείγμα του τι μπορεί να γίνει αν έχομε κοινό στόχο και προσήλωση σ’ αυτόν, σε αντίθεση με το πόσο χαμηλά μπορεί να μας φέρει ο διχασμός, όπως το 22.
Για να ξαναβρούμε τις αξίες μας όμως, αυτό που παλιά ήταν αυτονόητο, σήμερα προϋποθέτει ρήξη με το βόλεμα και τον εφησυχασμό μας. Η αξίες της εργατικότητας και της αξιοπρέπειας, της αλληλεγγύης και της εντιμότητας, της συνέπειας και της σεμνότητας, έχουν δώσει τη θέση τους στο επιδοτούμενο καθισιό, τα παρακάλια στην εξουσία, την επιβολή στο διπλανό μας, τη φιγούρα και τη γκλαμουριά. Κι αυτά πολλές φορές ντυμένα με λέξεις και ιδεολογήματα της παλιάς εποχής, αυτής που τόσο εύκολα παρατούμε τώρα.
Ακόμα υπάρχουν εστίες αντίστασης, ταυτότητες και συνειδήσεις διατηρημένες είτε φανερά είτε λανθάνουσες περιμένοντας την αφορμή να εκδηλωθούν. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να παρακαμφθεί η Αθήνα, που βάζει πια ταφόπλακα σε κάθε προσπάθεια του Ελληνισμού, να συναντηθούν οι ελληνικοί τόποι, που σήμερα μόνο μέσω της Αθήνας επικοινωνούν, μιας Αθήνας με δυτικό πολιτισμικό πρόσημο. Να συναντηθούμε και να μιλήσομε μεταξύ μας, για τη φτώχια της Ηπείρου και την τουρκοποίηση της Θράκης, για την απομόνωση των νησιών και την εγκατάλειψη των καλλιεργειών. Να εκπονήσομε ένα σχέδιο όπου η μια επαρχία θα συμπληρώνει την άλλη, όπου θα κατακτήσομε ξανά την παραγωγή μας, δηλαδή την αξιοπρέπειά μας που σήμερα ο παρασιτισμός την έχει καταρρακώσει. Και μετά να πάμε κι άλλα σκαλιά ψηλά, υποκαθιστώντας και παρακάμπτοντας ένα κράτος και μια πρωτεύουσα που αγνοεί την Ελλάδα και τους Έλληνες, που λειτουργεί ως ιμάντας μεταβίβασης εντολών και σχεδίων κατακερματισμού εδαφικού και εξαφάνισης της ταυτότητάς μας.
Τότε θα ξαναποκτήσει τα νοήματά της η Ένωση κι οι αγώνες γιαυτήν. Γιατί σίγουρα οι παλιοί μας δεν αγωνίστηκαν για ένα κράτος που θα σκότωνε την Ελλάδα, αλλά για μιαν Ελλάδα που θα προχωρούσε ενωμένη όλο και πιο μπροστά. Η σημερινή κατάντια μπορεί να μας κάμει να ξανασκεφτούμε μερικά πράματα με τον παλιό τρόπο, κι όχι αυτόν που μας ήρθε απ’ έξω και μας έχει φέρει εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου