Το νέο γεωστρατηγικό τοπίο στην Ν/Α Μεσόγειο
και η ελληνο-ισραηλινή συνεργασία
και η ελληνο-ισραηλινή συνεργασία
Γράφει o Γιάννης Μάζης, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
A. Εισαγωγή:
Συστημική περιγραφή του Γεωπολιτικού και Γεωστρατηγικού Περιβάλλοντος της περιοχής.
Το γεωγραφικό Σύμπλοκο της Νοτιο-Ανατολικής Μεσογείου και Ευρύτερης Μέσης Ανατολής, και ιδιαίτερα το γεωπολιτικό Υποσύστημα Τουρκίας-Ελλάδας-Μέσης Ανατολής υπήρξε πάντοτε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα περιοχή από πλευράς εστιών γεωστρατηγικής αστάθειας.
α. Η λήξη της ψυχροπολεμικής περιόδου, με τα γνωστά ιδεολογικά και κοινωνικο-πολιτικά χαρακτηριστικά τα οποία την όριζαν ως τέτοια, δημιούργησε ένα vacuum ισχύος μεταξύ των δύο πρώην, σαφώς καθορισμένων και ανταγωνιζομένων γεωστρατηγικών συμπλόκων. Η Φύση όμως, και το διεθνές γίγνεσθαι είναι φυσικό γίγνεσθαι “αντιπαθεί το κενό” και συνεπώς τείνει πάντοτε να το πληροί με τον κατάλληλο τρόπο και το κατάλληλο υλικό.
β. Οι γεωστρατηγικοί ανταγωνισμοί στο Γεωγραφικό και Γεωπολιτικό Σύμπλοκο των Υποσυστημάτων i) της Υπερκαυκασίας, ii) της Κεντρικής Ασίας, iii) του Κασπιανού γεωγραφικού και γεω-εθνικού χώρου, iv) του τριγωνικού υποστήματος Πακιστάν, Αφγανιστάν, Κίνας, v) του τετραπλεύρου υποσυστήματος Ιράν-Συρίας-Λιβάνου-Παλαιστινίων και και vi) της πρόσφατης προσπάθειας νεο-χαλιφατικού προσανατολισμού της ισλαμιστικής Τουρκίας, αποτελούν εξελίξεις οι οποίες επιδέχονται ερμηνείας ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο της μεθοδολογικής προσεγγίσεως.
β.1. Για λόγους μεθοδολογικούς, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι η ανωτέρω περιγραφείσα γεωστρατηγικής φύσεως ανταγωνιστική αλλά και συστρατευσιακή κατάσταση πολώσεων και αντιπολώσεων, εγγράφεται στο πλαίσιο του Συστήματος της Ευρύτερης Μέσης Ανατολής
β.2. Το σύνολο της ανωτέρω περιγραφείσας συστημικής συγκροτήσεως όμως, εγγράφεται και λειτουργεί από Υπερσυστημικής απόψεως, στο πλαίσιο του αντίστοιχου Υπερσυστημικού ανταγωνισμού μεταξύ του γεωστρατηγικού Διπόλου Λονδίνου-Ουάσιγκτον και των εν πολλοίς μεμονωμένων Νέων Πόλων Διεθνούς Ισχύος της Μόσχας και του Πεκίνου.
γ. Ένα πολύ σημαντικό όμως νέο, και καθαρά γεωγραφικής φύσεως νέο στοιχείο, δηλαδή η με γοργούς ρυθμούς επιβαλλόμενη στον πλανήτη κλιματική αλλαγή, έρχεται να κλονίσει και αυτή με τη σειρά της, την παλαιοψυχροπολεμική κατάσταση ανταγωνιστικών ισορροπιών ισχύος, που εδιέπετο εξολοκλήρου από το πρότυπο της Rimland του αμερικανο-ολλανδού Καθηγητού της γεωπολιτικής στο Yale, του Δρος Nickolas J. Spykman.Οι νέες κλιματολογικές συνθήκες που αυξάνουν τη θερμοκρασία του πλανήτη, δημιουργούν πλέον, με επιταχυνόμενους ρυθμούς, δύο αξιοσημείωτες πραγματικότητες στο διεθνές γίγνεσθαι των νέων ενεργειακών αποθεμάτων και των μεταφορών Εμπορευμάτων: i) την εκμετάλλευση των φυσικών διαθεσίμων και πόρων του Αρκτικού κύκλου (κυρίως των υποθαλασσίων υδρογονανθράκων του) και ii) τολμώ να πω, εξίσου σημαντικό, την δυνατότητα εμπορικής πλευσιμότητος του Αρκτικού Κύκλου η οποία αποτελεί και την συντομοτέρα εμπορευματική ζεύξη μεταξύ Κ.Α.Κ (Ρωσίας) και Η.Π.Α. Αλλά και βορείων εθνοκρατικών δρώντων της Ε.Ε και της Ρωσίας.
Σε ένα, τοιουτοτρόπως διαμορφούμενο Γεωπολιτικό πλαίσιο ανατρέπεται βαθμιαίως και με επιταχυνόμενο ρυθμό η αντίληψη του Διπόλου της Ειδικής Σχέσεως Λονδίνου-Ουάσιγκτον περί της χρησιμότητος της Τουρκίας για την ανάσχεση της Ρωσίας. Η τάση αυτή πλέον μετατρέπεται σε προοπτική συνεργασίας Ειδικής Σχέσεως και Ρωσίας, εν όψει της αναδύσεως Νέων Πόλων Ισχύος όπως η Κίνα με τον εν δυνάμει γεωστρατηγικό της συμπληρωματικό της πόλο ισχύος, την Ινδία. Φυσικά στον νέο αυτό προσανατολισμό συμβάλλει και η δυνατότητα πολιτικο-ιδεολογικής ομογενοποιήσεως του Μεσανατολικού ριζοσπαστικού Ισλάμ, στο πλαίσιο της Tawhid (φιλοσοφικο-θρησκευτικής ενότητος) και της Dawa (πολιτικο-θρησκευτικής προσκλήσεως για ενότητα). Ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη οι δυνατότητες “σκληρής” ενισχύσεώς του με πυρηνικά οπλικά συστήματα συγκεκριμένων ισλαμικών ηγεμονικών του Πόλων.
Όταν από το 1990 έγραφα για την βεβαία ισλαμοποίηση της τότε, άκρως κεμαλο-εθνικιστικής και κοσμικο-λαϊκής Τουρκίας και την εξ αυτού του γεγονότος συγγρούσεώς της με το Ισραήλ και τις Η.Π.Α., και το επαναλάμβανα ανιαρά σε όλα τα μετέπειτα πονήματά μου εθεωρήθην από ορισμένους, ειδικά για την πρόβλεψή μου αυτή, τουλάχιστον ως “whisful thinker”. Δυστυχώς για την ειρήνη στην περιοχή, δεν ήμουν “διάπυρος ευχέτης” αλλά απλός πραγματιστής. Και ειλικρινώς δεν επιχαίρω για την επιτυχή γεωπολιτική αυτή πρόβλεψή μου.
Πρέπει τώρα, στην παρούσα συγκυρία, να σημειώσω ακόμη μια διαπίστωση η οποία προκύπτει από την ανάλυσή μου: το ότι η παρούσα περίοδος της ισλαμικής διακυβερνήσεως της Τουρκίας υπό το νταβουτογλιανό ισλαμιστικό θεωρητικό υπόβαθρο (το αποτελούν άλλωστε την θεωρητική συνέχεια της οζαλικής και ερμπακανικής πολιτικής προσπάθειας), συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από υποσχιζοειδή γεωστρατηγικό πανικό, πλήρη αποπροσανατολισμό και σύγχυση τα οποία καταλήγουν σε επικίνδυνο ανατολίτικο καιροσκοπισμό από πλευράς και των δύο ισχυρών πόλων της Τουρκικής πολιτικο-κοινωνικο-πολιτισμικής πραγματικότητος. Και γίνομαι σαφέστερος:
α) Οι κ.κ. Ερντογάν και Νταβούτογλου χρειάζονται την ευρωπαϊκή δυναμική της χώρας τους διότι αφενός μεν χρησιμοποιούν το δυτικο-ευρωπαϊκό πνεύμα ανοχής προς τις θρησκευτικές ελευθερίες για να ενισχύσουν την “απαγορευτική” θρησκευτικό-ιδεολογικο-πολιτική ουσία και δομή του ισλαμικού κόμματός τους σε ένα μέχρι σήμερα εχθρικό κεμαλο-κοσμικό πολιτικό και ιδεολογικό περιβάλλον, αφετερου διότι απομακρύνουν -κατά το δυνατό- την πιθανότητα ενός στρατιωτικού νεο-κεμαλιστικού πραξικοπήματος εις βάρος τους. Είναι φυσικό ότι, εφόσον δηλώνουν υπέρμαχοι της ευρωπαϊκής πορείας της Τουρκίας, ομού μετά των στρατιωτικών, να επισείουν την απειλή της καταστροφής αυτής της ευρωπαϊκής προοπτικής (την οποίαν ουδόλως επιθυμούν ή πιστεύουν) ως δαμόκλειο σπάθη άνωθεν των κεφαλών των στρατιωτικών σε περίπτωση που αυτοί με ένα πραξικόπημα ακυρώσουν αυτήν την “εθνική” τουρκική προσπάθεια “εκσυγχρονισμού της Πατρίδος”. Οι στρατιωτικοί από την άλλη πλευρά, ως υπέρμαχοι του “κοσμικού κράτους δυτικού τύπου” δεν είναι δυνατόν να στραφούν φανερά εναντίον της κατ'εξοχήν “εκσυγχρονιστικής-κοσμικής-ευρωπαϊκής” προσπάθειας της Τουρκίας η οποία, ούτως ή άλλως ξεκίνησε από τις ελεγχόμενες από αυτούς κοσμικές κυβερνήσεις.
Κατ' ουσίαν όμως ουδείς επιθυμεί αυτήν την εξέλιξη. Και καταλήγουν και οι δύο πλευρές στην πρόταση μιας Τουρκο-ευρωπαϊκής σχέσεως “`a la carte” αρνούμενοι να “καταναλώσουν” το πλήρες ευρωπαϊκό “menu”. Μια τέτοια λύση όμως σημαίνει “τουρκοποίηση της Ευρώπης” και όχι “εξευρωπαϊσμό της Τουρκίας” άρα δεν είναι δυνατόν να γίνει αποδεκτή από τις Βρυξέλλες. Συνεπώς η Άγκυρα, και η “ένστολη” αλλά και η “πολιτική” θεωρεί ότι απομακρύνει από αυτήν τον περιγραφέντα “κίνδυνο” χωρίς όμως να θεωρηθεί εκείνη υπαίτια του αποτελέσματος. Απεναντίας, βγαίνει παραπονούμενη ότι η Ευρώπη την “περιφρονεί” και έτσι “δικαιούται” να καταλήξει στις ισλαμιστικές της επιλογές! Ανατολίτικα τερτίπια!
Και όλα αυτά, γιατί να γίνονται; Απλούστατα από το φόβο διαμελισμού της σε ανατολική κουρδική ζώνη και δυτική τουρκική ζώνη. Άλλωστε, τη σημασία αυτών των “διζωνικών και δικοινωτικών” υποδειγμάτων και τα αποτελέσματά τους τα ξέρουν καλά, διότι καιρό τώρα προσπαθούν να τα εφαρμόσουν στην Κύπρο. Το Κουρδικό λοιπόν βρίσκεται στη βάση του “γεωστρατηγικού και γεωπολιτικού πανικού και σύγχισης” της τουρκικής γεωστρατηγικής και γεωπολιτικής αυτοσυνειδησίας.
B. Το Κουρδικό Ζήτημα, η Τουρκία, οι Η.Π.Α.και το Ισραήλ
Οι τουρκικοί υπερεθνικιστικοί κύκλοι πάντως, οι οποίοι διαχρονικώς παραμένουν στους θώκους της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας της γείτονος, θεωρούν ότι έχουν να αντιμετωπίσουν ένα σημαντικότατο όσο και αποσταθεροποιητικό για την εθνικο-κρατική της ασφάλεια εθνο-μειωνοτικό και αποσχιστικό Κουρδικό πρόβλημα. Πιθανότατα ορθώς και δικαίως. Κάποτε όμως πρέπει να αναρωτηθούν σχετικώς με το περιεχόμενο των προσφάτων συμβουλών του Στρατηγού Εβρέν και όχι να θέτουν τον συμβουλεύοντα Στρατηγό “εις κατ' οίκον περιορισμόν”. Πιστεύω πως “οι παροικούντες με κατανοούν” και αυτοί αρκούν. Πέραν όμως αυτού, η Τουρκία είχε και έναν σημαντικότατο γεωστρατηγικό ρόλο να εκπληρώσει στο πλαίσιο της Βορειο-Ατλαντικής Συμμαχίας: την ανάσχεση της τότε Ε.Σ.Σ.Δ και την ασφάλεια του κράτους του Ισραήλ, το οποίο επίσης σε δεύτερο συστημικό επίπεδο αποτελούσε εγγύηση των Βορειο-Ατλαντικών συμφερόντων (ενεργειακά κυρίως). Άρα έπρεπε να εξευρεθούν τρόποι να διασφαλισθεί η εθνικο-κρατική της ακεραιότητα ώστε να δύναται να εκπληρώσει τα δύο αυτά γεωστρατηγικά και εθνικο-κρατικά προτάγματα. Ο άξων, πάλι, της Ειδικής Σχέσεως δεν είχε καλύτερο γεωστρατηγικό αναχωματικό δρώντα για την γεωστρατηγική ανάσχεση (geostrategic containtment) της τότε Ε.Σ.Σ.Δ προς τα εμπορευματικά δίκτυα της Μεσογείου και των διεξόδων της (Δαρδανέλια, Σουέζ, Γιβραλτάρ). Η προαναφερθείσα όμως αλλαγή που αρχίζει να επιφέρει η πλευσιμότητα της Αρκτικής, απομειώνει σταδιακά την αναχωματική χρησιμότητα της Τουρκίας και επαναπροσανατολίζει τις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις σε ένα ηπιότερο πλαίσιο το οποίο αρχίζει ήδη να γίνεται αισθητό (ζητήματα αφοπλισμού, επαναδιαπραγματεύσεις στην Υπερκαυκασία, κ.τ.λ.).
Το κουρδικό επίσης ζήτημα δεν εξαντλείτο στα ορεινά και μη εδάφη της Ν/Α Τουρκίας. Εξικνείτο μέχρι τα εδάφη του Βορείου Ιράκ, συμπεριλαμβάνοντας τα άκρως στρατηγικά πετρελαιοφόρα κοιτάσματα της Μοσούλης και του Κιρκούκ, την βορειοδυτική Συρία και το Δυτικό/Νοτιοδυτικό Ιράν. Πληθυσμιακά ανεφέρετο σε 30 εκατομμύρια περίπου πληθυσμό με σαφή εθνική συνείδηση και αυτοπροσδιορισμό. Επίσης κατείχε, με πληθυσμιακή πυκνότητα από 75%-100%, την περιοχή πέριξ και νοτίως του Ερζερούμ όπου ευρίσκονται οι πηγές του Τίγρητος και του Ευφράτη, δηλαδή το 70% περίπου των υδάτων της Εγγύς Ανατολής. Τα ύδατα που γονιμοποιούν τα εδάφη της Συρίας, του Ιράκ και βεβαίως της Ν/Α Τουρκίας. Συνεπώς εδάφη μεγίστης στρατηγικής σημασίας για τον επισιτισμό τριών μεγάλων κρατών της Εγγύς Ανατολής. Η Τουρκία χρησιμοποίησε τα ύδατα αυτά με ένα τεράστιο πρόγραμμα φραγμάτων και υδατοφρακτών, το γνωστό ως G.A.P (Great Anatolian Project) στις κουρδικές περιοχές της Ν/Α Τουρκίας εξαφανίζοντας εκατοντάδες κουρδικούς οικισμούς για την ολοκλήρωσή του. Mη υπαρχούσης διεθνώς αποδεκτή νομοθεσία για τα ύδατα των ποταμών (κυριαρχία, χρήση υδάτων από παρόχθιες χώρες, κ.τ.λ.), η Τουρκία ασκεί γεωστρατηγικές πιέσεις στη Συρία και το Ιράκ μέρος των οποίων οδήγησαν και στην απομάκρυνση Οτσαλάν από τη Συρία με τα γνωστά αποτελέσματα για τον Κούρδο ηγέτη.
Το δεύτερο γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος ζήτημα στην περιοχή του Νοτίου Κουρδιστάν είναι τα εξαιρετικής ποιότητος (σχεδόν η χαμηλότερη περιεκτικότητα σε θειικές προσμίξεις) πετρέλαια της Μοσούλης και του Κιρκούκ (τύπου Light Kirkuk). Το κόστος του βαρελιού του “Light Kirkuk” με τις σημερινές τιμές του πετρελαίου είναι μόνον...US $ 1! Με παραγωγή, συνεπώς, ενός και ημίσεος έτους των δύο αυτών κοιτασμάτων του Ιρακινού Κουρδιστάν μπορεί κανείς να αγοράσει την...Gazprom! Η Τουρκία ανησυχεί ότι το ήδη, ανεπισήμως, σχηματισθέν Κουρδικό “ομόσπονδο” κρατίδιο του Βορείου Ιράκ θα αποτελέσει τον χρηματοδότη εξαγωγής των Κουρδικών εξεγέρσεων στα εδάφη της. Αλλά προωθεί και στους γείτονές της Ιράν και Συρία, ιδιαιτέρως μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και της αποχωρήσεως των Σοβιετικών Συμβούλων από τη Δαμασκό, την άποψη ότι όλοι μαζί πρέπει να συνεργασθούν για να ακυρώσουν αυτές τις αποσχιστικές κουρδικές εξεγέρσεις οι οποίες θα χρηματοδοτούνται από το κρατίδιο του Ιρακινού Κουρδιστάν.
Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, πριν το 1989, το θέμα αυτό δεν ετίθετο, τουλάχιστον μετ' επιτάσεως. Το προαναφερθέν όμως vacuum ισχύος, και η αποχώρηση των πρώην σοβιετικών στρατιωτικών συμβούλων από την περιοχή δημιούργησε τις προϋποθέσεις εκείνες που οδηγούν στην “πλήρωση” του κενού αυτού από ισλαμικές ή και ισλαμιστικές δυνάμεις της περιοχής οι οποίες διεκδικούν έναν νέο ηγεμονικό καθοδηγητικό ρόλο στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο.
Τέτοιες ακριβώς περιπτώσεις είναι το Ιράν (με σκληρό αντίπαλο την Σαουδική Αραβία), η νεο-χαλιφατική, ισλαμιστική κυβέρνηση της Τουρκίας (με προσωρινή, αλλά αποσταθεροποιητική, τακτικιστική συνεργασία με το Ιράν), η Σαουδική Αραβία ως κάτοχος των Ιερών Τόπων του Ισλάμ (Μέκκα και Μεδίνα) και διακριτικός χειριστής του σουνιτικού ισλαμιστικού κινήματος αλλά και η Αίγυπτος ως ο πλέον αξιόπιστος αμυντικά και πολιτικά σύμμαχος της Ειδικής Σχέσεως και του Ισραήλ. Καμία όμως από τις χώρες αυτές δεν είναι εισέτι σε θέση να εκπληρώσει αυτού του είδους τις φιλοδοξίες. Έτσι η Τουρκία προτείνοντας αφενός τον “Δυτικό” αλλά και “ισλαμικό” χαρακτήρα της και αφετέρου τον ρόλο του ηγέτη στην ανάσχεση του αποσχιστικού κουρδικού κινήματος στην περιοχή προς όφελος όλων διεκδικεί με τη σειρά της το ρόλο του Ηγέτη της Ούμα (Κοινότητα των Πιστών) του Ισλάμ.
Η μέθοδος την οποία χρησιμοποιεί για να αποκτήσει την επιστοσύνη του μεταχαλιφατικού, αραβομουσουλμανικού κόσμου, την οποία και δεν είχε ποτέ, είναι επιθετική, “τουρκο-ισλαμικής” ιδεολογικής “συνθέσεως”, προκρούστεια και άκρως επικίνδυνη για την ίδια, αλλά και για την ειρήνη στην περιοχή. Επιθυμεί να είναι εμφανής της σύγκρουσή της με το Ισραήλ και η προσπάθειά της να απομονώσει διεθνώς από ηθική, πολιτική, αμυντική και οικονομική άποψη αυτόν τον “Σιωνιστικό Σατανά” προς “όφελος του αραβομουσουλμανικού κόσμου”. Τα στερεότυπα περισσεύουν, όπως παρατηρεί κανείς. Έτσι εξηγούνται και οι σχετική κλιμάκωση ενεργειών, τα τελευταία τρία χρόνια οι οποίες βαθαίνουν, και μάλιστα εμφανώς, το χάσμα των Τουρκο-Ισραηλινών σχέσεων.
B. Το Κουρδικό Ζήτημα, η Τουρκία, οι Η.Π.Α.και το Ισραήλ
Οι τουρκικοί υπερεθνικιστικοί κύκλοι πάντως, οι οποίοι διαχρονικώς παραμένουν στους θώκους της πολιτικής και στρατιωτικής εξουσίας της γείτονος, θεωρούν ότι έχουν να αντιμετωπίσουν ένα σημαντικότατο όσο και αποσταθεροποιητικό για την εθνικο-κρατική της ασφάλεια εθνο-μειωνοτικό και αποσχιστικό Κουρδικό πρόβλημα. Πιθανότατα ορθώς και δικαίως. Κάποτε όμως πρέπει να αναρωτηθούν σχετικώς με το περιεχόμενο των προσφάτων συμβουλών του Στρατηγού Εβρέν και όχι να θέτουν τον συμβουλεύοντα Στρατηγό “εις κατ' οίκον περιορισμόν”. Πιστεύω πως “οι παροικούντες με κατανοούν” και αυτοί αρκούν. Πέραν όμως αυτού, η Τουρκία είχε και έναν σημαντικότατο γεωστρατηγικό ρόλο να εκπληρώσει στο πλαίσιο της Βορειο-Ατλαντικής Συμμαχίας: την ανάσχεση της τότε Ε.Σ.Σ.Δ και την ασφάλεια του κράτους του Ισραήλ, το οποίο επίσης σε δεύτερο συστημικό επίπεδο αποτελούσε εγγύηση των Βορειο-Ατλαντικών συμφερόντων (ενεργειακά κυρίως). Άρα έπρεπε να εξευρεθούν τρόποι να διασφαλισθεί η εθνικο-κρατική της ακεραιότητα ώστε να δύναται να εκπληρώσει τα δύο αυτά γεωστρατηγικά και εθνικο-κρατικά προτάγματα. Ο άξων, πάλι, της Ειδικής Σχέσεως δεν είχε καλύτερο γεωστρατηγικό αναχωματικό δρώντα για την γεωστρατηγική ανάσχεση (geostrategic containtment) της τότε Ε.Σ.Σ.Δ προς τα εμπορευματικά δίκτυα της Μεσογείου και των διεξόδων της (Δαρδανέλια, Σουέζ, Γιβραλτάρ). Η προαναφερθείσα όμως αλλαγή που αρχίζει να επιφέρει η πλευσιμότητα της Αρκτικής, απομειώνει σταδιακά την αναχωματική χρησιμότητα της Τουρκίας και επαναπροσανατολίζει τις αμερικανο-ρωσικές σχέσεις σε ένα ηπιότερο πλαίσιο το οποίο αρχίζει ήδη να γίνεται αισθητό (ζητήματα αφοπλισμού, επαναδιαπραγματεύσεις στην Υπερκαυκασία, κ.τ.λ.).
B.1. Το ζήτημα των Υδάτων και των υδρογονανθράκων σε σχέση με το Κουρδικό Ζήτημα
Το κουρδικό επίσης ζήτημα δεν εξαντλείτο στα ορεινά και μη εδάφη της Ν/Α Τουρκίας. Εξικνείτο μέχρι τα εδάφη του Βορείου Ιράκ, συμπεριλαμβάνοντας τα άκρως στρατηγικά πετρελαιοφόρα κοιτάσματα της Μοσούλης και του Κιρκούκ, την βορειοδυτική Συρία και το Δυτικό/Νοτιοδυτικό Ιράν. Πληθυσμιακά ανεφέρετο σε 30 εκατομμύρια περίπου πληθυσμό με σαφή εθνική συνείδηση και αυτοπροσδιορισμό. Επίσης κατείχε, με πληθυσμιακή πυκνότητα από 75%-100%, την περιοχή πέριξ και νοτίως του Ερζερούμ όπου ευρίσκονται οι πηγές του Τίγρητος και του Ευφράτη, δηλαδή το 70% περίπου των υδάτων της Εγγύς Ανατολής. Τα ύδατα που γονιμοποιούν τα εδάφη της Συρίας, του Ιράκ και βεβαίως της Ν/Α Τουρκίας. Συνεπώς εδάφη μεγίστης στρατηγικής σημασίας για τον επισιτισμό τριών μεγάλων κρατών της Εγγύς Ανατολής. Η Τουρκία χρησιμοποίησε τα ύδατα αυτά με ένα τεράστιο πρόγραμμα φραγμάτων και υδατοφρακτών, το γνωστό ως G.A.P (Great Anatolian Project) στις κουρδικές περιοχές της Ν/Α Τουρκίας εξαφανίζοντας εκατοντάδες κουρδικούς οικισμούς για την ολοκλήρωσή του. Mη υπαρχούσης διεθνώς αποδεκτή νομοθεσία για τα ύδατα των ποταμών (κυριαρχία, χρήση υδάτων από παρόχθιες χώρες, κ.τ.λ.), η Τουρκία ασκεί γεωστρατηγικές πιέσεις στη Συρία και το Ιράκ μέρος των οποίων οδήγησαν και στην απομάκρυνση Οτσαλάν από τη Συρία με τα γνωστά αποτελέσματα για τον Κούρδο ηγέτη.
Β.2. Τα κατά περιόδους "ανεξάρτητα" Κουρδιστάν και οι καταπνιγείσες Κουρδικές εξεγέρσεις μεγάλης κλίμακας.
Το δεύτερο γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος ζήτημα στην περιοχή του Νοτίου Κουρδιστάν είναι τα εξαιρετικής ποιότητος (σχεδόν η χαμηλότερη περιεκτικότητα σε θειικές προσμίξεις) πετρέλαια της Μοσούλης και του Κιρκούκ (τύπου Light Kirkuk). Το κόστος του βαρελιού του “Light Kirkuk” με τις σημερινές τιμές του πετρελαίου είναι μόνον...US $ 1! Με παραγωγή, συνεπώς, ενός και ημίσεος έτους των δύο αυτών κοιτασμάτων του Ιρακινού Κουρδιστάν μπορεί κανείς να αγοράσει την...Gazprom! Η Τουρκία ανησυχεί ότι το ήδη, ανεπισήμως, σχηματισθέν Κουρδικό “ομόσπονδο” κρατίδιο του Βορείου Ιράκ θα αποτελέσει τον χρηματοδότη εξαγωγής των Κουρδικών εξεγέρσεων στα εδάφη της. Αλλά προωθεί και στους γείτονές της Ιράν και Συρία, ιδιαιτέρως μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και της αποχωρήσεως των Σοβιετικών Συμβούλων από τη Δαμασκό, την άποψη ότι όλοι μαζί πρέπει να συνεργασθούν για να ακυρώσουν αυτές τις αποσχιστικές κουρδικές εξεγέρσεις οι οποίες θα χρηματοδοτούνται από το κρατίδιο του Ιρακινού Κουρδιστάν.
Κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, πριν το 1989, το θέμα αυτό δεν ετίθετο, τουλάχιστον μετ' επιτάσεως. Το προαναφερθέν όμως vacuum ισχύος, και η αποχώρηση των πρώην σοβιετικών στρατιωτικών συμβούλων από την περιοχή δημιούργησε τις προϋποθέσεις εκείνες που οδηγούν στην “πλήρωση” του κενού αυτού από ισλαμικές ή και ισλαμιστικές δυνάμεις της περιοχής οι οποίες διεκδικούν έναν νέο ηγεμονικό καθοδηγητικό ρόλο στον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο.
Τέτοιες ακριβώς περιπτώσεις είναι το Ιράν (με σκληρό αντίπαλο την Σαουδική Αραβία), η νεο-χαλιφατική, ισλαμιστική κυβέρνηση της Τουρκίας (με προσωρινή, αλλά αποσταθεροποιητική, τακτικιστική συνεργασία με το Ιράν), η Σαουδική Αραβία ως κάτοχος των Ιερών Τόπων του Ισλάμ (Μέκκα και Μεδίνα) και διακριτικός χειριστής του σουνιτικού ισλαμιστικού κινήματος αλλά και η Αίγυπτος ως ο πλέον αξιόπιστος αμυντικά και πολιτικά σύμμαχος της Ειδικής Σχέσεως και του Ισραήλ. Καμία όμως από τις χώρες αυτές δεν είναι εισέτι σε θέση να εκπληρώσει αυτού του είδους τις φιλοδοξίες. Έτσι η Τουρκία προτείνοντας αφενός τον “Δυτικό” αλλά και “ισλαμικό” χαρακτήρα της και αφετέρου τον ρόλο του ηγέτη στην ανάσχεση του αποσχιστικού κουρδικού κινήματος στην περιοχή προς όφελος όλων διεκδικεί με τη σειρά της το ρόλο του Ηγέτη της Ούμα (Κοινότητα των Πιστών) του Ισλάμ.
Η μέθοδος την οποία χρησιμοποιεί για να αποκτήσει την επιστοσύνη του μεταχαλιφατικού, αραβομουσουλμανικού κόσμου, την οποία και δεν είχε ποτέ, είναι επιθετική, “τουρκο-ισλαμικής” ιδεολογικής “συνθέσεως”, προκρούστεια και άκρως επικίνδυνη για την ίδια, αλλά και για την ειρήνη στην περιοχή. Επιθυμεί να είναι εμφανής της σύγκρουσή της με το Ισραήλ και η προσπάθειά της να απομονώσει διεθνώς από ηθική, πολιτική, αμυντική και οικονομική άποψη αυτόν τον “Σιωνιστικό Σατανά” προς “όφελος του αραβομουσουλμανικού κόσμου”. Τα στερεότυπα περισσεύουν, όπως παρατηρεί κανείς. Έτσι εξηγούνται και οι σχετική κλιμάκωση ενεργειών, τα τελευταία τρία χρόνια οι οποίες βαθαίνουν, και μάλιστα εμφανώς, το χάσμα των Τουρκο-Ισραηλινών σχέσεων.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου