Δώσε και μένα μπάρμπα Σαμ...
Φαήλος Μ. Κρανιδιώτης, Δικηγόρος.Το πρόβλημα της Πατρίδας δεν είναι μαθηματικό, λογιστικό. Δεν είναι κάποια εξίσωση που θα ‘ρθει κάποιος καλογυαλισμένος εγκέφαλος από το LSE και θα την λύσει. Ούτε κάποιο μπέρδεμα με τα κοινόχρηστα και το πετρέλαιο, που θα αναλάβει η κωλοπετσωμένη κυρία του πέμπτου διαχειρίστρια και θα το λύσει. Ο ελληνικός «υπαρκτός σουρεαλισμός» ήταν κάτι παραπάνω από κακή διαχείριση. Ήταν μια διαρκής επιδρομή, κύματα λεηλασίας της Πατρίδας που κράτησαν δεκαετίες. Όχι μόνο του πλούτου της αλλά και των συνειδήσεων, της νοοτροπίας του μέσου Έλληνα. Ο λουφές δεν ήταν μόνο το χρήμα, ήταν και το κουφάρι της εργασίας ως αυτοτελούς αξίας, της φιλοτιμίας και της εντιμότητας. Με κάθε ΜΟΠ, κάθε «Πακέτο» Ντελόρ, με κάθε Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης, με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, με κάθε μεγάλο έργο και προμήθεια, οι πλιατσικολόγοι της γνωστής πλατείας και των πέριξ αρματώνανε τα πειρατικά τους και σαν νέοι Βερβερίνοι επέδραμαν στα Υπουργεία, στους προϋπολογισμούς, στις επιχορηγήσεις και στα δάνεια.
Η ανακυκλωμένη αριστεράντζα στελέχωσε πυκνά τους μηχανισμούς της λεηλασίας. Όταν δεν …μετέχεις του Ελληνικού Τρόπου κι η θεώρηση σου δεν είναι ανθρωποκεντρική, όταν πιστεύεις με τόσο πάθος πως όλα είναι οι οικονομικές διαδικασίες, τότε το απρόσωπο της εκπεσούσης ψευτοεπαναστατικότητας σου, εύκολα μετατρέπεται σε κοινή λαμογιά.
Γρήγορα δε πέσανε όλες οι μάσκες και τα φτιασίδια. Η βαριά καθεστωτική πρόοδος σπρωχνόταν κάθε 4η Ιουλίου στην πύλη της Πρεσβείας των ΗΠΑ, για να περιφέρεται στο γκαζόν του κ. Πρέσβεως με το ποτήρι με τη χαρτοπετσέτα. Κάνανε απίστευτο σέρβις σε όλα τα επίμαχα ζητήματα. Βοσνία, Κόσσοβο, Σχέδιο Ανάν. Όπως έγραψε και στο βιβλίο της η καλλίπυγος Βάλερυ Πλέϊμ Γουίλσον, που είχε υπηρετήσει στο κλιμάκιο της CIA στην Αθήνα, στην Ελλάδα έμεινε έκπληκτη από το πλήθος των ανθρώπων που την πλησίαζαν και αυτοπροσφέρονταν για να πρακτορεύσουν! Από το «Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι» στο «Δώσε και μένα μπάρμπα Σαμ»!
Αυτοί οι πρόθυμοι, αλλά και διάφοροι άλλοι, απλώς βαρεμένοι, τάχα μου γκραμσικοί, αποδομητές του Έθνους, αγκαλιά με τους μπετατζήδες – προμηθευτές – συγκροτηματάρχες έκαναν κι άλλα πράγματα. Ο Πατριωτισμός στοχοποιήθηκε και πολεμήθηκε από αυτούς, για πολλούς λόγους. Αφενός γιατί τον μισούσαν ως βασικό κύτταρο του Εθνικού Κράτους, αφετέρου διότι είναι η κινητήρια δύναμη των πολλών, ο ακρογωνιαίος λίθος της πίστης στην Πατρίδα και τους Νόμους της. Ο άπατρις κι ο χαζοδιεθνιστής ή έστω αυτός που έχεις μισοπείσει ότι όλα είναι «μύθοι», είναι πιο εύπλαστος και υπάκουος, αντιστέκεται λιγότερο στην ανομία της παρασιτικής ολιγαρχίας. Αυτή η βασική πηγή πνευματικής και πολιτικής αντίστασης, ο Πατριωτισμός, δεν έπρεπε λοιπόν μόνο να πολεμηθεί για να απονευρωθεί η κοινωνία, έπρεπε και να γελοιοποιηθεί.
Έτσι ως αντίπαλο δέος στην επιδρομή της ανακυκλωμένης προοδευτικάντζας και σε όσα αυτή κόπριζε στα μυαλά των νέων στην εκπαίδευση ή ως νεολογισμούς και «πρωτοβουλίες» στον δημόσιο βίο και την πολιτική, προωθήθηκαν και καθιερώθηκαν φαιδρά πρόσωπα. Ένας «πατριωτισμός» κακομοίρης, ημιμαθής, ανειλικρινής, όλο κορώνες, τούμπες και βαρελάκια. Προϊόν καπηλείας και προς διάθεσιν από τηλεμάρκεντινγκ και μεσημεριανές εκπομπές. Αστρολογικές προβλέψεις, τσιφτετέλια, οι νέες τάσεις στα μαγιό κι ολίγος φωνακλάς «πατριωτισμός», που ταυτοχρόνως γυαλίζει και το Μνημόνιο.
Σε κάθε σημαντικό γεγονός ή κρίση, απέναντι στα όσα απίθανα κι ανερυθρίαστα προωθούσε και προωθεί το σύστημα λεηλασίας και αποδόμησης, δεν έβλεπες να προβάλλουν τα κυρίαρχα ΜΜΕ σοβαρό πατριωτικό λόγο. Ποιος π.χ. τόλμησε για το ρεπούσειο πόνημα ή τώρα για την κακοποίηση της Εθνεγερσίας να δώσει βήμα στον σπουδαίο Σπύρο Βρυώνη; Τις αλήθειες για την Τουρκία και την μαϊμού προοδευτική «ιστοριογραφία» δεν πρέπει να της λέει ο Βρυώνης ή ο Νεοκλής Σαρρής, γιατί έχουν κύρος, επιχειρήματα και δεν είναι «ανοιχτοί» πουθενά. Αφήνανε λοιπόν διάφορους σαλτιμπάγκους να ωρύονται, διότι την επόμενη κιόλας μέρα μπορούν να τους γελοιοποιήσουν για την βλαχογκλαμουριά τους, την ασυνέπεια τους, για την ίδια την φτηνή αισθητική της εκφοράς τους λόγου τους. Κι ύστερα να ταυτίσουν την μεγάλη ιδέα του Πατριωτισμού με τα ευτελή πρόσωπα, την φαιδρή δημόσια παρουσία τους κι έτσι να χτυπήσουν στο συλλογικό υποσυνείδητο την ίδια την ιδέα.
Παρά όμως την επί δεκαετίες αποδόμηση και την παρακμιακή κυριαρχία στον Τύπο και στην Παιδεία, ο σκληρός πυρήνας του Ελληνισμού αντέχει. Το ένστικτο της επιβίωσης και μια διάχυτη συλλογική μνήμη ακόμη δονούν τις μύχιες χορδές των απλών ανθρώπων και ηχεί το αρχαίο τραγούδι μας. Οι χωριάτες κι οι κλεφταρματολοί με τις λερές φουστανέλες, οι αγρότες, εργάτες, δάσκαλοι και μικροέμποροι που μάτωσαν και πήγαν με το ντουφέκι και την ξιφολόγχη τους γιους του Ερτογρούλ πίσω στην Ασία, είχαν κάτι κοινό με τους επόμενους. Τα παιδιά και τα εγγόνια τους αγωνίστηκαν στην Πίνδο και στην Βόρειο Ήπειρο, οι κληρονόμοι τους, ο Νικηφόρος κι ο Μυριδάκης βγήκαν κι αυτοί στο κλαρί ζωσμένοι την αρχαία φιλοτιμία στην αντίσταση κατά των γερμανοϊταλών. Στα βουνά της Πατρίδας, στις άμμους της Αφρικής, στο Ρίμινι, η σκυτάλη συνέχισε το ταξίδι της. Όταν ο Γρηγόρης Αυξεντίου, ο Αρχηγός των Αρχηγών, καθώς καιγόταν ζωντανός στο κρησφύγετο του Μαχαιρά, φώναζε στον Αυγουστή Ευσταθίου «Μη φοβάσσαι, ρε μισκή, μη φοβάσαι!», αυτός ο φτωχός ταξιτζής από τη Λύση, συνέχιζε το ίδιο τραγούδι. Το ίδιο που τραγούδησαν ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης κι ο Κυριάκος Μάτσης, ο χαρισματικός γεωπόνος που περικυκλωμένος φώναξε στους Άγγλους για τα όπλα του, πριν πέσει στην μάχη “Come and get them”. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974, η επόμενη γενιά αγωνίστηκε κι αυτή στο ακρογιάλι της Κερύνειας, στον Άγιο Ιλαρίωνα και στο Κιόνελη. Ο Μπικάκης, ο Κουρούπης, ο Κρατημένος, ο Τάσος Μάρκου, ο Κατούντας, ο Γλεντζές κι οι σύντροφοι τους είχαν στις πράξεις τους την αψεγάδιαστη δωρική αισθητική όλων των αγωνιστών προπατόρων μας. Μια αισθητική σμιλεμένη με το ήθος και την φιλοτιμία του Ελληνικού Τρόπου. Κι όσο παράξενο κι αν σας φαίνεται, αυτή η μία και μόνη αρετή, ο λιτός κι απέριττος Πατριωτισμός μας, είναι αυτό που θα μας βγάλει από την κρίση. Γιατί η ζωή δεν είναι λογιστικό πρόβλημα. Είναι αγώνας…
(Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Δημοκρατία» στις 13/04/2011)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου