Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Ενδιαφέρουσα πολιτική ανάλυση


Μπλέξαμε. Καιρός να ξεμπλέξουμε!
Κωνσταντίνος Σοφούλης, 04/06/2014



Τα αποτελέσματα των τριπλών εκλογών ανέδειξαν πολλά και ενδιαφέροντα πολιτικά φαινόμενα και ζητήματα. Για τα περισσότερο έχουμε καιρό να τα συζητήσουμε με άνεση. Οι ευρωεκλογές, όμως, ανέδειξαν κυρίως ένα ζήτημα που με προτεραιότητα πρέπει να το αποσβέσουμε το ταχύτερο όσοι ελπίζουμε ακόμη στη δημιουργία φορέα της κεντροαριστεράς. Και αυτό είναι τα πολυδύναμα ερωτήματα που έθεσε η αναξιοπιστία της ΔΗΜΑΡ. Στην αξιοπιστία και στη σημασία της πολλοί είχαν επενδύσει ελπίδες, εξ ου και αβασάνιστη άποψη, ότι συγκρότηση της κεντροαριστεράς δεν μπορεί να γίνει χωρίς την ΔΗΜΑΡ. 
Και ξαφνικά ανέκυψε, μετά τα ρεζιλίκια εξ αιτίας της ήττας της, το ερώτημα «ποια ΔΗΜΑΡ;». Η ηγετική ομάδα ανέδειξε το ερώτημα κατά πόσο νοείται συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, προφανώς για να αποπροσανατολίσει τη συζήτηση από τις ευθύνες της για την ήττα. Το ερώτημα είναι προφανώς πλαστό: Το θα κάνει η κεντροαριστερά μετά τις προσεχείς εθνικές εκλογές, όποτε γίνουν, είναι ζήτημα που θα κριθεί προφανώς από την κατάθεση των προγραμματικών θέσεων των κομμάτων που θα αναζητήσουν συνεργασίες και όχι δογματική επιλογή του τύπου «γουρούνι στο σακί». Ειδικά για τον ΣΥΡΙΖΑ ποιος μπορεί να προκαταλάβει την όποια πολιτική συνεργασία σήμερα, όταν η θολούρα της πολιτικής ατζέντας χωράει συζήτηση από το ΚΚΕ μέχρι την Χρυσή Αυγή. Η κεντροαριστερά πρέπει να έχει την δική της ξεκάθαρη ατζέντα, και όταν τεθεί ζήτημα μετεκλογικών συνεργασιών, τότε, με βάση αυτή την ατζέντα να επιδιώξει τις όποιες προγραμματικές συνεργασίες κρίνει ότι δεν παραβιάζουν τα ιερά και τα όσιά της.

Αν η θολούρα του πολιτικού λόγου του ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύει την όποια πρόγνωση για μετεκλογικές συνεργασίες, τώρα προστέθηκε και η θολούρα της ΔΗΜΑΡ σε αναφορά πλέον για την συμμετοχή της ή όχι στην δημιουργία της κεντροαριστερής ενιαίας παράταξης. Τώρα πολλοί διερωτώμεθα, ποια άραγε από τις δύο φανερές πια συνιστάμενες της ΔΗΜΑΡ χωράει στην συγκροτημένη κεντροαριστερά, ιδίως αν, ως κεντροαριστερά εννοούμε περίπου την σοσιαλδημοκρατία. Η μία από τις συνιστάμενες προφανώς χωράει, ή άλλη με κανένα τρόπο. Είναι μάλιστα και επικίνδυνη στην προοπτική της. Γιατί το εγχείρημα της κεντροαριστεράς δεν μπορεί να είναι ένας άλλος δρόμος προς τον σημερινό Σύριζα, αλλά ούτε και ένας μόνιμος εταίρος της κεντροδεξιάς. Για τον ίδιο λόγο, λοιπόν, που δεν χωράει ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ σε κανένα σοσιαλδημοκρατικό σχήμα, δεν χωράει και η ΔΗΜΑΡ του Κουβέλη. Το θα μπορούσε να γίνει αν αλλάξει ο ΣΥΡΙΖΑ, νομίζω ότι είναι τσάμπα συζήτηση και δεν αφορά την κεντροαριστερά. Βαρύς ο αφορισμός; Ας τον δούμε αναλυτικότερα.

Ο προβληματισμός μου ξεκινάει από τα όσα η κουβελική πτέρυγα (που ακόμη και αυτή δεν είναι ενιαία και σαφής) υποστηρίζει για την προοπτική μιας «αριστερής συμμαχίας» δείχνοντας προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Για να έχει νόημα η θέση αυτή πρέπει προφανώς να δεχτούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, με την σημερινή μορφή του, είναι αξιόπιστος αριστερός πολιτικός σχηματισμός. Στην απάντηση προφανώς δεν χωράει κανένας καιροσκοπικός υπολογισμός, όπως, λ.χ. να πάρουμε υπόψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ήδη σχετικά μεγάλη πολιτική δύναμη, την οποίας θα μπορούσαμε να την «εκμεταλλευτούμε» ως ευκαιρία κ.ο.κ. Γιατί ακούγονται και κάτι τέτοια! Η απάντηση πρέπει να στηρίζεται στα δεδομένα και να έχει λογική συνέπεια σε ότι αφορά την συνάφειά της με την ιδεολογική και πολιτική ατζέντα της σοσιαλδημοκρατίας. 
Η παραδοχή, λοιπόν, ότι το σημερινό μόρφωμα του κ. Τσίπρα αποτελεί έκφραση της αριστεράς ιδεολογίας και πολιτικής, κατά την γνώμη μου, κάθε άλλο παρά αυτονόητη είναι. Γιατί άραγε ο ΣΥΡΙΖΑ να θεωρείται αριστερό κόμμα και να μην θεωρείται λ.χ. Περονικό ή Τσαβικό; Κάνουν λάθος όσοι νομίζουν ότι οι πρώιμες αναφορές του Τσίπρα στους λαϊκισμούς της Νότιας Αμερικής ήταν απλώς κάτι άγουροι οπορτουνισμοί. Προσωπικά πιστεύω ότι αυτές οι αναφορές πηγάζουν από μια βαθύτερη αντίληψη της πολιτικής και βρίσκονται στον πυρήνα της συριζικής αφήγησης. Αντικατοπτρίζουν την θολούρα της «πίστης» στην αποκαλούμενη «λαϊκή εξουσία», την οποία ανακαλύπτουμε επίσης στο ΚΚΕ, αλλά και στους Ανεξάρτητους Έλληνες, ακόμη και στην Χρυσή Αυγή. Όλοι αυτοί οι πολιτικοί σχηματισμοί, για να εκφράσουν τον λαϊκισμό τους, αρνούνται στο βάθος την ευρωπαϊκή αντιπροσωπευτική δημοκρατία, δηλαδή τον ηγεμονεύοντα ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό και επικαλούνται την θέση ότι εκφράζουν την βούληση μιας δικής τους φαντασιακής κατασκευής που ονομάζουν «Λαό», τον οποίο μπορούν να φωτογραφήσουν μόνο ως μάζα ανθρώπων που κουνούν γροθιές! Αυτός, άλλωστε, είναι και ιδεολογικός πυρήνας όλων των μορφών λαϊκισμού, της δεξιάς και της αριστεράς. Ο λαϊκισμός, όμως, στην ακραιφνή μορφή του, δεν είναι μήτε δεξιός ούτε αριστερός. Είναι απλώς λαϊκισμός που στο τέλος θα εκφραστεί με κάποια μορφή ολοκληρωτικής πολιτικής οργάνωσης της εξουσίας.

Είναι, λοιπόν, «αριστερό» ένα λαϊκίστικο κόμμα; Αμφιβάλλω αν οιοσδήποτε στοχαστικός πολιτικός αναλυτής θα μπορούσε σήμερα να υποστηρίξει κάτι τέτοιο. Για να είμαι ειλικρινής, δεν υποστηρίζω, σώνει και καλά, ότι είναι περονικό κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε γνήσια Τσαβικό. Έχω, όμως, πολλά στοιχεία που με πείθουν ότι ο λαϊκισμός του θα το είχε αναπόφευκτα οδηγήσει σε περονισμό αν επιχειρούσε πολιτικά σε λατινοαμερικανική χώρα, προς τις οποίες άλλωστε τακτικά αλληθωρίζει. Μήπως άραγε το κυρίαρχο στελεχιακό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ δεν εύχεται στο βάθος της καρδιάς του να είχαμε καταστάσεις νοτιοαμερικανικής κρίσης για να δικαιολογήσει το όραμά του για μια δημοκρατία του δρόμου; Και τι ακριβώς αποκαλύπτει η τακτική επίκληση του διπλού παιχνιδιού ανάμεσα στην θεσμική εκδήλωση της πολιτικής και στη «φωνή του δρόμου»; Δεν το λέει κάθε λίγο και λιγάκι; Γιατί υποβαθμίζουμε την σημασία του δόγματος αυτού;

Προσωπικά υποστηρίζω ότι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ είναι γνήσια λαϊκιστικό κόμμα, που προσχηματικά αξιοποιεί τον μύθο της Αριστεράς, η οποία για χίλιους δυο λόγους, γνωστούς πλέον στους νέους ιστορικούς, έχει γίνει, δυστυχώς, το θολό υπεραφήγημα στην χώρα μας από το τέλος του Πολέμου και δώθε που μαζεύει ψήφους και συμπάθεια με την εκφώνησή του. Η επίκληση μιας αριστερής γενεαλογίας αποτελεί απλή αβάντα για ένα λαϊκιστικό κόμμα, χωρίς να έχει καμία σχέση με τον βαθύ νεωτερικό ανθρωπισμό που εκφράζεται από τις αριστερές ιδεολογίες του ευρωπαϊκού πολιτικού πολιτισμού. Και είναι ένα πολύ γόνιμο υπεραφήγημα, η αριστερή γενεαλογία, στη πατρίδα μας όπου, όσοι ψάρεψαν στα θολά του νερά του, αποκόμισαν πάντα μεγάλα πολιτικά κέρδη. Απόδειξη το ΠΑΣΟΚ μέχρι την κρίση του 2009. Τώρα στο ίδιο χωράφι οργώνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Η σοσιαλδημοκρατική κεντροαριστερά στο ίδιο θολό ποτάμι θα ψαρέψει, λοιπόν; Αλλοίμονό μας! Αν έχει μια πιθανότητα να αποτελέσει αυτόνομο πολιτικό σχήμα η ελληνική σοσιαλδημοκρατία, αυτή στηρίζεται στο να θεμελιωθεί στην ευρωπαϊκή αριστερή παράδοση. Όχι στον υποβόσκοντα ρεβανσισμό του ΚΚΕ.

Η συζήτηση των κουβελικών για την προοπτική στήριξης ενός κυβερνητικού σχήματος με πυλώνα τον ΣΥΡΙΖΑ αποκαλύπτει την αγεφύρωτη διαφορά ανάμεσα στην αντίληψη που η πλειοψηφία της ΔΗΜΑΡ έχει για την ουσία του κεντροαριστερού εγχειρήματος, και με σαφή προσανατολισμό προς μια σοσιαλδημοκρατική ατζέντα στις μέρες μας, και στις οπορτουνιστικές προσδοκίες της ηγετική ομάδας της. Και μόνη η εμμονή του Τσίπρα στην, έστω και de facto (βλ. περίπτωση Πάτρας) συμμαχία με το ΚΚΕ αποκαλύπτει το χάσμα αυτό. Πώς είναι δυνατόν να συμμαχήσει κανείς με ένα κόμμα που ρητά απορρίπτει την αντιπροσωπευτική φιλελεύθερη δημοκρατία; Και σε τι διαφέρει η απόρριψη αυτή από την ομόρροπη αντίστοιχη θέση της Χρυσής Αυγής; Και οι δύο μιλούν για «λαϊκή κυριαρχία» πέραν του συστήματος της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Μιλούν με όρους ολοκληρωτικής μεταφυσικής, με άλλους λόγους. Μπορεί να έχουν διαφορετική αντίληψη για το ποιος θα ηγείται αυτής της υποτιθέμενης «άλλης λαϊκής κυριαρχίας». Το ΚΚΕ προφανώς ονειρεύεται μια ταξική μονοδιάστατη εκπροσώπηση του λαού, και η Χρυσή Αυγή μάλλον προτείνει κάποιον Φύρερ που θα ενσαρκώσει το πνεύμα του Λαού. Και οι δύο δρόμοι, στο πρόσφατο παρελθόν, οδήγησαν στο ίδιο αποτέλεσμα: Στον Στάλιν και τον ολοκληρωτισμό του από τη μία, στον Χίτλερ και στον σοβινιστικό ρατσισμό του από την άλλη. Η ιστορία έδειξε πόσο γρήγορα συγκλίνουν οι ολοκληρωτικές αντιλήψεις προς τις ίδιες πολιτικές πρακτικές. Ο λόγος είναι πλέον πασιφανής: Όποιος αρνείται τον αναπόφευκτο πλουραλισμό μιας φιλελεύθερης κοινωνίας, προσχωρεί σε μύθο που προκρούστεια θα πετσοκόψει στο τέλος την κοινωνία σε μεταφυσικής εμπνεύσεως «τάξεις» ή άλλα ομοιογενή «κουτάκια» (φυλές λ.χ.) για να χωρέσει στο εφιαλτικό του καλούπι. Αλλά, οι μετανεωτερικές κοινωνίες μας είναι αμετάκλητα πολυταξικές, οι δε ταξικές αντιθέσεις τους αποτελούν κομμάτι της δυναμικής της επιβίωσής τους και όχι μηχανισμούς ολοκληρωτικής ανατροπής. Δεν οδηγούν σε δικτατορίες της μιας εξ αυτών.

Με αυτά τα μυαλά, λοιπόν, είναι σαφές, ότι η πλειοψηφούσα στα «όργανα» αντίληψη της ΔΗΜΑΡ, δεν χωράει στο εγχείρημα της ανασύνταξης της σοσιαλδημοκρατικής κεντροαριστεράς. Με όλους τους άλλους που συγκατοικούν σε αυτή, μπορεί να συναντηθούμε σε μια συνεργασία που θα διαπλάσσει εξ υπαρχής τον ενιαίο χώρο που επιθυμούμε. Τονίζω ότι θα διαπλάσσει, για να σταθώ απέναντι σε κάθε αντίληψη που θέλει την κεντροαριστερά να «προσχωρεί» στο ένα ή άλλο προκατασκευασμένο προϋπάρχον σύστημα η σχήμα. Σοσιαλδημοκρατική κεντροαριστερά δεν υπήρξε καν μέχρι τώρα στην πατρίδα μας ως διακριτό και ενιαίο πολιτικό σχήμα. Μερικές εκφράσεις της υπήρξαν, αλλά όχι ολοκληρωμένη έκφραση. Επομένως, κίνδυνος καπελώματος, θεωρητικά τουλάχιστο, δεν υπάρχει αν όλοι μας προσέλθουμε με την σοσιαλδημοκρατική ταυτότητά μας στον διαμορφωτικό διάλογο.

Αυτό σημαίνει, ότι τα πράγματα θα ξεκαθαρίσουν, εν τέλει, αν και εμείς, οι σοσιαλδημοκράτες ξεκαθαρίσουμε το ιδεολογικό και πολιτικό credo μας. Αυτό δεν το έχουμε κάνει μέχρι τώρα, και γιαυτό μπερδευόμαστε σε αδιέξοδα τύπου «κεντροαριστερά δεν γίνεται χωρίς την ΔΗΜΑΡ». Οι τελευταίες εξελίξεις δείχνουν πασιφανώς, ότι η εμμονή μας αυτή δεν έχει νόημα. Δεν είχε και πριν, αλλά δύσκολα το ομολογούσαμε. Απλώς, δεν είχαμε ιδεί ξεκάθαρα την κατάσταση. Γιατί ο διχασμός της ΔΗΜΑΡ δεν προκλήθηκε από τις ευρωεκλογές. Υπήρχε ανέκαθεν και απλώς η ήττα των ευρωεκλογών ενθάρρυναν το σοσιαλδημοκρατικό κομμάτι της να αρθρώσει πιο ξεκάθαρο λόγο.

Στον δικό μου νου, το περίγραμμα της σοσιαλδημοκρατικής πλατφόρμας είναι αρκούντως σαφές. Αρκεί να διατυπωθεί και σε πολιτική πλατφόρμα. Είναι λιτό και χωρίς περιττές λεπτομέρειες. Οι λεπτομέρειες μιας οποιασδήποτε πολιτικοϊδεολογικής ατζέντας είναι δουλειά που θα αναλάβουν οι εκφραστές της, σε ένα ιδρυτικό συνέδριο για παράδειγμα, και δεν μπορεί να είναι προκατασκευασμένη προϋπόθεση για την συγκρότηση του χώρου. Βάζω, λοιπόν, στο τραπέζι της συζήτησης αυτή την ξεκάθαρη εικόνα που εμένα, τουλάχιστο, με βοηθάει να βλέπω με μεγαλύτερη ευκρίνεια της πολιτικές εξελίξεις, χωρίς καμία διεκδίκηση δογματικής ορθότητας. Άλλωστε, ένα στοιχείο της σοσιαλδημοκρατικής ιδεολογίας είναι ότι δεν επιτρέπει στον εαυτό της να εκφυλιστεί σε δόγμα μπροστά στα προβλήματα της κοινωνικής πραγματικότητας. Ξεπερνάει τον κίνδυνο του δόγματος με συνεχείς προσαρμογές στις αντικειμενικές συνθήκες χωρίς όμως και να οπορτουνίζει, όπως θα δούμε παρακάτω.

Τρείς είναι, κατά την άποψή μου, οι θεμελιακοί πυλώνες της σοσιαλδημοκρατίας: Πρώτο, η φιλελεύθερη αντίληψη της κοινωνικής δυναμικής, δεύτερο η κοινωνική αλληλεγγύη σε συνθήκες σχετικής ισότητας και τρίτο ο διηνεκής εκσυγχρονισμός. Πάνω σε μια τέτοια ιδεολογική βάση, η σοσιαλδημοκρατία χτίζει στη συνέχεια την εκάστοτε συγκεκριμένη και προσαρμοσμένη στη πραγματικότητα πολιτική ατζέντα της. Χωρίς αυτούς του πυλώνες η σοσιαλδημοκρατία χάνει γρήγορα την ταυτότητά της και εκφυλίζεται σε ένα μετριοκρατικό και εξαιρετικά οπορτουνιστικό «κέντρο» που απλώς θα αναζητά μια όποια συμμετοχή στις πολιτικές ισορροπίες. Ας δούμε, από πιο κοντά τους τρείς πυλώνες και ας τους σχολιάσουμε ειδικότερα ως προς την έκφρασή τους στην τρέχουσα ελληνική συγκυρία.

Φιλελεύθερη αντίληψη της κοινωνικής δυναμικής: Πρόκειται για την μεγαλύτερη κοσμοθεωρητική κατάκτηση της νεωτερικότητας. Εκφράζει την πίστη μας στην ελευθερία του ατόμου και ερμηνεύει τις κοινωνικές συλλογικότητες ως δημιουργήματα αυτής της ελευθερίας ενώ, ταυτόχρονα, πιστεύει ότι αυτή η ελευθερία δεν μπορεί να ανεχθεί την επιβολή της σε βάρος της ελευθερίας του οποιουδήποτε άλλου. Αναγκαίο πόρισμα της φιλελεύθερης αντίληψης είναι αποδοχή της ελεύθερης αγοράς ως μηχανισμού που εκφράζει την οικονομική ελευθερία του ατόμου στον τομέα της παραγωγής και διανομής αγαθών και υπηρεσιών. Εξ ίσου σημαντικό πόρισμα είναι και η παραδοχή ότι μια κοινωνία ελευθέρων ανθρώπων αναπόφευκτα θα είναι πολυταξική.
Η χώρα μας πάσχει ιστορικά από έλλειψη φιλελευθερισμού. Ο πολιτικός πολιτισμός μας σχεδόν πάντα αναζητούσε και αναζητά συλλογικότητες, πραγματικές ή φαντασιακές, που υποτίθεται θα αναλάβουν εκείνες την επιβολή των επιθυμιών μας. Στην πραγματικότητα οι επίκληση των συλλογικοτήτων είναι προσχηματική για να κρύψει την ωμή διεκδίκηση εξουσίας για ίδιον όφελος. Για χάρη του Λαού εμφανίζονται οι διδάκτορες, για χάρη του Λαού εμφανίζονται και επαναστατικές μειοψηφίες. Στη μεταπολεμική Ελλάδα, η μεγαλύτερη απόκλιση από το φιλελεύθερο ιδανικό υπήρξε το παγιωμένο δίπολο «εθνικοφρονισμού» - «αριστερισμού» που διαμορφώθηκε ως πρόσχημα και αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου. Από τη μία πλευρά όσοι επικαλούνται την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία ενός αλλά καρτ οριζόμενου εθνικού συμφέροντος και από την άλλη, εκείνοι που ανήγαγαν την έννοια της αριστεράς σε ‘Αριστερά» ως μεταφυσικό εργαλείο που κρύβει τον ρεβανσισμό των ηττημένων του εμφυλίου πολέμου. Καμιά πλευρά από εκείνες που ενεπλακησαν πρωτοβουλιακά στην εμφύλια σφαγή, δεν αναγνώρισε τα λάθη της και δεν πήρε κάποια οριστικά μαθήματα. Ο εμφύλιος διχασμός δεν έκλεισε ποτέ τα τεφτέρια του. Για τους «εθνικόφρονες» η Δεξιά νίκησε στον εμφύλιο την ξενόδουλη ανταρσία και για τους αριστερούς η «Αριστερά» νικήθηκεπρόσκαιρα, από την ξενόδουλη Δεξιά. Ο διχασμός καλά κρατεί, σε βάρος της φιλελεύθερης συμφιλίωσης. Και οι δύο πλευρές αναζητούν συνεχώς κάποιο σχήμα για να τιθασεύουν το κοινωνικό σύνολο μεταμορφώνοντάς το κατά το δοκούν σε «Λαό» που εκφράζεται αποκλειστικά μέσω αυτών. Για την κάθε μία από τις δύο αυτές πλευρές, ή άλλη αποτελείται από προδότες, εθνικούς μειοδότες, πράκτορες ξένων συμφερόντων και ότι άλλο μπορεί να επικαλεστεί ως αναπόδεικτο σχετλιαστικό χαρακτηρισμό και ως ύβρη. Η κοινωνία των πολιτών που τόσο ανθεί στον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό, έχει μείνει απέξω, ερμητικά αποκλεισμένη στο περιθώρια από τους μονομάχους. Η κεντροαριστερά έχει ως ιστορική αποστολή να θρυμματίσει αυτόν τον συνεχιζόμενο κρυφό εμφύλιο πόλεμο, φέρνοντας τον ορθολογισμό τόσο στην ανάλυση, όσο και στον σχεδιασμό και την εφαρμογή των πολιτικών που εκφράζουν το περιεχόμενο της σύγχρονης δημοκρατικής εξουσίας.

Η κοινωνική αλληλεγγύη σε συνθήκες σχετικής ισότητας είναι η ηθική αρχή γύρω από την οποία πλέκεται το πολιτικό σχέδιο της σοσιαλδημοκρατίας στα πλαίσια της φιλελεύθερης παραδοχής της ελεύθερης αγοράς. Η κοινωνική αλληλεγγύη έχει οριζόντια και κάθετη διάσταση. Οριζόντια ορίζεται ως φροντίδα για τους πιο αδύναμους να φέρουν το βάρος μιας ανθρώπινης ζωής για να τους εντάξουν στα ηθικά στάνταρντ της κοινωνίας μας. Κάθετα, ορίζεται ως αλληλεγγύη των διαδοχικών γενεών, από τα παιδιά μας στα παιδιά των παιδιών κ.ο.κ. μέχρις εξαντλήσεως μιας ρεαλιστικής αντίληψης του έθνους και της ανθρωπότητας εν συνόλω. Η αλληλεγγύη και στις δύο διαστάσεις της, εκφράζεται με πολιτικές πρόνοιας και αναδιανομές πλούτου που για να στηριχθούν αναγκαστικά πρέπει να μειωθούν οι τελικές οικονομικές και άλλες ανισότητες. Έτσι, η κοινωνική ισότητα γίνεται οργανικό στοιχείο μιας κοινωνίας που ενδιαφέρεται για την συνοχή της και την κοινή ευημερία. Οι ρυθμιστικές πολιτικές που προσαρμόζουν την αγορά στις ανάγκες της κοινωνικής συνοχής και εξομαλύνουν την εξέλιξη της οικονομικής δυναμικής, αποτελούν τα βασικά εργαλεία πολιτικής για την σοσιαλδημοκρατία. Στην πατρίδα μας, μια τέτοια νηφάλια πολιτική παραμένει το ζητούμενο, αφού ο πολιτικός ανταγωνισμός συνήθως παίρνει τη μορφή διεκδίκησης της εξουσίας για να χρησιμοποιηθεί ως μηχανισμός ικανοποίησης πελατειακών συντεχνιακών συμφερόντων. Στον πυρήνα της Ευρώπης, στις περισσότερες χώρες οι σοσιαλδημοκράτες έχουν άλλο πρόβλημα: Οι κοινωνικές κατακτήσεις που επιτεύχθηκαν στο παρελθόν, με την δική τους πολιτική ευθύνη και πρωτοβουλία, στο μέγιστο ποσοστό τους έχουν ενσωματωθεί στον πολιτικό πολιτισμό τον οποίο δεν αμφισβητούν ούτε οι συντηρητικοί αντίπαλοι. Γιαυτό έχουν βρεθεί σε αμηχανία, επειδή τώρα, καλούνται να δώσουν νέες εκφράσεις στις γενικές κατηγορίες της αλληλεγγύης και της ισότητας που να συνδέονται με την τρέχουσα φάση των κοινωνικών εξελίξεων. Πρέπει να καινοτομήσουν κοινωνικά. Και αυτό δεν είναι εύκολο. Αυτό, όμως, είναι το καθήκον τους για μπορέσουν να ξαναπαίξουν τον ρόλο της κοινωνικής προόδου που έπαιξαν τόσο επιτυχώς στο παρελθόν. 

Τέλος, ο διηνεκής εκσυγχρονισμός, είναι η προσπάθεια που ανέκαθεν κατέβαλε η σοσιαλδημοκρατία για να προσαρμόζει τις πολιτικές της στις τεχνολογικές, οργανωτικές, γεωπολιτικές και πολιτισμικές μεταβολές που είναι άρρηκτα δεμένες με την δυναμική των παγκόσμιων ιστορικών εξελίξεων. Η σοσιαλδημοκρατία είναι κατά λογική συνέπεια πάντοτε μεταρρυθμιστική. Σήμερα, ιδίως, ζούμε σε μια εποχή δραματικών εξελίξεων της μορφής αυτής, καθώς καθημερινά διαπλάσσεται η ουσιαστική οντολογία της παγκοσμιοποίησης του πλανήτη μας. Η σοσιαλδημοκρατία ποτέ δεν έπεσε στην παγίδα των διαφόρων μορφής «λουδισμών» που καθηλώνουν την αντίληψη της αλλαγής σε ξεπερασμένα στερεότυπα. Η ανάγκη του εκσυγχρονισμού αποτελεί μια από τις ζωτικές συνιστώσες μιας σοσιαλδημοκρατικής ατζέντας για την πατρίδα μας.

Θέλω, τώρα, να καταλήξω σε αυτό που νομίζω ότι προέχει στην τωρινή φάση της προσπάθειας για την συγκρότηση της κεντροαριστεράς: Αν διατυπωθεί μια συνοπτική πλατφόρμα στηριγμένη στον παραπάνω ιδεολογικό καμβά, τότε εκτιμώ ότι πολλά από τα ζητήματα που σήμερα φαντάζουν ως «σοβαρές διαφορές» ανάμεσα σε εκείνους που αναπροσδιορίζονται ως κεντροαριστεροί, μπορεί εύκολα να ξεπεραστούν. Ακόμη και το ζήτημα της στήριξης της σημερινής κυβέρνησης χωράει σε αυτό το σχήμα: Οι όροι και προϋποθέσεις της πολιτικής σταθερότητας μπορούν κάλιστα να προσδιοριστούν μέσα στην ίδια την συντακτική πλατφόρμα του συγκροτημένου κεντροαριστερού, ή σοσιαλδημοκρατικού σχήματος. Το σημερινό σχήμα συνεργασίας ΠΑΣΟΚ- ΝΔ, υπό την έννοια αυτή, απλούστατα, μπορεί να θεωρηθεί κομμάτι της στρατηγικής που ενδεχομένως θα κριθεί ότι πρέπει να αναθεωρηθεί, στα πλαίσια μιας γενικότερης στρατηγικής του σχήματος που θα προκύψει. Η θέση ότι «δεν συνεργαζόμαστε με εκείνους που στηρίζουν την κυβέρνηση» έρχεται σε κραυγαλέα αντίφαση προς την ταυτόχρονα προβαλλόμενη ανάγκη της πολιτικής σταθερότητας. Είναι, λοιπόν, πρόσχημα που άλλα κρύβει. Η θέση, όμως, ότι στην καταστατική συζήτηση της κεντροαριστεράς πρέπει να περιληφθεί και στρατηγική των συμμαχιών, είναι μια ρεαλιστική τοποθέτηση που διευκολύνει την σύνθεση πολλών απόψεων και αντιλήψεων. Δεν αποκλείει κανένα εξ αρχής και δογματικά.


Ο Κωνσταντίνος Μ. Σοφούλης είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου




Δεν υπάρχουν σχόλια: