Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2011

Ο τρόμος ως πολιτικό εργαλείο


Το άρθρο αυτό του Ισπανού (βασκικής καταγωγής) πολυδιαφημισμένου φιλοσόφου Φερνάντο Σαβατέρ  γράφτηκε για άλλο σκοπό, αλλά πιστεύω ότι ταιριάζει απόλυτα στην τωρινή ελλαδική πραγματικότητα. Ας διαβαστεί με προσοχή.
ΔΕΕ
Ο τρόμος ως πολιτικό εργαλείο
Του Φερνάντο Σαβατέρ*

Η τρομοκρατία δεν είναι παρά μια μορφή εκφοβισμού. Ο εκφοβισμός, με τη σειρά του, υπήρξε ένα εργαλείο πολιτικού ελέγχου σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας. Όποιος αποβλέπει στην εξουσία, για να επηρεάσει τις διάφορες ομάδες της κοινωνίας, οφείλει να υπόσχεται στα άτομα εκείνο που επιθυμούν ή να τα απειλεί με εκείνο το οποίο φοβούνται. Και όλοι οι φόβοι ανάγονται ουσιαστικά σε έναν και μοναδικό φόβο, τον φόβο του θανάτου. Τα βάσανα και η έλλειψη ελευθερίας φοβίζουν σε διαφορετικό βαθμό, αλλά η αφαίρεση της ζωής προκαλεί σε όλους ανατριχίλα.
Όποιος εμφανίζεται κυρίαρχος της διαχείρισης του θανάτου θα κατακτήσει έτσι την υπακοή της πλειονότητας του πληθυσμού. Ο τύραννος και ο τρομοκράτης μιλούν μια γλώσσα που όλοι την κατανοούν: Να αποδεκατίσεις, δηλαδή να σκοτώσεις έναν στους δέκα, σε όλες τις γλώσσες σημαίνει ότι θα υποτάξεις τους άλλους εννέα.
Η τρομοκρατία είναι ένα φαινόμενο της μαζικής κοινωνίας, όπως και τα στρατόπεδα εξόντωσης. Θέτει στο στόχαστρο κατά προτίμηση τα μέλη εκείνου που ο κοινωνιολόγος Ντέιβιντ Ρίσμαν αποκάλεσε «το μοναχικό πλήθος», όλους εκείνους που αγκομαχούν και αναμειγνύονται στο πηγαινέλα της μεγάλης μυρμηγκιάς. Στο παρελθόν, προσπαθούσε κυρίως να πλήξει γνωστές προσωπικότητες, τα αφεντικά της εξουσίας και του πλούτου, σαν να ‘θελε να καταδείξει στους ισχυρούς του κόσμου ότι όσο υψηλή και αν είναι η θέση τους, βρίσκονται πάντοτε στο βεληνεκές κάποιου απελπισμένου, ο οποίος έχει αγανακτήσει από την -πραγματική ή υποτιθέμενη- έλλειψη δικαιοσύνης. Σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει. Σίγουρα τα σημαντικά πρόσωπα βρίσκονται πάντοτε στο στόχαστρο, αλλά οι τρομοκράτες προτιμούν την ποσότητα από την ποιότητα. Και αυτό επειδή οι καταναλωτικές δημοκρατίες, εκείνες στις οποίες όλοι μπορούν να ψηφίζουν και η κοινή γνώμη είναι η φωνή της πολιτικής πλειοψηφίας, μπορούν να εκφοβιστούν πιο αποτελεσματικά όταν πλήττονται τυφλά υπεραγορές, νυχτερινά κέντρα διασκέδασης ή ουρανοξύστες γεμάτοι γραφεία.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως εξήγησε κάποτε ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, η πρώτη βόμβα που παράγει ανώνυμα θύματα προκαλεί μια γενική αγανάκτηση εναντίον των δολοφόνων και ηθική υποστήριξη σε όσους ενεργοποιούνται για να τους τιμωρήσουν με τη μεγαλύτερη αυστηρότητα. Στη δεύτερη ή την τρίτη βόμβα παρακολουθούμε αντίθετα διαμαρτυρίες εναντίον εκείνων οι οποίοι θα έπρεπε να εγγυώνται την ασφάλεια και δεν το κατορθώνουν (αρχικά αμφισβητείται η δράση τους, έπειτα η ικανότητά τους και τελικά η νομιμοποίησή τους). Όταν φτάσουμε στην έκτη ή την έβδομη βόμβα, οι φωνές που ζητούν να ληφθούν υπόψη οι διεκδικήσεις των τρομοκρατών και που κατηγορούν την κυβέρνηση για τυφλή αδιαλλαξία γίνονται πάρα πολλές, αν όχι και κυρίαρχες.
Η χρήση του δολοφονικού εκφοβισμού είναι πάντοτε αποτρόπαιη. Ωστόσο, υπάρχει ένας μόνον τρόπος με τον οποίον οι δημοκρατίες μπορούν να αμυνθούν αποτελεσματικά εναντίον αυτού του τύπου εκφοβισμού. Αυτός ο τρόπος δεν είναι άλλος από έναν στοχασμό για τις ιδεολογικές και κοινωνικές αιτίες που γεννούν τρομοκρατία σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση. Προφανώς χρειάζεται να θεωρούμε δεδομένο ότι το να εξηγούμε τις ρίζες ενός κινήματος (ακόμα και του τρομοκρατικού κινήματος) δεν συνεπάγεται την υποχρέωση να δείχνουμε κατανόηση γι’ αυτό ή να του βρίσκουμε ελαφρυντικά και ακόμα λιγότερο να αρχίσουμε να υποχωρούμε απέναντι σε αυτό. Αυτό που είναι παράλογο είναι να αντιλαμβανόμαστε την τρομοκρατία σαν ένα φαινόμενο που είναι παντού ενιαίο και ταυτόσημο, σαν ένα γιγάντιο πρόσωπο του Κακού το οποίο εκδηλώνεται πλήττοντας με διάφορους τρόπους το Καλό, που αντιπροσωπεύεται αντίθετα από τις κυβερνήσεις και τα υπάρχοντα κοινωνικο-πολιτικά συστήματα. Το να σκεφτόμαστε ότι υπάρχει μόνον η τρομοκρατία είναι σαν να σκεφτόμαστε ότι οφείλουμε να καταπολεμούμε μόνο την Ασθένεια, χωρίς να διακρίνουμε αν προέρχεται από μόλυνση ή από έλλειψη υγιεινής, αν πλήττει τους πνεύμονες, το συκώτι ή την όραση. Ποτέ δεν είναι ωραίο να είμαστε άρρωστοι. Κανείς όμως δεν μπορεί να θεραπευτεί αν σε όλες τις περιπτώσεις εφαρμόζεται πάντοτε η ίδια θεραπεία του ηλεκτροσόκ.
Θα ήθελα να είμαι σαφής: Όσο και αν είμαστε πεπεισμένοι ότι η εγκληματική μέθοδος που χρησιμοποιεί τον άμαχο πληθυσμό σαν όμηρο είναι πάντοτε απαίσια και καταδικαστέα, δεν μπορούμε να αποδεχθούμε τη χρήση του όρου «τρομοκρατία» με τρόπο μονοσήμαντο και χωρίς συμπληρωματικές διευκρινίσεις για την Παλαιστίνη, την Κορσική, την Τσετσενία, την Κολομβία ή και για τη Νέα Υόρκη, το Ιράκ, τη Μαδρίτη, το Λονδίνο ή τη Χώρα των Βάσκων. Υπάρχουν τρομοκρατίες που στηρίζονται στην αλαζονεία του φανατισμού και άλλες που επωφελούνται από την αληθινή απελπισία. Ορισμένοι τρομοκράτες εξεγείρονται ενάντια σε νόμους που περιθωριοποιούν τον πληθυσμό στον οποίο αναφέρονται, ενώ υπάρχουν άλλοι που επωφελούνται αντίθετα από νόμους που παραχωρούν ακόμα και προνόμια σε αυτούς τους πληθυσμούς. Και ούτω καθεξής.
(...) Το απίστευτο είναι ότι έπειτα από κάθε τρομοκρατική επίθεση υπάρχουν πάντοτε ευγενικές ψυχές που μιλούν για το «ανώφελο» της βίας. Κάνουν λάθος. Στην πραγματικότητα, για τη βία όλα μπορούν να λεχθούν εκτός από το ότι είναι ανώφελη.
Αντίθετα είναι τόσο χρήσιμη ώστε δεν υπάρχει άλλη θεραπεία από το να την απαγορεύσουμε στα άτομα (και να παραχωρήσουμε, υπό αυστηρούς περιορισμούς, το μονοπώλιό της στο κράτος), γιατί διαφορετικά όλοι θα ένιωθαν τον πειρασμό να προσφύγουν σε αυτήν.
* Το παραπάνω κείμενο του ισπανού φιλοσόφου Φερνάντο Σαβατέρ είναι απόσπασμα της παρέμβασής του σε Φεστιβάλ Φιλοσοφίας που έγινε τον περασμένο Σεπτέμβριο στην ιταλική πόλη Καράρα. Επιμέλεια Θανάσης Γιαλκέτσης

Επτά, ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 14/11/2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: