Ο Κωνσταντίνος Μ. Σοφούλης είναι ομότιμος καθηγητής
στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Ένα σημαντικό άρθρο-παρέμβαση που πρέπει να διαβαστεί και να προβληματίσει.
ΔΕΕ
Τα όνειρα ελευθερίας
του ΣΥΡΙΖΑ
Κωνσταντίνος Σοφούλης
Πίσω από κάθε «αντιμνημονιακή» κορώνα των ποικίλων επισήμων και ανεπισήμων παραγόντων του ΣΥΡΙΖΑ ηχεί ως μουσικό υπόβαθρο μια προσδοκία απελευθέρωσης από τις εξαρτήσεις που έφερε η κρίση. Κρύβεται ένα όνειρο ελευθερίας. Άραγε ποια ελευθερία ονειρεύονται;
Η πρώτη απάντηση που έρχεται στο νου του καλόπιστου παρατηρητή είναι ότι ονειρεύονται μια εποχή χωρίς τις πρόσθετες δεσμεύσεις των προγραμμάτων στήριξης. Μας λέει όμως τίποτα το ουσιώδες μια τέτοια απάντηση; Κατά την άποψή μου όσο προφανής φαίνεται τόσο ασαφής είναι ως απάντηση στο ερώτημα. Γιατί η ουσία της απάντησης θα έπρεπε να είναι μια πλήρης καταγραφή των «δεσμεύσεων» που ελπίζεται ότι θα εκλείψουν από την απελευθέρωση. Και παραπέρα θα πρέπει να δηλωθεί σαφώς και απερίφραστα τι σκοπεύει να κάνει ο απελευθερωμένος με την καινούργια ελευθερία του. Αλλιώς η συζήτηση παραμένει μπαρουφοειδής. Με λίγα λόγια το ερώτημα είναι «αν δεν είχε να κάνει με δεσμεύσεις, αν είχε εκλεγεί ο ΣΥΡΙΖΑ σε ομαλές συνθήκες και όχι σε περίοδο κρίσης, πώς θα διαχειριζόταν τότε την πολιτική ελευθερία του;
Κάθε ελευθερία ορίζεται, πρωτογενώς μεν, είτε ως απελευθέρωση από κάποια επιβολή είτε ως δυνατότητα επιλογής κάποιας ενέργειας ή έκφρασης, οριστικά δε, με την σύνθεση αυτών των δύο μορφών ελευθερίας, της αρνητικής και της θετικής σε μια ολοκληρωμένη έκφραση ελευθερίας. Λοιπόν, σε τι ακριβώς αποβλέπει η απελευθέρωση αυτή που επιζητά ο Σύριζα; Με άλλα λόγια τι θα έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση αν ως δια μαγείας εξέλιπε κάθε περιορισμός που επιβάλλεται από τους εταίρους έναντι της βοήθειάς τους; Ή η ίδια ουσία διατυπωμένη στην newspeak της «για πρώτη φορά» αριστεράς, θα ήταν «τι ακριβώς σημαίνει η κατάργηση των μνημονίων»;
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μας έχει δηλώσει ποτέ ρητά και απερίφραστα τι θα ήθελε να κάνει αν ήταν πλήρως ελεύθερος να ενεργήσει κατά το δοκούν, δηλαδή ποιο είναι το πραγματικό, χειροπιαστό και πρακτικά περιγράψιμο όραμά του. Ποια είναι βρε αδελφέ η ολοκληρωμένη ιδεολογία του; Απλώς δηλώνει «αριστερά» και μάλιστα «κυβερνώσα» και αφήνει την φαντασία να συμπληρώσει τον ορισμό της ως προς τις προσδοκίες που καλλιεργεί. Δεν είναι καθόλου τυχαίο. Όλα τα ανορθολογικά κινήματα αφήνουν κατά κανόνα τον κεντρικό πρωταγωνιστή τους εκτός εμπειρικής περιγραφής. Μερικά απαγορεύουν ακόμη και την προβολή της εικόνας του. Όλα θέλουν να αφήσουν την φαντασία των απελπισμένων ελεύθερη για να την εγκλωβίσουν στην συνέχεια με την ασαφή μεγαλοστομία της αναπαραγόμενης προσδοκίας που καλλιεργούν οι υποσχέσεις τους. Η θρησκεία τάζει παραδείσους και αφήνει τον αρχηγό της με την περιγραφή απόλυτων ιδιοτήτων, ο Σταλινισμός τάζει σοβιετική ζωή με σοβιετικούς ανθρώπους, ο Τσαβισμός υπόσχεται θρίαμβο των φτωχών και με βάση τον αρχηγό του που εμφανίζεται ως φάσμα στις στοές των ορυχείων κ.ο.κ. Τι τάζει λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑϊσμός; Ας παλέψουμε λιγάκι με το καίριο αυτό ερώτημα. Αξίζει γιατί έτσι θα μπορέσουμε να κάνουμε τις όποιες προβλέψεις χρειαζόμαστε.
Δεν πρόκειται, όμως, να ασχοληθώ στο σημείωμα αυτό με την ιδεολογία του Σ. Θα περιοριστώ στη συναγωγή συμπερασμάτων από τα κάτω προς τα άνω συνθέτοντας και ερμηνεύοντας σε ενιαίο σύνολο τις πολιτικές θέσεις που εμφανίζει μέρα με την μέρα. Από τις αποσπασματικές ενδείξεις θα προσπαθήσω να διαγνώσω που το πάει. Υπάρχουν ήδη αρκετά δεδομένα και ακόμη περισσότερες ενδείξεις που καθιστούν εφικτή μια τέτοια ανάλυση.
Προκαταβάλλω το τελικό μου συμπέρασμα για να κρατήσω το ενδιαφέρον του αναγνώστη: Υπάρχουν επαρκείς πλέον ενδείξεις που επιτρέπουν τη διάγνωση ότι ονειρεύονται μια απελευθέρωση από τα πρόσθετα δεσμά επειδή προσβλέπουν σε μια πλήρη απομάκρυνση από τις δεσμεύσεις που επιβάλλει η συμμετοχή μας στην ΕΕ. Στην πραγματικότητα ο Σ. θέλει να του λύσουν τα χέρια οι εταίροι για να τους κρεμάσει με την γνωστή μαρξική ρήση, ότι οι καπιταλιστές θα πουλήσουν στους προλετάριους τον σχοινί με το οποίο θα τους κρεμάσουν. Ο Σ. θέλει την Ελλάδα εκτός ΕΕ. Η όλη συμπεριφορά της κυβέρνησης και των κομματικών στελεχών της αυτό δείχνει. Στο τέλος, βέβαια, θα πρέπει να απαντήσουμε στην ακροτελεύτια απορία: Κι όταν «απελευθερωθούμε» από την ΕΕ τι θα γίνουμε; Ας αφήσουμε την απάντηση στη θέση της, δηλαδή τελευταία.
Για να καταλάβουμε τη σχέση δεσμεύσεων και απελευθέρωσης από τα μέχρι τώρα δεδομένα, αναπόφευκτα πρέπει να αναφερθούμε αφενός στην αιτία των δεσμεύσεων και προφανώς στο περιεχόμενό τους εν συνεχεία. Και τούτο επειδή προφανώς λογικά προηγείται ο προσδιορισμός των δεσμεύσεων για να γίνει στη συνέχεια κατανοητή η αποδέσμευση. Στο τέλος θα δούμε τους δρόμους που ανοίγει η απελευθέρωση από τις δεσμεύσεις και θα τότε θα μπορέσουμε να κρίνουμε ποιον δρόμο φαίνεται ότι θέλει να πάρει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ας θυμηθούμε λοιπόν: Οι δεσμεύσεις συμφωνήθηκαν (δεν επιβλήθηκαν μονομερώς) όταν η χώρα προσέφυγε στην ΕΕ ως εταίρος της ζητώντας την υποστήριξή της για να αντιμετωπίσει τον άμεσο κίνδυνο άτακτης χρεωκοπίας. Αυτό έγινε το 2010 όταν με δημοσιονομικό ετήσιο έλλειμμα περίπου 36 δισεκατομμυρίων ευρώ, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγοράς έπαψαν να δανείζουν την Ελληνική κυβέρνηση. Το σύνολο σχεδόν του ελλείμματος οφείλονταν σε δημοσιονομική κακοδιαχείριση, ενώ στις άλλες χώρες που βρέθηκαν σε κατάσταση «μνημονίου» το έλλειμμα προκλήθηκε από την στήριξη που παρέσχε (ή έπρεπε να παράσχει) ο δημόσιος προϋπολογισμός τους στο τραπεζικό τους σύστημα που αυτό έφερε σε εκείνες την ευθύνη κακοδιαχείρισης του ρόλου του. Αντίθετα, σε εμάς η δημοσιονομική κρίση έφερε την κατάρρευση των τραπεζών που ήταν φορτωμένες με κρατικά ομόλογα των οποίων η πραγματική αξία μηδενίστηκε. Αυτή την διαφορά οφείλουμε να κρατήσουμε στο νου επειδή ξεκλειδώνει πολλά στην κατανόηση του δικού μας προβλήματος.
Ποιος ήταν ο στόχος της στήριξης (που οργανώθηκε με την μορφή συνεργασίας των γνωστών τριών θεσμών – Eurogroup, ΕΚΤ και ΔΝΤ); Στόχος ήταν να αποφευχθεί η άτακτη χρεωκοπία της Ελλάδος και να διευκολυνθεί η χώρα, μέσα σε λογικό χρονικό διάστημα, να προσαρμόσει να δημοσιονομικά και τις επιπτώσεις τους, με το πραγματικό μέγεθος της εθνικής παραγωγής της. Με λίγα λόγια στόχος ήταν η ελεγχόμενη εσωτερική υποτίμηση μέχρι το επίπεδο που τα δημόσια οικονομικά θα μπορούσαν να ζήσουν χωρίς εξωτερικό δανεισμό. Κλειδί του εγχειρήματος αυτού ήταν η αποκατάσταση ισοσκελισμένου δημόσιου προϋπολογισμού, με την τμηματική αφαίρεση 36 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως από την κρατική δαπάνη (μηδενισμός του ελλείμματος) και την δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων που θα επέτρεπαν ομαλή εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Η επίτευξη ενός τέτοιου στόχου συνεπάγεται «εσωτερική υποτίμηση». Η εσωτερική υποτίμηση είναι η μείωση του εθνικού εισοδήματος και των εξαρτημένων από αυτό μεγεθών που, στην προκειμένη περίπτωση, θα ήταν αναπόφευκτη συνέπεια του περιορισμού της δημόσιας δαπάνης κατά το μέτρο της μείωσης του δανεισμού της. Η εσωτερική υποτίμηση, επομένως, ήταν αναπόφευκτη συνέπεια της δημοσιονομικής εξυγίανσης και όχι αιτία της κρίσης. Έπρεπε να προσαρμοστεί το εθνικό εισόδημα στις δυνατότητες της δημοσιονομικής διαχείρισης, δηλαδή στον βαθμιαίο μηδενισμό του δημόσιου δανεισμού. Οι εταίροι προσέφεραν την δυνατότητα ώστε αυτή η προσαρμογή να γίνει με την δική τους δανειακή στήριξη μεταφέροντας το άμεσο κόστος της προσαρμογής που θα γινόταν αλλιώς με την χρεωκοπία, σε μακροπρόθεσμη βάση (57 περίπου ετών). Αυτή ήταν η ουσία των μνημονίων που ο ΣΥΡΙΖΑ μεν δαιμονοποιεί, οι δε υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, για τους δικούς τους βραχυπρόθεσμους πολιτικούς στόχους δεν βγαίνουν να εξηγήσουν με παρρησία στον λαό.
Τι όρους και δεσμεύσεις απαίτησαν και πήραν (εν μέρει) οι εταίροι γιαυτή την προφανή βοήθεια; Συνοπτικά ζήτησαν να γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες ώστε να μη επαναληφθεί η κακοδιαχείριση στο μέλλον. Η ΕΕ δεν μπορούσε να φορτωθεί μία οικονομία και ένα κράτος που συνεχώς θα αναπαρήγε τις ίδιες παθογένειες. Δεν θα ήθελε και δεν την συνέφερε να φορτωθεί ένα οριστικά ανάπηρο εταίρο τον οποίο θα όφειλε να στηρίζει με έκτακτα (εκτός ευρωπαϊκών συνθηκών) μέτρα διηνεκώς.
Δύο ήταν οι κατηγορίες των δεσμεύσεων που απαίτησαν οι εταίροι και που καταγράφηκαν στα διαβόητα μνημόνια. Η μία κατηγορία αφορά μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης και εξορθολογισμού. Τέτοια είναι η λογιστική εξισορρόπηση τη δημόσιου προϋπολογισμού με έκτακτες περικοπές δαπανών (περικοπές μισθών και συντάξεων, κατάργηση διαφόρων επιδομάτων και περικοπές σπάταλων δαπανών κυρίως στον τομέα των κοινωνικών πολιτικών) και ο περιορισμός του προσωπικού που μισθοδοτείται άμεσα ή έμμεσα από τον κρατικό προϋπολογισμό. Η δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνει τα λεγόμενα διαρθρωτικά μέτρα. Τα μέτρα της κατηγορίας αυτής αφορούν με τη σειρά τους δύο τομείς: Το δημόσιο και της αγοράς. Αποβλέπουν δε στην εξαφάνιση των πηγών της δημοσιονομικής εκτροπής αφενός και αφετέρου στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας (απελευθέρωση της αγοράς συντελεστών, μεταξύ των οποίων και η εργασία για να επιτευχθεί αύξηση της κινητικότητας των παραγωγικών πόρων που ως γνωστό οδηγεί σε νέες επενδύσεις και απορρόφηση της ανεργίας) ώστε και ο ιδιωτικός τομέας να μπορεί να παλέψει αποτελεσματικά με τα δικά του ελλείμματα και κατ’ εξοχήν με το έλλειμμα του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών. Η αλήθεια είναι, ότι για όλα αυτά τα μέτρα οι εταίροι έθεταν απλώς τους τελικούς στόχους και άφηναν την ελληνική κυβέρνηση να επιλέξει τα μέτρα που εκείνη προτιμούσε. Πρόκειται για λογική των διαβόητων «ισοδυνάμων». Η πλημμελής προετοιμασία της ελληνικής πλευράς και η διστακτικότητα να αναλάβει το πολιτικό κόστος δικών της επιλογών, αφαίρεσαν βαθμιαία την πρωτοβουλία επιλογής των συγκεκριμένων μέτρων από τα ελληνικά χέρια και την μετατόπισαν συνεχώς και περισσότερο στους τεχνικούς των τριών θεσμών. Έτσι εξελίχθηκε το παζάρι που ζούμε σήμερα. Αυτό (νόμιζε ότι) βόλευε την ελληνική πλευρά, επειδή της έδινε την ευχέρεια να αποποιείται της ευθύνης για τα επώδυνα μέτρα και τη ρίχνει στους «σκληρούς δανειστές». Αυτό με τη σειρά του τροφοδότησε ένα κλιμακούμενο αντιευρωπαϊσμό μέχρι να φτάσουμε στον σημερινό παροξυσμό όπου η Συριζαϊκή κυβέρνηση μιλάει ανοιχτά για συνθήκες «πολέμου». Αυτή ίσως είναι η χειρότερη και πιο μακροπρόθεσμη παράπλευρη απώλεια που φόρτωσε το ελληνικό πολιτικό σύστημα η δειλία και η ανεντιμότητα των εκφραστών του. Και αναφέρομαι εδώ και στις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Μια άλλη αρνητική παράπλευρη απώλεια της όλης πορείας είναι ο κλονισμός της αξιοπιστίας των εταίρων στα μάτια των συμπατριωτών μας που θεμελιώθηκε στο διαβόητο «λάθος πολλαπλασιαστή» του ΔΝΤ. Υπήρξε πράγματι λάθος υπολογισμός αλλά αυτό μάλλον ωφέλησε παρά έβλαψε την Ελλάδα. Το λάθος συνίστατο στο ότι τα τρέχοντα μακροοικονομικά μοντέλα τους ΔΝΤ βάσει των οποίων επιχειρεί τις προβλέψεις του πάνω στις οποίες θα στηρίξει τις πολιτικές του, αφορούσαν οικονομίες της ανεπτυγμένης Δύσης, στην οποία τυπικά θεωρούσαν ότι ανήκει η Ελλάδα. Ο δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής στις χώρες αυτές είναι πολύ μικρότερος από εκείνον που διακρίνει τις χώρες με έντονο κρατικίστικη λειτουργία, όπως κατ’ εξοχή ήταν οι χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού αλλά και η προ κρίσεως Ελλάδα. Εκεί έπεσαν έξω οι τεχνικοί του ΔΝΤ. Δεν φρόντισαν να μάθουν εγκαίρως, ότι η Ελλάδα, από την άποψη αυτή ήταν στην ουσία κρατικοσοβιετικό απομεινάρι μέσα στην ΕΕ και όχι οικονομία ελεύθερης αγοράς όπως φαίνονταν παραπλανητικά. Το λάθος αυτό βγήκε τελικά μάλλον εις όφελος της δειλής πολιτικής τάξης της χώρας μας, αφού ανάγκασε του εταίρους μας να διευρύνουν την πιστωτική τους στήριξη για να περιορίσουν την περίοδο προσαρμογής, ενώ αν είχαν προβλέψει την επιτάχυνση της εσωτερικής υποτίμηση θα είχαν εξ αρχής επιμηκύνει την περίοδο κηδεμονίας κατά μερικές δεκαετίες, ή θα ζητούσαν ακόμη πιο επώδυνα μέτρα για μειώσουν το διάστημα της μεταβατικής περιόδου. Κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο να το φέρει στους ώμους το πολιτικό σύστημα των δειλών αποτροπέων του όποιου πολιτικού κόστους. Τώρα τα πράγματα προχωρούν με τη δική τους δυναμική και προφανώς, αν δεν υπάρξει άτακτη χρεωκοπία, το διάστημα κηδεμονίας θα επιμηκυνθεί όσο χρειαστεί με το νέο μνημόνιο που θα υπογράψει η κυβέρνηση (υπό οιαδήποτε επωνυμία του newspeak) με το τέλος της τρέχουσας διαπραγμάτευσης.
Καιρός, τώρα, να έρθουμε στο όραμα ελευθερίας που διαλαλεί ο ΣΥΡΙΖΑ με το σύνθημα «έξω από το μνημόνιο». Από ποιες δεσμεύσεις θέλει να απαλλαγεί και για ποιο σκοπό;
Θέλει να απαλλαγεί από την υποχρέωση δημοσιονομικής ισορροπίας με ανώτερο επιτρεπόμενο έλλειμμα 3%; Μπορεί, αλλά πρώτον έτσι κι αλλιώς δεσμεύεται η χώρα από τους γενικούς κανόνες λειτουργίας της Ευρωζώνης. Επομένως μια τέτοια ελεύθερη επιλογή της θα την απομακρύνει από το Ευρωπαϊκό Πλαίσιο. Αλλά και αν θελήσει να υπερβεί την γενική αυτή δέσμευση, πως θα χρηματοδοτήσει ένα μεγαλύτερο έλλειμμα, όταν είναι βέβαιο ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα μας κλείσουν ξανά τις πόρτες οι διεθνείς αγορές; Επομένως, αυτή η προσδοκώμενη ελευθερία είναι άνευ ουσιαστικού περιχομένου. Ένα και μοναδικός τρόπος υπάρχει για να ασκηθεί πολιτική ελλειμματικού προϋπολογισμού με έλλειμμα που σε απόλυτο μέγεθος θα δίνει άνεση χρηματοδότησης σε επιθυμητές δημόσιες πολιτικές: Να αυξηθεί το εθνικό εισόδημα που σημαίνει να αυξηθεί η απασχόληση των παραγωγικών συντελεστών. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο με νέες επενδύσεις. Εδώ ανοίγονται δύο προοπτικές: Οι επενδύσεις θα είναι προεχόντως ιδιωτικές ή προεχόντως δημόσιες; Εδώ ακριβώς θα αναμετρηθεί ο κρατισμός με την πολιτική της ελεύθερης ανταγωνιστικής αγοράς. Το τι ονειρεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ επ’ αυτού φαίνεται από την αδυναμία του να αρθρώσει λόγο για τις ιδιωτικές επενδύσεις και την πολιτική του να τις υπονομεύει σε κάθε ευκαιρία. Επομένως, στο πεδίο αυτό το όνειρο ελευθερίας τους Σ. είναι η δημιουργία μας κρατικίστικης οικονομίας με όλα τα γνωστά συμπαρομαρτούντα. Ακόμη και το ανόητο δόγμα του Καμένου ότι στις διακρατικές συμφωνίες δεν χωράνε μίζες, είναι εσφαλμένο, όταν αναλογιστεί κανείς ότι η μεγαλύτερη διαφθορά εμφανίζεται στις αυταρχικές χώρες του Τρίτου Κόσμου.
Μήπως θέλει να απαλλαγεί από την δέσμευση για την εδραίωση ανταγωνιστικής παραγωγικής λειτουργίας; Εδώ οι ενδείξεις είναι ακόμη σαφέστερες. Αρκεί να θυμηθούμε την ρύθμιση για την Ελληνική Βιομηχανία Ζαχάρεως, που χρηματοδοτήθηκε με οιονεί δημόσια κεφάλαια ενώ είναι από χέρι ζημιογόνος (κόστος παραγωγής 700 ευρώ ανά τόνο, όταν η χρηματιστηριακή τιμής της ζάχαρης είναι 300 ευρώ !). Ένα άλλο κραυγαλέο παράδειγμα τον ονείρων ελευθερίας είναι και η συστηματική υπονόμευση της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς ενεργείας με όλες αυτές τις «μαϊμουδιές» του κ. Λαφαζάνη. Τρίτη ένδειξη για το τι ονειρεύεται να κάνει με την ελευθερία από τα μνημόνια είναι η συστηματική πολιτική απαξίωσης που κάνει η κυβέρνηση από τώρα εναντίον όλων των ανεξαρτήτων αρχών. Αρκεί να δούμε την πολεμική εναντίον της Τράπεζας της Ελλάδος, της Ανεξάρτητης Αρχής για την ρύθμιση της αγοράς ενεργείας, την πλήρη κομματικοποίηση του ΕΣΡ κ.ο.κ. για να καταλάβουμε τι ονειρεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Πρέπει να θυμίσουμε, ότι ο θεσμός των ανεξαρτήτων αρχών αποτελεί βασικό θεσμό της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς. Η ΕΕ, προκειμένου να απαλλάξει τους τομείς παροχής δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών από τον ασφυκτικό έλεγχο της ανεξέλεγκτης πολιτικής αυθαιρεσίας, δημιούργησε τις ανεξάρτητες αρχές ώστε αυτές να εφαρμόζουν μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική κοινωνικού ελέγχου για να διασφαλίζουν την κοινωνική διαχείριση χωρίς να παραβιάζονται οι κανόνες της ελεύθερης ανταγωνιστικής αγοράς. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι φανερό ότι θέλει να επανέλθει στην κορπορατίστικη πολιτική στους τομείς αυτής γιατί μια τέτοια λαϊκίστικη πολιτική είναι στο αίμα του.
Τώρα τελευταία, ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε σαφώς ότι θέλει να απαλλαγεί και από τις δεσμεύσεις της συμφωνίας της Μπολόνια (διά στόματος Μπαλτά και ανώριμων μειρακίων του). Οι προβλέψεις της Μπολόνια, όμως, αποτελούν βασικούς όρους πολλών ευρωπαϊκών προγραμμάτων από τα οποία επωφελείται η ελληνική εκπαίδευση. Επομένως, το όνειρο ελευθερίας του ΣΥΡΙΖΑ αποβλέπει στην αποδέσμευση και από έναν ακόμη ευρωπαϊκό θεσμό, τον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Τέλος, είναι ορατή πλέον η αντιδικία του ΣΥΡΙΖΑ με τους θεσμούς του ενιαίου ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Καθημερινά ακούμε πολλά και ενδιαφέροντα ευτράπελα για κρατικό έλεγχο των εγχώριων τραπεζών, για τον τάχα άθλιο εκβιαστικό ρόλο της Κεντρικής Τράπεζας Ευρώπης, για τον κρατικό έλεγχο του ELA και πάει λέγοντας. Ήδη επιχειρεί την παραβίαση των κανόνων της ευρωπαϊκής ενιαίας τραπεζικής πολιτικής με την εξαγγελία της δημιουργίας «αναπτυξιακής τράπεζας» με πρωτοβουλία και έλεγχο του Κράτους. Η δημιουργία μιας τέτοιας κρατικής τράπεζας θα παραβιάσει βασικούς κανόνες λειτουργίας του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και θα φέρει την κυβέρνηση σε ευθεία αντιπαράθεση με την Φραγκφούρτη. Μένει να δούμε. Επομένως και εδώ έχουμε μια ακόμη περίπτωση άσκησης του ονείρου ελευθερίας για την απελευθέρωση από ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της χώρας που δεν έχουν σχέση με την κρίση αλλά αποτελούν δομικά στοιχεία του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Θα μπορούσε να μπει κανείς σε περισσότερες λεπτομέρειες, εξ ίσου ενδιαφέρουσες, για τον τρόπο που ονειρεύεται την άσκηση της ελευθερίας ο ΣΥΡΙΖΑ. Όμως οι ενδείξεις που αναφέρθηκαν μέχρι τώρα είναι επαρκείς για να σχηματίσουμε την τελική εικόνα. Το όνειρο της κυβέρνησης είναι να αποδεσμεύσει την χώρα από βασικές πολιτικές της ΕΕ, από δομικά στοιχεία του ευρωπαϊκού κεκτημένου, προφανώς έχοντας πλήρη συνείδηση ότι η ΕΕ δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα σύστημα κοινών πολιτικών που στηρίζουν την πολιτική υπόσταση της συνεργασίας και αλληλεγγύης των εταίρων. Η αποδέσμευση από τις πολιτικές αυτές ισοδυναμεί στην ουσία με αποχώρηση από την ΕΕ. Επομένως, Ο ΣΥΡΙΖΑ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΩΣΤΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΝΕΛΑΒΕ Η ΧΩΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΕΙ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ, ΜΕ ΑΠΩΤΕΡΟ ΣΤΟΧΟ ΝΑ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΕΙ ΤΗΝ ΧΩΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε που τοποθετεί στα όνειρά του ο Σ. τη χώρα σε περίπτωση απόσχισης από την ΕΕ; Εδώ η απάντηση δεν εξαρτάται από την όποια βούληση του Σ. αλλά θα προκύψει περίπου νομοτελειακά. Η Ελλάδα θα διολισθήσει σε μισο-τριτοκοσμική κατάσταση και στην καλλίτερη περίπτωση θα γίνει μέρος του βαλκανικού ζητήματος στις παρυφές της Ευρώπης. Και ο νοών νοήτω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου