Πανηγυρισμοί μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος: «Των οικιών ημών εμπιπραμένων ημείς άδομεν». Σε ελεύθερη μεταφορά από τα Αρχαία Ελληνικά: Τα σπίτια μας καίγονται και εμείς τραγουδάμε…
Δημοψήφισμα: μια αποτίμηση
Γιάννης Μαύρος
Υποψήφιος διδάκτορας Φιλοσοφία της Ιστορίας στο ΜΙΘΕ.
Τι ήταν τελικά αυτό το παράδοξο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, το μόνο στην ελληνική πολιτική ιστορία που διεξήχθη με αντικείμενο άλλο πλην του πολιτειακού; Είναι βέβαιο πως τα επόμενα χρόνια θα απασχολήσει εκτεταμένα ιστορικούς, κοινωνιολόγους και εκλογολόγους. Θα περάσει όμως πολύς καιρός πριν διαμορφωθεί –εάν ποτέ διαμορφωθεί– μια κοινά αποδεκτή αφήγηση σχετικά με τις αιτίες που οδήγησαν στη διεξαγωγή του και τα σημαινόμενά του ως πολιτικής και κοινωνικής πράξης.
Ας ξεκινήσουμε από τη διατύπωση του ερωτήματος. Δέχεστε ή όχι ένα σχέδιο συμφωνίας το οποίο είχε δαιμονοποιηθεί ως επαχθές και αντιλαϊκό το προηγούμενο διάστημα; Ας παραβλέψουμε το μακροσκελές της διατύπωσης και τους ακατανόητους για το ευρύ κοινό τεχνικούς ξενόγλωσσους όρους. Ας παρακάμψουμε επίσης το γεγονός ότι το προτεινόμενο από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς σχέδιο συμφωνίας είχε ήδη αποσυρθεί και άρα το δημοψήφισμα ήταν τυπικά άνευ αντικειμένου, «στον αέρα». Το δίλημμα πάσχει από λογικής άποψης: είναι προσχηματικό και αυταπάντητο. Αν διαβαστεί κατά κυριολεξία δεν βγάζει νόημα. Είναι ποτέ δυνατόν να «εγκρίνει» κανείς μια τόσο επαχθή συμφωνία, που θα επιβαρύνει τη ζωή του με νέους φόρους, όταν του παρέχεται η δυνατότητα να την απορρίψει ατιμωρητί; Είναι σαν να ρωτάς κάποιον αν επιθυμεί να πεθάνει. Το ερώτημα «εγκρίνετε ή όχι» είναι άνευ νοήματος διότι τίθεται απολύτως, χωρίς να αντιπαραβάλλεται σε κάποια άλλη εναλλακτική. Εκμαιεύεται η αρεστή στους οργανωτές απάντηση, εφόσον δεν προσφέρονται δύο τυπικά ισοδύναμες εναλλακτικές. Λείπει ο δεύτερος όρος της σύγκρισης. Μια λογικώς έγκυρη διατύπωση θα ήταν της μορφής «θέλετε το σχέδιο των θεσμών ή κάτι άλλο;». Αυτό το «άλλο», το αντίπαλο δέος της συμφωνίας, παραμένει μη κατονομαζόμενο, υπονοούμενο, πρωτεϊκό. Ο καθένας δίνει τις δικές του ερμηνείες για το τι θα ήταν. Κάνει τις δικές του προβολές.
Γιατί οργανώθηκε το δημοψήφισμα με το προσχηματικό ερώτημα; Υπάρχει η άποψη ότι ήταν μια αμυντική κίνηση της κυβέρνησης επειδή κάποιοι επιχείρησαν να την ανατρέψουν. Είναι η θεωρία του πραξικοπήματος που αποσοβήθηκε – με το 61% να συντρίβει δια παντός το αντιδραστικό σενάριο της αριστερής παρένθεσης. Η θεωρία αυτή δέχεται την προσχηματική φύση του ερωτήματος και επικαλείται ένα είδος raison d'État: το πραγματικό διακύβευμα ήταν η εξουσία και η νομή της, όχι το μνημόνιο. Ήταν η επιβίωση ή πτώση της κυβέρνησης: ΝΑΙ σήμαινε πτώση της κυβέρνησης και εφαρμογή μνημονίου από τα παλιά απαξιωμένα κόμματα, ενώ ΟΧΙ σήμαινε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό ειδικότερα. Ψήφο εμπιστοσύνης με την έννοια μιας σχεδόν λευκής επιταγής: «πράξε όπως εσύ νομίζεις καλύτερα». Το δημοψήφισμα ως εκλογική διαδικασία ανάθεσης και αντιπροσώπευσης, ως ο δεύτερος γύρος των βουλευτικών εκλογών της 25ης Ιανουαρίου, που ανέδειξαν μεν τον ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, χωρίς όμως αυτοδύναμη πλειοψηφία και άρα αφήνοντας μια εκκρεμότητα.
Ήταν η ετυμηγορία του 61% που ψήφισε ΟΧΙ μια μονοσήμαντη εντολή ρήξης; Η άποψη αυτή είναι δημοφιλής στις ακραίες συνιστώσες του αντιμνημονιακού μπλοκ, νομίζω όμως ότι πρέπει να την απορρίψουμε με ασφάλεια. Το ενδεχόμενο της δραχμής και της έξωσης από την Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να τρομάζει τον κόσμο. Το ΟΧΙ ήταν σε μεγάλο βαθμό παλικαρισμός εκ του ασφαλούς, εφόσον ο ίδιος ο πρωθυπουργός είχε δηλώσει εκ των προτέρων ότι δεν ισοδυναμεί με ρήξη. Η «θεωρία του πραξικοπήματος», στην εκδοχή της που θέλει το δημοψήφισμα ένα απονενοημένο διάβημα μιας πολιορκούμενης κυβέρνησης προς το λαό με ζητούμενο την επανανομιμοποίησή της, δέχεται πως ο λαός ψήφισε ΟΧΙ πρωτίστως για να μην επιστρέψουν τα παλιά διεφθαρμένα κόμματα· γνώριζε όμως, ή υποπτευόταν, ότι το μνημόνιο δύσκολα θα το αποφύγει. Μετά από σωρεία εκλογικών αναμετρήσεων και διαψευσμένων υποσχέσεων, ο κόσμος έχει πλέον κατακτήσει την ωριμότητα να μην παίρνει τοις μετρητοίς τις προεκλογικές διαβεβαιώσεις των πολιτικών. Την παραπάνω θεωρία διατύπωσε ήπια και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, όταν δήλωσε αφοπλιστικά πως «κάναμε το δημοψήφισμα για να μην πέσει η κυβέρνηση».
Να μην πέσει από ποιους; Ποιοι την απειλούσαν και είχαν τη δύναμη να την εκθρονίσουν; Έγινε λόγος για «εργολάβους» και «καναλάρχες», σε μυστικές συνεννοήσεις με το κατεστημένο των ευρωπαϊκών θεσμών, που ουδέποτε αποδέχθηκαν την ιδέα μιας καθαρόαιμης αριστερής κυβέρνησης στην Ελλάδα. Εδώ αρχίζουμε να ολισθαίνουμε σε συνωμοσιολογικά εδάφη, κάνουμε υποθέσεις αυθαίρετες, που προορίζονται μάλλον να παραμείνουν εσαεί ανεπιβεβαίωτες. Οι υποστηρικτές της θεωρίας φέρνουν ως απόδειξη το ότι μετά την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος, τα συστημικά ΜΜΕ και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί εξαπέλυσαν έναν πόλεμο προπαγάνδας όπου το ΟΧΙ εξισωνόταν με ελληνική έξοδο από το ευρώ, ενώ το ΝΑΙ παρουσιαζόταν ως συνολική αποδοκιμασία της κυβέρνησης, η οποία θα αναγκαζόταν εκ των πραγμάτων να παραιτηθεί. Η κριτική αυτή δεν στερείται κάποιας βάσης, αφορά ωστόσο το μετά την ανακοίνωση. Το στεγνό γεγονός είναι ότι το δημοψήφισμα το αποφάσισε ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Ενδεχομένως η αντιπολίτευση και τα κανάλια το είδαν ως θεόσταλτη ευκαιρία να τον ρίξουν, ευκαιρία όμως που ο ίδιος τους έδωσε, δεν τη δημιούργησαν μόνοι τους – πώς θα μπορούσαν άλλωστε; Οι θιασώτες του «πραξικοπήματος» πέφτουν επομένως στην πλάνη του πρωθύστερου σχήματος: τοποθετούν πρώτο εκείνο που λογικά και χρονικά είναι δεύτερο. Μήπως τελικά αυτοί που απειλούσαν τη συνοχή της κυβέρνησης δεν ήταν τόσο οι δανειστές και τα εγχώρια «τσιράκια» τους αλλά η αριστερή «δραχμική» αντιπολίτευση; Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή το δημοψήφισμα ήταν μια αριστοτεχνική κίνηση Τσίπρα με σκοπό την αυτονόμησή του από το κόμμα και την ανάδειξή του σε ηγέτη βοναπαρτικού τύπου που επικοινωνεί απευθείας με τις μάζες. Στη συνάφεια αυτή το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου εμφανίζεται ως ρηξικέλευθο plebiscite, όρος με «άρωμα» καθεστωτικού μετασχηματισμού, και όχι ως απλό referendum, απάντηση σε ερώτημα με αμεσοδημοκρατικό τρόπο.
Στο σημείο αυτό μπορούμε να κάνουμε σκέψεις γύρω από το ενδεχόμενο ο κ. Τσίπρας να μεθόδευσε το δημοψήφισμα ποντάροντας στο ΝΑΙ, ώστε να βρει εύσχημο τρόπο να αποχωρήσει και έτσι να παραμείνει «αμόλυντος» από μνημόνια, ενώ θα εξασφάλιζε για μελλοντική χρήση την ανάδειξή του ως μάρτυρα, που τον έριξαν σκοτεινές δυνάμεις. Στην περίπτωση αυτή θα μπορούσε ενδεχομένως να παραιτηθεί και απευθείας, χωρίς προκήρυξη δημοψηφίσματος, καταγγέλλοντας στο λαό τις αφόρητες πιέσεις που δέχθηκε. Κάτι τέτοιο όμως θα εκλαμβανόταν πιθανότατα ως πράξη δειλίας, ενώ αντιθέτως μια ήττα στο δημοψήφισμα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί ως αποτέλεσμα της συντριπτικά υπέρτερης προπαγάνδας του αντιπάλου. Νομίζω ότι πρέπει με ασφάλεια να αποκλείσουμε και το σενάριο της απόδρασης. Η πόλωση του κλίματος από την κυβέρνηση και η στιβαρή της στράτευση στο ΟΧΙ, τα επανειλημμένα πρωθυπουργικά διαγγέλματα αλλά ακόμη και ο βαθμός οργάνωσης του κομματικού μηχανισμού όπως φάνηκε την ημέρα της διεξαγωγής, δεν αφήνουν περιθώρια: πήγαν για να κερδίσουν, και πιθανότατα γνώριζαν την έκβαση αυτή.
Σε κάθε περίπτωση το δημοψήφισμα δεν έπαυε να εμφανίζεται ως win-win situation για την κυβέρνηση. Αν επικρατούσε το ΝΑΙ ο πρωθυπουργός θα ήταν πάλι κερδισμένος, έστω βραχυπρόθεσμα: θα πήγαινε άμεσα σε συμφωνία, η οποία ενδεχομένως θα περνούσε με λιγότερες απώλειες από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, στη βάση «ο λαός αποφάνθηκε υπέρ της υπογραφής». Ο ίδιος θα παρέμενε στην εξουσία, όπως είχε δηλώσει, ως «εγγυητής» και θα εφάρμοζε τη συμφωνία ως εντολοδόχος της λαϊκής βούλησης. Είτε με ΝΑΙ είτε με ΟΧΙ, ο πρωθυπουργός ισχυροποιούσε τη θέση του έναντι της εσωτερικής αντιπολίτευσης· το ΝΑΙ του έδινε μια σαφή εντολή περιβεβλημένη την ιερότητα της λαϊκής βούλησης που όλοι οφείλουν να σεβαστούν, ενώ το ΟΧΙ μια σχεδόν λευκή επιταγή να χειριστεί το ζήτημα όπως νόμιζε καλύτερα. Όπερ και εγένετο. Η «θεωρία του πραξικοπήματος» αποδεικνύεται πλέον τελείως αβάσιμη: ακόμη και με ΝΑΙ –την επιλογή δηλ. που στήριξαν λυσσαλέα τα συστημικά Μέσα και οι δανειστές– ο κ. Τσίπρας έμενε αμετακίνητος σε ρόλο εφαρμοστή και «εγγυητή» (ένας όρος με ελαφρώς απολυταρχικές συνδηλώσεις), κρατώντας τα χέρια του καθαρά. Θα «έσωζε την ψυχή του» διεκπεραιώνοντας κάτι για το οποίο δεν φέρει την ευθύνη, όπως το έθεσε ο προσφιλής του φιλόσοφος Σλαβόι Ζίζεκ.
Όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, υπογραφή συμφωνίας χωρίς να έχει προηγηθεί δημοψήφισμα θα ήταν ακόμη πιο δυσχερής. Λόγω της πόλωσης και της εξάμηνης οριακής διαπραγμάτευσης που προηγήθηκε, θα εκλαμβανόταν ως πράξη λιποταξίας. Μόνο το πρώτο δίμηνο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε αναίμακτα να υπογραφεί συμφωνία, χωρίς την ανάγκη ενός τέτοιου θεαματικού φινάλε. Βέβαια, η υποχώρηση ερμηνεύτηκε ως επονείδιστη ακόμα και τώρα. Με την σημαντική ωστόσο διαφορά ότι ο πρωθυπουργός είναι απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού και, κυρίως, ότι ο κόσμος εκτονώθηκε ψυχολογικά, διατράνωσε την άρνησή του στην ανάλγητη Ευρώπη, κατέγραψε τη διαφωνία του στις μεγάλες δέλτους της ιστορίας, έστησε ένα διαχρονικό σύμβολο και μνημείο αντίστασης, παρακαταθήκη ριζοσπαστισμού για μελλοντική αξιοποίηση. Το λαϊκό ΟΧΙ λειτούργησε περίπου ως ένα «notinmyname». «Κάντε ό,τι είναι να κάνετε αλλά όχι εξ ονόματός μου»: μια στρατηγική συνειδησιακής διάσωσης του εκλογικού σώματος. Η ευθύνη επιβολής των μνημονίων μεταβιβάζεται εξ ολοκλήρου στην κυβέρνηση και κυρίως τους δανειστές, τους οποίους η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να νικήσει. Ο λαός απαλλάσσεται από κάθε ευθύνη, παρότι αυτός υπήρξε ο εντολέας κάθε μνημονιακής κυβέρνησης ως τώρα, του ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβανομένης. Το δημοψήφισμα ως μια κολυμβήθρα του Σιλωάμ που εξαγνίζει το λαό από την μνημονιακή του παρέκκλιση, διασώζει το ηθικό του πλεονέκτημα και επικυρώνει το λαϊκιστικό ιδεολόγημα που τον θέλει αξιωματικά αγαθό και αθώο, στον αντίποδα της μισητής παγκάλειας ρήτρας συνευθύνης «μαζί τα φάγαμε». Το νέο μνημονιακό αφήγημα της κυβέρνησης Τσίπρα είναι «ψηφίζουμε το μνημόνιο αλλά με πόνο ψυχής», σε αντίθεση με την αντιπολίτευση που το πίστευε ολόψυχα ως αντιλαϊκή και ανάλγητη που είναι. Μια φραστική, συμβολική αντίσταση υποκαθιστά την πραγματική αντίσταση και τη ρήξη.
Ο σκληρός πυρήνας της δραχμικής Αριστεράς και των ακροδεξιών δυνάμεων που στήριξαν το ΟΧΙ, δεν αρκούνται στην παραπάνω συμβολική και φαντασιακή υποκατάσταση. Το ερμηνεύουν μονοσήμαντα ως λαϊκή εντολή ρήξης, προβάλλοντας δικούς τους πόθους σε ένα σκοπίμως ασαφές ερώτημα, παρότι η ρήξη ως επιλογή είχε ρητά αποκλειστεί από τον πρωθυπουργό προ της διεξαγωγής. Ένα μέρος τους μιλά τώρα για προδοσία και εγκατάλειψη του κοινού αγώνα. Η κριτική αυτή εμφανίζεται με μεγάλη ένταση, αν και διακρίνεται από αποχρώσεις και διαβαθμίσεις. Θα μπορούσαμε επομένως να πούμε ότι το ΟΧΙ ενίσχυσε βραχυπρόθεσμα τον Αλέξη Τσίπρα και την προσωπική ακτινοβολία του, επιτρέποντάς του να περάσει τη συμφωνία με βαριές, αλλά όχι συντριπτικές απώλειες. Το ερώτημα είναι η ημερομηνία λήξης αυτής της πρωθυπουργικής αυθεντίας που αποκτήθηκε μέσω «ανάδειξης δια της ασπίδος». Μεσοπρόθεσμα τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα: το ΟΧΙ γέννησε ένα ακέφαλο τέρας σε αναζήτηση ιθύνοντος νου, πολιτικού φορέα που θα το ζεύξει στο άρμα της αποσύνδεσης από την ευρωζώνη. Σε αυτή τη συλλογιστική, οι δραχμιστές έγιναν πιο αδιάλλακτοι μετά το 61%, το οποίο διεκδικούν για λογαριασμό τους αποσυνδέοντάς το από το πρόσωπο του Τσίπρα. Ο πρωθυπουργός ίσως παγίδευσε πρόσκαιρα τους σκληρούς, ενδέχεται όμως να υποστεί ο ίδιος και η χώρα τις μη ηθελημένες συνέπειες μιας κατά τα άλλα ορθολογικής κίνησης. Είναι σαν να δανείστηκε κάτι με υπέρογκο τόκο. Ισχυροποιήθηκε προσωπικά ώστε να περάσει έστω και λαβωμένος τα μνημόνια, με τίμημα την γιγάντωση ενός πιο συμπαγούς και συνειδητοποιημένου δραχμισμού όταν τα μνημονιακά μέτρα αρχίσουν να γίνονται αισθητά. Ένα εγχείρημα αυτοηττώμενο. μια κίνηση τακτικά ορθή αλλά στρατηγικά λανθασμένη.
Μια τελευταία θεωρία θα μπορούσε να ονομαστεί «συστημική». Το δημοψήφισμα αποτέλεσε την νομοτελειακή κορύφωση του πενταμήνου των σκληρών διαπραγματεύσεων, το υπερόπλο και τελευταίο χαρτί της κυβέρνησης έναντι των πιστωτών. Υπερόπλο, διότι υπήρχε η προσδοκία ότι η εξαγγελία του (και πολύ περισσότερο η επικράτηση του ΟΧΙ) θα προκαλούσε κατάρρευση των αγορών που θα εξανάγκαζε τους εταίρους σε συνθηκολόγηση. Το κόλπο δεν έπιασε, οι αγορές δεν «μάσησαν». Ορισμένοι κατευθύνουν τώρα τα πυρά τους προς τον πρωθυπουργό, που δίστασε να ακολουθήσει την τακτική αυτή ως το τέλος. Το δημοψήφισμα δεν ήταν το τελευταίο όπλο στη φαρέτρα της κυβέρνησης για το chickengameμε τους δανειστές· απέμεναν η έκδοση παράλληλου νομίσματος (IOU) και η ευθεία απειλή του grexitεκ μέρους μας. Μόνο αν και αυτές οι κινήσεις δεν τελεσφορούσαν θα θεωρείτο οριστικώς χαμένο το «παιχνίδι του δειλού». Τώρα, λένε, δεν θα μάθουμε ποτέ την έκβασή του καθώς «ψαρώσαμε» στην μάλλον προσχηματική απειλή για grexit του πανούργου Σώυμπλε.
Παράλληλα με την εξαπόλυσή του ως ύστατου διαπραγματευτικού ατού στο μέτωπο με τους δανειστές, το δημοψήφισμα έρχεται και ως κορωνίδα της επικοινωνιακής στρατηγικής στο εσωτερικό της χώρας, το επιστέγασμα του ηρωικού αφηγήματος «κάναμε ό,τι μπορούσαμε, χρησιμοποιήσαμε κάθε δυνατό μέσο, αλλά ηττηθήκαμε λόγω συντριπτικής υπεροπλίας του αντιπάλου». Αναφερθήκαμε σε αυτή τη διάσταση παραπάνω: το δημοψήφισμα ως αμεσοδημοκρατική παραμυθία, ένα διονυσιακό ξεφάντωμα πριν την αναπόφευκτη συνθηκολόγηση, μια πρόσκαιρη καρναβαλική αντιστροφή των πραγματικών συσχετισμών εξουσίας πριν την οδυνηρή τελική επαναβεβαίωσή τους.
Σε αυτή τη συνάφεια μπορεί να ενταχθεί και μια εκδοχή της «θεωρίας του πραξικοπήματος», η μόνη που ίσως μπορεί να υποστηριχθεί: το δημοψήφισμα ως ταξική αντεπίθεση μετά την πρόκληση των συγκεντρώσεων του «Μένουμε Ευρώπη». Η συσπείρωση του αστικού μπλοκ, που για πρώτη φορά σηκωνόταν από τον καναπέ του και μετερχόταν ακτιβιστικές τακτικές ασύμβατες με την ιδεολογία και την πρακτική του, θορύβησε και δεν έπρεπε να μείνει χωρίς απάντηση. Αυτή δόθηκε με το μεγαλειώδες 61% που αποκατέστησε τη φυσική τάξη πραγμάτων εξουδετερώνοντας τη δυναμική της εσωτερικής αντίδρασης. Ο αντιμνημονιακός κόσμος έχασε τη μάχη με τους παντοδύναμους δανειστές, υπεραναπλήρωσε όμως την ήττα του συντρίβοντας το απεχθές εσωτερικό μέτωπο του ΝΑΙ. Δεν θεωρούμε φυσικά σε καμία περίπτωση ότι ο «από τα κάτω» κινηματισμός της φιλοευρωπαϊκής αντιπολίτευσης ήταν η μοναδική αιτία της απόφασης για το δημοψήφισμα, δεν αποκλείεται όμως να έπαιξε κάποιον επικουρικό ρόλο.
Το ερώτημα των κινήτρων της κυβέρνησης για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος είναι το μόνο που θα μπορούσε θεωρητικά, από τη σκοπιά ενός παντογνώστη παρατηρητή, να απαντηθεί με θετικότητα. Αυτό θα γινόταν εάν π.χ. δημοσιοποιούνταν όλες οι συζητήσεις του κυβερνητικού επιτελείου. Αντιθέτως, όσον αφορά τα κίνητρα του εκλογικού σώματος, ποια είναι δηλαδή η ετυμηγορία του συνοψιζόμενη σε μια απλή φόρμουλα, βρισκόμαστε εξ ολοκλήρου στο πεδίο της ερμηνείας. Είναι γνωστό πως οι άνθρωποι μπορούν να επιθυμούν ταυτοχρόνως αντιφατικά πράγματα ή να μην έχουν ξεκαθαρίσει τι ακριβώς προσδοκούν να συμβεί ως αποτέλεσμα των ενεργειών τους. Να ψηφίζουν διαισθητικά ή συναισθηματικά, όχι εργαλειακά. Το ΟΧΙ έχει πολλαπλά, ετερόκλητα και εν μέρει αντιφατικά περιεχόμενα: α) στήριξη του Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ έναντι των παλιών διεφθαρμένων κομμάτων, β) μήνυμα εθνικής ανεξαρτησίας και χειρονομία αντίστασης με αποδέκτες τους δανειστές, που μπορεί να φτάνει ως την επιθυμία ρήξης, και γ) το ΟΧΙ ως επιπλέον διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια του έλληνα πρωθυπουργού στον εθνικό αγώνα για μια καλύτερη συμφωνία. Η τελευταία εκδοχή περιλαμβάνει και ψηφοφόρους των «μνημονιακών» κομμάτων και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «πραγματιστική», «θετικιστική» ή adhoc ψήφος. «Πραγματιστική», ως μια στάση προσανατολισμένη στη μάχη της εν εξελίξει διαπραγμάτευσης, που δεν ενδιαφέρεται να τιμωρήσει ή να επιβραβεύσει κάποιον παρά να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του λαού ως συνόλου έναντι των πιστωτών. «Θετικιστική» ως πλησιέστερη στο ερώτημα του δημοψηφίσματος όπως αυτό τυπικά τέθηκε: «απορρίπτω την συγκεκριμένη συμφωνία, όχι κάθε συμφωνία». Adhoc, διότι προορίζεται να αποτελέσει όργανο για την εφαρμογή μιας συγκεκριμένης πολιτικής, όχι μέσο για τη διαιώνιση της ηγεμονίας της κυβέρνησης.
Τι πέτυχε τελικά αυτό το δημοψήφισμα; Ποια ήταν τα απτά αποτελέσματά του; Ένα τμήμα της μετριοπαθούς αριστεράς υποστηρίζει πως δεν χρησίμευσε σε τίποτα, ήταν μια ανόητη κίνηση όπως υπαινίχθηκε ο υπουργός Γιάννης Πανούσης. Ένα διχαστικό και εκβιαστικό ερώτημα, παρά το δίκαιον του σκοπού (μια κοινωνικά δικαιότερη και βιωσιμότερη συμφωνία). Η έλλειψη ορθολογικής, στενά «οικονομίστικης» στόχευσης, δεν αποτελεί μειονέκτημα για μια ορισμένη ριζοσπαστική κομμουνιστογενή διανόηση αλλά ένα βασίλειο των δυνατοτήτων. Στον αντίποδα της μετριοπαθούς στάσης, ο γάλλος Αλαίν Μπαντιού χαρακτήρισε το ελληνικό δημοψήφισμα ως Συμβάν, μια έννοια που κατέχει κεντρικό ρόλο στη φιλοσοφία του. Το Συμβάν (Événement) είναι ένα εξεγερσιακό γεγονός που εμφανίζεται αίφνης, χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του, διαρρηγνύοντας την ιστορία ως ένα είδος θαύματος. Είναι άδηλο πού θα οδηγήσει η συμβαντική δυναμική του δημοψηφίσματος, που συγκροτεί λανθάνουσες κινηματικές δυνατότητες και προκαλεί βάθυνση της ταξικής συνειδητοποίησης. Ένας δρόμος που δεν ξέρουμε πού θα μας βγάλει αλλά τον ακολουθούμε, αυτοσχεδιάζοντας.
Δύο τελευταίες παρατηρήσεις. Η πρώτη αφορά τη στάση που όφειλε να κρατήσει η φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση. Διατυπώθηκε η άποψη ότι κακώς σήκωσε το γάντι της αντιπαράθεσης και αποδέχθηκε την υπόρρητη κυβερνητική ανάγνωση του δημοψηφίσματος ως μονομαχίας με έπαθλο την εξουσία. Ακούστηκαν φωνές για αποχή, που πνίγηκαν στην έξαψη μιας ατμόσφαιρας υπαρξιακής σύγκρουσης. Η επιλογή της πόλωσης θα είχε νόημα μόνο στην περίπτωση που ο Αλέξης Τσίπρας δήλωνε κατηγορηματικά ότι θα παραιτείτο σε περίπτωση μη επιθυμητού αποτέλεσματος· αυτό όμως αποκλείστηκε έγκαιρα. Σε κάθε περίπτωση, η αντιπολίτευση μέτρησε αξιόπιστα τις δυνάμεις της· το 39% μπορεί να φαίνεται απογοητευτικά λίγο, όμως σε δεύτερη ανάγνωση αποκαλύπτεται ως ένα συμπαγές, φιλελεύθερο με την ευρεία έννοια μπλοκ με σαφή φιλοδυτικό προσανατολισμό, σε αντίθεση με την ευκαιριακή συμμαχία των ετερόκλητων δυνάμεων του ΟΧΙ. Το τελικό αποτέλεσμα θεράπευσε το λάθος των ευρωπαϊστικών δυνάμεων να ενδώσουν στον πειρασμό της μονομαχίας και επανέφερε την ευθύνη στον νόμιμο φορέα της, την εκλεγμένη κυβέρνηση. Η κυβέρνηση απέτυχε να πετάξει το μπαλάκι αλλού, χρεώνοντας εξ ολοκλήρου στην αντιπολίτευση τη συμφωνία, πράγμα που θα γινόταν σε περίπτωση επικράτησης του ΝΑΙ.
Κλείνουμε με μια απόπειρα απάντησης στο ερώτημα που αναδύθηκε μετά την υπογραφή της συμφωνίας και την ψήφιση των πρώτων μέτρων από την ελληνική Βουλή: γιατί ο λαός δεν αντέδρασε στην υφαρπαγή της ψήφου του, στην τροπή του ΟΧΙ στο αντίθετό του; Το ερώτημα τίθεται κυρίως από την ριζοσπαστική μερίδα της αριστεράς που ερμηνεύει το αποτέλεσμα ως εντολή ρήξης με την Ευρώπη. Είναι όμως και γενικότερα νόμιμο ενόψει του φοβερού παραλογισμού να απορρίπτεται ένα σχέδιο για να υιοθετηθεί ένα βαρύτερό του! Αν δεχθούμε ότι η λαϊκή ετυμηγορία ήταν μια μονοσήμαντη και μονολιθική βούληση ρήξης, ένα αγέρωχο Μολών Λαβέ στον εκβιασμό των δανειστών, η απραξία και αμηχανία του κόσμου μετά την ψήφιση καθίστανται ακατανόητες. Το λιοντάρι δεν μετατρέπεται σε άκακο αμνό μέσα σε λίγες μέρες. Ο ηρωικός κόσμος του ΟΧΙ, που αδιαφόρησε για τις υλακές των τοκογλύφων και των εγχώριων φερεφώνων τους, πώς είναι δυνατόν να εμφανίζεται «σαστισμένος» και «σοκαρισμένος»; Η διαμετρικά αντίθετη ερμηνεία, που θέλει το ΟΧΙ να ισοδυναμεί με λευκή επιταγή στον πρωθυπουργό, διαψεύδεται από τα πράγματα: οι αντιδράσεις στη συμφωνία, τόσο του κομματικού όσο και του «κοινωνικού» ΣΥΡΙΖΑ, είναι εντονότατες.
Επομένως τι; Ίσως η αλήθεια κρύβεται κάπου στη μέση. Ο κόσμος δεν ψήφισε ούτε ρήξη ούτε Τσίπρα αλλά έναν συνδυασμό των δύο. Ρήξη με επικεφαλής τον Τσίπρα και κανέναν άλλον. Η ακύρωση του ευρωπαϊκού κεκτημένου είναι ένα «κοσμογονικό» εγχείρημα, μια πολύ ριψοκίνδυνη υπόθεση, ένα βήμα στο κενό. Ο κόσμος θα ήταν πρόθυμος να στηρίξει και να αναλάβει το κόστος μιας περιπέτειας σε αχαρτογράφητα νερά, μόνο όμως υπό την προϋπόθεση της καθοδήγησης από μια χαρισματική ηγεσία. Αυτή η θεωρία εξηγεί την έλλειψη αντίδρασης του λαϊκού στοιχείου. Είναι η αμηχανία ενός νικηφόρου στρατού τη στιγμή που συνειδητοποιεί ότι ο επικεφαλής στρατηγός του απεμπόλησε το πλεονέκτημα της νίκης και συνθηκολόγησε. Ή, ακόμα χειρότερα, ότι ετοιμάζεται να προσχωρήσει στο στρατόπεδο του ηττημένου αντιπάλου. Η φόρμουλα «ρήξη αλλά μόνο με τον Τσίπρα» επιλύει την αντίφαση ενός λαού που είναι συγχρόνως και ηρωικός και συμβιβασμένος. Το ΟΧΙ δεν ήταν λεπτομερής οδικός χάρτης προς την επανάσταση, εμπεριείχε όμως σπερματικά μια τέτοια ριζοσπαστική δυναμική. Μόνο ένα λαμπερό πρόσωπο θα μπορούσε να ενσαρκώσει την υπέρβαση, και αυτό ήταν ο Τσίπρας· το Εξκάλιμπερ ήταν καρφωμένο στο βράχο, μπροστά στα μάτια όλων, περιμένοντας τον εκλεκτό να το τραβήξει. Δεν το τόλμησε, για το καλό όλων μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου