Τετάρτη 5 Απριλίου 2017

Η φρικτή δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη

Η Ελένη Παπαδάκη (4 Νοεμβρίου 1908 - 21 Δεκεμβρίου 1944) υπήρξε κορυφαία Ελληνίδα ηθοποιός που διέπρεψε σε ποικίλους ρόλους. Το πέρασμά της από την ελληνική σκηνή άφησε ένα μυθικό αποτύπωμα ανεπανάληπτο και ήδη σε ηλικία 36 ετών κατόρθωσε να οικοδομήσει ένα μέγιστο παράδειγμα ολοκληρωμένου καλλιτέχνη σύμφωνα με τον Κώστα Γεωργουσόπουλο (Παγκόσμιο Βιογραφικό λεξικό, τόμ 8 σ.134, Εκδοτική Αθηνών 1988) - Εκτελέστηκε από μέλη του ΕΑΜ στα Δεκεμβριανά. 


Ο Μάνος Ελευθερίου γράφει (16-11-2014) 
για την δολοφονία 
της Ελένης Παπαδάκη 

Στη μνήμη του θαυμάσιου Πολύβιου Μαρσάν

Διάβασα για …εικοστή φορά στη ζωή μου όσα έγραψε κάποτε ο Δημ. Μυράτ για τη δολοφονία της Ελένης Παπαδάκη και αναδημοσιεύτηκαν στην εφ. «ΤΑ ΝΕΑ» στις 6-7 Σεπτεμβρίου 2014. ΕΔΩ. Υπάρχουν ασάφειες, κενά και, δυστυχώς, ηθελημένες παραλείψεις. Σ’ αυτά θέλω να απαντήσω τελείως τηλεγραφικά, έστω κι αργά, ό,τι μπορώ. Αλλού είναι η θέση τους με τις απαραίτητες παραπομπές.
Πρώτα πρώτα πώς του ’ρθε του Μυράτ να γράψει «γι’ αυτό» ύστερα από τόσα χρόνια. Ήταν έξυπνος, μορφωμένος και έγραφε θαυμάσια. Ηθοποιός δεν ήταν και το ήξερε. Τι τον έσπρωξε όμως να δημοσιεύσει αυτό το καυτό θέμα μάλλον στο παλαιό περιοδικό «Ευθύνη»; Τι λέπια και λεκέδες ήθελε ν’ αποτινάξει από πάνω του στο περιορισμένο κοινό ενός λαμπρού μεν αλλά «άγνωστου» περιοδικού; Γιατί τον έτρωγε το «θέμα», ύστερα από τόσα χρόνια, αφού ο ίδιος ήθελε να πιστεύει τον εαυτό του τελείως αθώο του αίματος της Παπαδάκη;

Εντύπωση κάνει επίσης ότι αποφεύγει να αναφέρει το όνομα της αδελφής του Μιράντας, από άλλη μητέρα, όταν εκείνα τα χρόνια και οι πέτρες ακόμη βοούσαν για το θανάσιμο μίσος της προς τη μεγάλη ηθοποιό, πριν, και την υποτιθέμενη συμμετοχή της στη δολοφονία της, μετά. Υπάρχουν δημοσιεύματα της εποχής που αναφέρουν ολοκάθαρα ονόματα και περιστατικά. Σ’ αυτά ουδείς απάντησε και ουδείς έσυρε ποτέ κάποιον στα δικαστήρια γι’ αυτή την τρομερή προσβολή και συκοφαντία. Η Μιράντα Μυράτ, την οποία δεν αναφέρει ποτέ ο Δημήτρης ή Τοτός Μυράτ, ανήκε κι αυτή, όπως και ο αδελφός της και ολόκληρη σχεδόν η Ελλάδα στο ΕΑΜ. Υπάρχουν φωτογραφίες της από διαδηλώσεις να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή με σηκωμένο χέρι και ασφαλώς να φωνάζει «θάνατος στους φασίστες». Ο πιο εύστοχος τίτλος μιας τέτοιας φωτογραφίας θα ήταν τότε «Η παρασυρθείσα κόρη». Όσο για τη σχέση της με την Πολιτοφυλακή Πατησίων –εκεί που κατέληξε η Παπαδάκη–είναι ότι έμενε δύο τετράγωνα παρακάτω, στο σπίτι μιας Γεωργιάδου. Αυτό αρκούσε για να γραφεί στο τάκα τάκα ένα μονόπρακτο. Μετά τα Δεκεμβριανά ακολούθησε τους χιλιάδες εαμίτες στην υποχώρησή τους στην παγωμένη ελληνική επαρχία, χωρίς να προφθάσει να μετακινηθεί προς τις ανατολικές χώρες και επέστρεψε στην Αθήνα. Εκεί την έκρυψε από τους κακούς ανθρώπους η μητέρα της, ηθοποιός Κυβέλη, σύζυγος του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, του επιλεγόμενου τότε «παπατζή».

Λίγο καιρό μετά έκανε δήλωση μετανοίας καταδικάζοντας τον κομμουνισμό και για τον εαυτό της γράφει ότι όλα όσα έκανε και όσα είπε τα έκανε ως «παρασυρθείσα». Έτσι προσελήφθη και στο Εθνικό Θέατρο, τον δημόσιο οργανισμό, που εκείνα τα χρόνια και για να πιεις νερό χρειαζόσουν από την αστυνομία χαρτί νομιμοφροσύνης. Πάει κι αυτό.

Η αίτησή της στο Εθνικό Θέατρο για να επαναπροσληφθεί ως υγιώς και εθνικώς πλέον σκεπτομένη έχει χαθεί.

Ο Μυράτ αποφεύγει ακόμη να αναφέρει τον πόλεμο, τον παροξυσμό και τις λυσσαλέες επιθέσεις που δεχόταν η Παπαδάκη στα δύο τελευταία χρόνια της επίγειας ζωής της και από συναδέλφους και από τα φύλλα μιας κατάπτυστης «εθνικόφρονης» εφημερίδας. Αυτά τα ήξερε και τα διάβαζε. Ποιος τα χαιρόταν όμως και ποιος τα υπαγόρευε; Και βέβαια θα ήξερε τις τελείως αντισυναδελφικές, πρόστυχες, μοχθηρές, εκδικητικές πράξεις της Ασπασίας Παπαθανασίου (η ίδια η Ασπασία τα γράφει χαρτί και καλαμάρι σε βιβλίο της) και της Αλέκας Παΐζη, επάνω στη σκηνή, τις ώρες της παράστασης, όταν η Παπαδάκη υποδυόταν την Εκάβη στο Εθνικό Θέατρο, του Δεκέμβρη 1943, και οι δύο κυρίες, νεαρές τότε, συμμετείχαν στο Χορό της ίδιας τραγωδίας! Παραλείπω τα κείμενα γιατί θα στενοχωρηθούμε όλοι.
Και επειδή η Παπαδάκη συνελήφθη στο σπίτι του Μυράτ (το ίδιο βράδυ τη δολοφόνησαν στο έρημο, τότε, Γαλάτσι) και επειδή την άλλη μέρα το μεσημέρι κατόρθωσε η θεία του, Μαρίκα Κοτοπούλη, αδελφή της μητέρας του, να στείλει το αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού, με τον ίδιο τον διευθυντή μέσα, τον Ελβετό Λαμπέρ, στο σπίτι του στα Πατήσια, στην οδό Ιακωβίδου, και να τον μεταφέρουν σώο στο Κολωνάκι, αποφάσισε να μην πάει στην κηδεία της ένα μήνα μετά (τότε βρήκαν το πτώμα της). Οι γονείς του πήγαν και φυσικά η «θεία» Μαρίκα.


Τώρα πώς κατόρθωσε το αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού, με τους τεράστιους κόκκινους σταυρούς σε όλες τις πλευρές του, να διασχίσει την εαμοκρατούμενη Αθήνα είναι μυστήριο. Ίσως οι εαμίτες συμμορφώθηκαν για λόγους «ανθρωπισμού» στην παράκληση των Άγγλων να μην πυροβολούν τα αυτοκίνητα και να «σεβαστούν το διεθνές σήμα».

Στις 11 Δεκεμβρίου 1944 ρίχτηκαν από αέρος χιλιάδες προκηρύξεις μ’ αυτή την παράκληση. Ενδεικτικά αναφέρω την κατακλείδα της σπάνιας προκήρυξης: «Παρακαλούμεν άπαντας να σεβασθούν το διεθνές σήμα του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και να μην πυροβολούν κατά των μεταγωγικών αυτών αυτοκινήτων, τα οποία μεταφέρουν φαρμακευτικά είδη εις τους πληγωμένους και τρόφιμα εις τον Λαόν των Αθηνών».
Γι’ αυτό το επεισόδιο ο Μυράτ δεν λέει τίποτε. Ή έγραψε και το ’σκισε μετά ή κάπου ακόμα λανθάνει και περιμένει τη νεκρανάστασή του. Αρκεί να πέσει σε χέρια σοβαρών ερευνητών.

Αρχίζοντας ο Μυράτ μας λέει ότι λίγο πριν αρχίσουν τα άγρια όργανα είπε στην Παπαδάκη να εξαφανιστεί «για να μην τη βρει κακό». Πώς γνώριζε ότι κινδύνευε; Εκείνη θύμωσε και τον αποπήρε. Μέγα και βλακώδες λάθος της. Υπολόγιζε ότι θα παρουσιαζόταν σε κάποιο «πολιτισμένο» δικαστήριο και με δυο δικηγόρους για να αποστομώσουν τους εχθρούς της, αν συνέβαινε κάτι άσχημο και παρατραβηγμένο. Εκτός αυτού είχε ντοκουμέντα. Είχε σημειώματα και επιστολές για να τρέξει και να βοηθήσει. Πράγματι βοήθησε και έσωσε τριάντα δύο (32) κρατούμενους είτε από το εκτελεστικό απόσπασμα είτε να αποφυλακιστούν. Είχε επιστολές από τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό, τη συγγραφέα Λιλίκα Νάκου, τον ενδυματολόγο Αντώνη Φωκά. («Άραγε τους ξέρει κανείς σήμερα αυτούς τους ανθρώπους;) Είχε «άκρες». Κυρίως στον Αρχιεπίσκοπο, στο δήμαρχο Αθηναίων Γεωργάτο, στον ίδιο, το μισητό πρωθυπουργό Ράλλη, κολλητό φίλο του πατέρα της.

Ακόμη κι όταν κάποιο άγιο χέρι ενός αγνώστου έριξε κάτω από την πόρτα της σημείωμα που τη συμβούλευε να εξαφανιστεί αμέσως γιατί την κυνηγούν να τη δολοφονήσουν, εκείνη το αγνόησε. Ευτυχώς δεν το αγνόησε ο λαμπρός συνάδελφος και φίλος της Νίκος Δενδραμής και σώθηκε. Υπάρχουν δύο κυρίες σήμερα οι οποίες γνωρίζουν τίνος ήταν εκείνο το χέρι που έστειλε αυτά τα δύο σημειώματα, με κίνδυνο της ζωής του, και το κρύβουν μέχρι τώρα για άγνωστους λόγους. Πιθανόν εθνικούς! Δεν γράφω επίθετα και σχόλια γιατί θ’ αποκτήσω ακόμη δύο εχθρούς. (Όμως κάτι με βασανίζει. Έχει γούστο, λέει, να ήταν το χέρι του Μυράτ!)

Την Παπαδάκη τη συνέλαβαν πράγματι στο σπίτι των Μυράτ, απόγευμα της 21 Δεκεμβρίου 1944. Αυτός που τη ζήτησε ήταν ο φοιτητής Ιατρικής Κ.Μ., αργότερα γνωστός γιατρός της Αθήνας, κάτοικος κι αυτός της περιοχής Πατησίων, οδός Χρυσοστόμου Σμύρνης, πάροδος Καυτατζόγλου, γιος εφοριακού– (είχαν κάνει μαζί κάμποσες συλλήψεις, ίσως για να εκδικηθεί το θάνατο του αδελφού του από τους γερμανούς). Κάποτε που τον ρώτησα στο τηλέφωνο για κείνο το «περιστατικό» μου είπε ότι έφαγε τόσο ξύλο από τους δεξιούς (τα Χερουβείμ δηλαδή της πατρίδας γιατί οι άλλοι ήταν τα Σεραφείμ) που δεν θυμόταν τίποτε. Τον πιστεύω ακόμη. «Έφυγε» κι αυτός αλλά αργά!

Μαζί του έσερνε έναν αστυφύλακα με πολιτικά, «δικό μας» πια, ονόματι Θεόδωρο Μιχαλόπουλο και τον υποβολέα του θεάτρου Δημήτρη Σούλη. Αυτόν κι αν γνώριζαν όλοι οι θεατράνθρωποι! Όπως γνώριζαν και τους συναγωνιστές και φίλους τους στην Πολιτοφυλακή Πάνο Καραβουσάνο, ηθοποιό τετάρτης κατηγορίας και τον μπάσο της Λυρικής Σκηνής Εμμανουήλ Δουμάνη. Αυτοί όλοι ήταν μόνιμοι κάτοικοι της Πολιτοφυλακής Πατησίων.



Η Παπαδάκη συνοδευόμενη από τη φίλη της Αιμίλια Καραβία και τον Δ. Μυράτ, οδηγήθηκε πρώτα στα γραφεία της Λαϊκής Επιτροπής του ΕΑΜ, επί της οδού Πατησίων 314, για να αναφερθεί όπως ορίζει η στρατιωτική τάξη ότι η διαταγή τους εξετελέσθη (αυτό «ξέχασε» να το αναφέρει ο Μυράτ, καίτοι πολύ σημαντικό) και εν συνεχεία όλοι μαζί πήγαν στην Πολιτοφυλακή της γειτονιάς τους, η οποία στεγαζόταν στην επιτεταγμένη έπαυλη Παπαλεονάρδου, οδός Πολυλά και Ροστάν.
Εκεί την υποδέχεται ο Καραβουσάνος με χειροφίλημα! Ούτε αυτό αναφέρει ο Μυράτ. Αναφέρει όμως ότι εκδιώκονται «με το άγριο». Από ποιους άγριους και πόσο άγρια απέναντι σ’ ένα γνωστό τους γραμματέα του ΕΑΜ, στρατιωτικά ανώτερό τους, ο οποίος μπαινόβγαινε διαρκώς στην Πολιτοφυλακή και τον γνώριζαν όλοι. Και δεν ήταν ύποπτος που συνόδευε μια επικίνδυνη ύποπτη;
(Να σκεφτεί μόνο κανείς ότι ο Καραβουσάνος ήταν στο πάνελ των ηθοποιών οι οποίοι διαγράψανε τους συναδέλφους τους –δίπλα στον «συνάδελφό» τους, τον μέγα Αιμίλιο Βεάκη– και ίσως ακολούθησε, μαζί με τον μπάσο της Λυρικής Σκηνής, το εκτελεστικό απόσπασμα έως τον ορισμένο τόπο για να πιστοποιήσει ιδίοις όμμασι τον «θάνατο της πουτάνας». Αυτός ήταν ο τίτλος που της απονεμήθηκε στα συνέδρια των ηθοποιών, από τους ίδιους τους αφιονισμένους ηθοποιούς. Εδώ ονόματα δεν λέμε).
Και συνεχίζει ο Μυράτ: «Σαν ήρθε ο καπετάν Ορέστης…»

«Καλλιτεχνικό» ψευδώνυμο ενός νέου 23 χρόνων, διοικητή της Πολιτοφυλακής Πατησίων από τα αισχρά και εγκληματικά λάθη της ηγεσίας του Κόμματος, ο οποίος και λόγω της ηλικίας του είχε το κουσούρι να κυνηγάει μόνο γυναίκες. Έκανε «όργια» λέει ο Μυράτ (για σκέψου, για σκεφθείτε τι όργια!) ο οποίος έγραψε κάποτε ότι και ο ίδιος ήταν «λάτρης» του ποδόγυρου. Έτσι ακριβώς, αλλά φαίνεται χωρίς όργια. Ενώ αν ο Ορέστης κυνηγούσε άντρες όλα θα ήταν ομαλά, ρόδινα και δίχως όργια.
Ενδιαφέρον μεγάλο παρουσιάζει ο αμέσως επόμενος, μετά τον Ορέστη, διοικητής της Πολιτοφυλακής Πατησίων, ο οποίος καταθέτει τέσσερις μήνες αργότερα, στο 16ο αστυνομικό τμήμα, ότι ο Ορέστης «επεδίδετο μετά γυναικών εις ακολάστους πράξεις»!
Δηλαδή τι άλλο έκανε ένας φυσιολογικός νέος 23 χρόνων από εκείνα όπου κάνουν επί εκατομμύρια χρόνια οι άνθρωποι στον πλανήτη. Το όνομα του νέου διοικητή: Νίκος Ανδρικίδης. Θα τον βρούμε παρακάτω, κολλητό φίλο, κι αυτόν, του Μυράτ.


Δημήτρης Μυράτ

Ο Ανδρικίδης συνέλαβε και εκτέλεσε τον Ορέστη (τα γράφει αυτά ο Μυράτ χωρίς να αναφέρει το όνομα του φίλου του Ανδρικίδη) διότι εκτός από τις «ακόλαστες πράξεις» κατάκλεβε όλους τους «αντιδραστικούς» που συνελάμβανε. Έκλεβε δηλαδή τις βέρες, τους σταυρούς και ό,τι χρυσαφικό και λίρες είχαν κρύψει στις ραφές των ρούχων τους και είτε τα κρατούσε ο ίδιος είτε τα χάριζε στις γκόμενες και δεν τα παρέδιδε στους ανωτέρους του «για τις ανάγκες του κόμματος». Έτσι ακριβώς ήταν η κατηγορία και γι’ αυτό η ηγεσία έστειλε τον Ανδρικίδη στα Πατήσια για να βάλει τάξη. (Ο Ορέστης πήρε το δαχτυλίδι και το ρολόι της Παπαδάκη).
Τώρα πώς το άσπιλο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος είχε αλισβερίσι με τους μαυραγορίτες και τους απατεώνες σαράφηδες της αγοράς, οι οποίοι εξαργύρωναν βέρες, ρολόγια και χρυσαφικά με λίρες Αγγλίας είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία. Σε κάποια δίκη του Ανδρικίδη που αναφέρθηκε το όνομα του Ορέστη (η γελοιότητα όλων ανεξαιρέτως δεν έχει όρια: ουδείς «γνώριζε» το πραγματικό του όνομα –το οποίο βρήκα πολύ αργότερα!) και η εκτέλεσή του «για να μη θρηνήσουμε και άλλα θύματα» όπως κατέθεσε αιφνιδίως ο ουρανοκατέβατος μάρτυρας υπεράσπισης του Ανδρικίδη, Δημήτρης Μυράτ, μια ηθοποιός, Ολυμπία Παπαδούκα ονόματι, έγραψε ότι στη δίκη «προσκομίστηκαν επίσημα χαρτιά (τα οποία πήραν πίσω αυτοί που τα προσκομίσανε) στο δικαστήριο, που αποδείχνανε (!) ότι ο νεαρός Ορέστης ήταν έμμισθος πράχτορας της Ιντέλιντζες Σέρβις! Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο έστειλε την Παπαδάκη στο απόσπασμα για να κηλιδωθεί το ΚΚΕ και το ΕΑΜ».
«Πράχτορας» λοιπόν ο αλητάμπουρας, όπως λίγο αργότερα καραμπινάτοι πράχτορες ήταν ο άγιος Νίκος Πλουμίδης και ο έξοχος Κώστας Καραγιώργης και πάλι λίγο αργότερα ο ίδιος, ο διαβόητος Νίκος Ζαχαριάδης και ο Τρότσκι και εκατομμύρια στρατιωτικοί και πολίτες της Σοβιετικής Ένωσης, ο ανθός της μεγάλης Επανάστασης και πολλοί δικοί μας, αγνοί ιδεολόγοι, που πήγαν άδικα των αδίκων. Εδώ πρέπει να σκεφτούμε αυτά τα επίσημα χαρτιά, ίσως σε περγαμηνή, σαν διπλώματα Ανωτάτων Σχολών, με υπογραφές και σφραγίδες της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Όλα αυτά τα λέγανε και τα γράφανε κιόλας ηλικιωμένοι και γνωστότατοι δημοσιογράφοι χωρίς ίχνος ντροπής.
Ώρα μία μετά τα μεσάνυχτα της 21 Δεκεμβρίου 1944 ο διοικητής της Πολιτοφυλακής Πατησίων, Ορέστης, πρέπει να είναι κατάκοπος, αφού από τα χαράματα της προηγούμενης μέρας είναι στο πόδι. Θα σέρνεται από την κούραση κι ας είναι μόνο 23 χρόνων. Στην Πολιτοφυλακή επικρατεί χάος και το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και στις υπόλοιπες Πολιτοφυλακές της Αθήνας.

Συνεχώς καταφθάνουν νέοι κρατούμενοι. Τους περισσότερους μετά από μια σύντομη ανάκριση στα όρθια, τους «περιποιούνται» στο Γαλάτσι μ’ ένα χτύπημα στο κεφάλι για να μην ακούγονται οι πυροβολισμοί. Όλοι είναι εξαγριωμένοι καθώς τους ερεθίζει το χυμένο αίμα και τους κάνει πιο επικίνδυνους, σαν τους καρχαρίες. Οι πολίτες κατηγορούνται είτε για συνεργάτες των γερμανών, δοσίλογοι και αντιδραστικοί είτε για τροτσκιστές. Οι μισοί από τα στελέχη της Πολιτοφυλακής που μύρισαν την επέλαση της ήττας τους και την επικείμενη σύλληψή τους, τα στρατοδικεία που θα πετούνε σε λίγο τις θανατικές ποινές σαν στραγάλια, έχουν ήδη φύγει πρώτα για τη Θήβα, παίρνοντας μαζί τους εκατοντάδες ομήρους, με σκοπό να προωθηθούν στους παραδείσους των ανατολικών χωρών.

Το να θυμάται όμως ο Ορέστης (όπως γράφει ο Μυράτ) μέσα σ’ εκείνο τον πανικό και την αναστάτωση το όνομα της Παπαδάκη, που πρώτη φορά άκουγε στη ζωή του, ότι ήταν εκείνη την οποία διέγραψε και ουσιαστικά καταδίκασε σιωπηρά σε θάνατο το εαμοκρατούμενο, εκείνη την περίοδο, Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών, δύο μήνες ακριβώς νωρίτερα, στις 23 Οκτωβρίου, φαίνεται εντελώς ηλίθιο. Απλώς τη θυμήθηκε διότι μόλις πριν από λίγες στιγμές του ’δειξαν το χαρτί της διαγραφής και του τό ’τριψαν στα μούτρα. Ποιοι;
Κανείς δεν υποπτεύεται όμως ότι τις κινήσεις του Ορέστη τις παρακολουθεί κρυφά, τις ελέγχει και τις βαθμολογεί εδώ και τρεις μέρες, ΠΡΙΝ από τη σύλληψη της Παπαδάκη, ο Νίκος Ανδρικίδης, μέχρι προχτές διοικητής Πολιτοφυλακής ΠαγκρατίουΒύρωνα, Καισαριανής, με δεκάδες συλλήψεις και εκτελέσεις στη μερίδα του. (Το τρελό είναι ότι μόνο για ένα φόνο καταδικάστηκε!) Ίσως τότε τον γνώρισε ο Μυράτ.
Στην επίσημη κατάθεσή του ο Ανδρικίδης τον Απρίλιο 1945 τα ξερνάει όλα, αλλά πρέπει να σκεφτόμαστε πόσα άλλα του χρεώσανε οι αρχές και με ποιες τρομακτικές συνθήκες δόθηκε η κατάθεση. Τις ξέρουμε, τις ξέρουμε από αιώνες πώς γίνονται αυτές οι καταθέσεις. Εδώ να σημειώσω ότι κάποτε εμπιστεύτηκα σε κάποιον ηλίθιο αυτή τη μοναδική κατάθεση, σε φωτοτυπία, η οποία αποκτήθηκε με κόπο και χρήμα, κι εκείνος την ανακοίνωσε στο διαδίκτυο!

Εκεί λοιπόν αναφέρει ότι διετάχθη να παρακολουθεί κρυφά τον Ορέστη διότι, συν τοις άλλοις, δηλαδή τις γυναίκες, «έκλεβε ασύστολα τα θύματά του προς ίδιον όφελος» όπως είπαμε «και όχι για τις ανάγκες του Κόμματος».
Το όνομα της Παπαδάκη δεν το αναφέρει διότι απλούστατα δεν το είχε ακούσει κι αυτός ποτέ στη ζωή του.

Επομένως: από τις 18 Δεκεμβρίου, όπως γράφει και ο Πολ. Μαρσάν, τρεις μέρες δηλαδή πριν από τη σύλληψη της Παπαδάκη, που άρχισε ο Ανδρικίδης την έρευνά του, είχε μάθει για τις εν τω μεταξύ συλλήψεις και εκτελέσεις και δεν έκανε τίποτε για να τις σταματήσει.
Όταν μετά την εκτέλεση του Ορέστη ανέλαβε τη διοίκηση Πολιτοφυλακής Πατησίων ο Ανδρικίδης, εξακολούθησε με τη συμμορία του «προδότη» Ορέστη, όσους απόμειναν, να συλλαμβάνει και να εκτελεί πολίτες μέχρι τις 5 Ιανουαρίου 1945, ώσπου τό ’σκασε κι αυτός, πήγε στη μέση της Ελλάδας, τον συνέλαβαν, τον φέρανε στην Αθήνα και πέρασε από δίκη. Με βασικό μάρτυρα υπεράσπισης τον Δημήτρη Μυράτ.
Είπε ο Μυράτ στο δικαστήριο: «Δεν έπρεπε να οδηγηθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου, μια και ενήργησε έτσι με το πέρασμά του από τα Πατήσια, ώστε να γλιτώσουν ασφαλώς όλοι οι αθώοι».

Γι’ αυτά όλα όμως δεν έχει ούτε μία λέξη στο κείμενό του για την Παπαδάκη.

Ο Νίκος Ανδρικίδης (1914-2002) από τη Μικρά Ασία κι αυτός (!) έμεινε στη φυλακή 28 χρόνια. Απολύθηκε τον Ιανουάριο 1964. Στις 31 Οκτωβρίου 1986 του δόθηκε σύνταξη 9.600 δραχμών «ως παθών αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης»! Δυστυχώς είχε τυφλωθεί. Με τον Δημήτρη Μυράτ έμεινε κολλητός φίλος έως το τέλος. Τι συνέβη, πώς συνέβη, γιατί συνέβη άδηλον. Εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν.
Ιδού μία από τις επιστολές του Μυράτ προς τον Ανδρικίδη με ημερομηνία 31.12.1978:
Αγαπητέ Νίκο, Χρόνια Πολλά. Ευτυχισμένος ο Καινούριος Χρόνος. Σ’ ευχαριστώ για τη φωτοτυπία. Μόλις ησυχάσω θα σου γράψω περισσότερες λεπτομέρειες για την περιβόητη σύλληψη [της Ελένης Παπαδάκη, φυσικά. Εσωκλείω δύο διπλές προσκλήσεις, που ισχύουν για οποιαδήποτε μέρα, ελεύθερες από κάθε επιβάρυνση. Θα ήταν άδικο να πληρώσης το θέατρο του φίλου σου. Χαίρω που ξέμπλεξες με τα συνταξιοδοτικά.

Γιατί να πάνε τόσοι ωραίοι αγώνες, όπως ο δικός σου και των άλλων παληκαριών, χαμένα; Ακόμα κι ο δικός μου απειροελάχιστος και μηδαμινός σαν Γραμματέα ΕΑΜ θεάτρου; Τι έφταιξε και βρισκόμαστε πάλι στην ίδια κοινωνική κατάσταση της προμεταξικής περιόδου; Κρίμα!
Με φιλία κι εκτίμηση

Δ. Μυράτ


Εδώ με πόνο καρδιάς θέλω να σημειώσω ότι τα περισσότερα στελέχη της Πολιτοφυλακής Πατησίων και Παγκρατίου, ακόμη και ο προσωπικός εκτελεστής της Παπαδάκη, Βλ. Μ., είχαν γεννηθεί στη Σμύρνη ή στα προάστιά της! Πώς η «Καλλίστη πασών», αγαπητέ μου κύριε Κωνσταντίνε Δεσποτόπουλε, έβγαλε τέτοια τέκνα;

Τελειώνοντας καταγράφω ορισμένα χρήσιμα στοιχεία για την προϊστορία αυτού του δράματος. Στις 20 Οκτωβρίου 1944, λίγες μέρες δηλαδή μετά την Απελευθέρωση, στη συνεδρίαση του Σωματείου Ελλήνων (αυτό προπάντων) Ηθοποιών (κι αυτό προπάντων) ο αριστερός ηθοποιός του μουσικού θεάτρου Σπύρος Πατρίκιος κατόπιν πιέσεως και διαταγής, όπως λέγεται, του Κόμματος, αναγκάστηκε και μίλησε στους ηθοποιούς που μαζεύτηκαν στα γραφεία του Σωματείου τους, Σατωβριάνδου 52α, ως εξής:

«Θλιβερό καθήκον μας αναγκάζει να μιλήσουμε για τη στάση ωρισμένων, ευτυχώς ελαχίστων, ηθοποιών που πολλοί απ’ αυτούς δεν είναι ευτυχώς Έλληνες, που πρόδωσαν τον τίμιον αγώνα με πράξεις κακές και που το παράδειγμά τους θα ’χε ανυπολόγιστες συνέπειες και συμφορές αν δεν ήσαν ευτυχώς τόσο λίγοι. Προτείνω να διαγραφούν από το Σωματείο και να στερηθούν κάθε δικαιώματος να εργάζονται στο ελληνικό θέατρο και να γίνη για κάθε προτεινόμενο αμέσως συζήτησις και να παρθή απόφασις».


*********************************************************
ΟΙ ΠΡΟΔΟΤΑΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ
[Ο τίτλος και τα ονόματα, χωρίς κανένα σχόλιο, όπως δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Απελευθερωτής», 25 Οκτωβρίου 1945]

1) Βεργή Έλσα 2) Δαδοκαρίδου Έλλη 3) Ζαμάνου Χαρ. 4) Θάνος Διονύσιος 5) Ιακωβίδης Μιχάλης 6) Πόπολα Αγγέλα 7) Κόππολα Αλφρέδος 8) Μοσχούτης Δ. 9) Μπέλλα Σμάρω 10) Παπαδάκη Ελένη 11) Παυλόφσκαγια Νίνα 12) Ραμασόφ Ροβέρτος 13) Φελίτσης Δημήτριος και 14) Αγγελική Κοτσάλη.

Η επικύρωση των ονομάτων έγινε δύο μέρες πριν, στο θέατρο «Διονύσια» της Πλατείας Συντάγματος.
Το προεδρείο: Αιμίλιος Βεάκης, Θεόδωρος Μορίδης, Σπύρος Πατρίκιος, Χρήστος Τσαγανέας, Πάνος Καραβουσάνος.

Προσωρινός επίλογος
Στην εξεταστική επιτροπή, πίσω από το θλιβερό τραπεζάκι στη μέση της σκηνής των θεάτρων (ασφαλώς το πιο άθλιο σκηνικό που εμφανίστηκε στο ελληνικό θέατρο) τον κεντρικό ρόλο του μεγάλου ιεροεξεταστή Τορκουεμάδα τον έπαιζε ο μεγαλύτερος Έλληνας ηθοποιός του 20ού αιώνα, και γιατί όχι και του 21ου, ο Αιμίλιος Βεάκης. Επέζησε ως το 1951.Με τον Στρατιωτικό Σύνδεσμο στην αρχή, άγριος Βενιζελικός μετά και υμνητής του Εθνάρχη, στη συνέχεια φανατικός οπαδός κάθε δικτάτορα και της βασιλείας και υμνητής του βασιλιά Κωνσταντίνου, στη συνέχεια υμνητής του δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά, ώσπου ετελεύτησε το βίο του ως φανατικός αριστερός.

Αιμίλιος Βεάκης

Μια μικρή παρένθεση. Ανάμεσα στους εχθρούς της ΟΠΛΑ, τους οποίους εκτελούσε συνεχώς κατά τη διάρκεια της Κατοχής (και τους χρεώνονταν οι Ούννοι) και ιδιαίτερα τον άγριο Δεκέμβρη 1944, ανάμεσα λοιπόν στους στρατιωτικούς, τους αστυνομικούς –κυρίως χωροφυλάκια του γάλακτος– τους κραγμένους μαυραγορίτες, τους γνωστούς συνεργάτες των Γερμανών, ήταν και οι «περίφημοι» Τροτσκιστές, οπαδοί του δολοφονημένου, από άνθρωπο του Στάλιν, Λέον Τρότσκι. Αυτοί οι τελευταίοι ήταν το κόκκινο πανί όχι μόνο του δικού μας ΚΚΕ αλλά όλων των ΚΚ και οπαδών απανταχού της οικουμένης, ακολουθώντας τυφλά τη «σοβιετική γραμμή» εκείνων των χρόνων.
Δίπλα, λοιπόν, στον Βεάκη, για να επανέλθω, που καθόταν ως κριτής (στο τέλος έβγαλε έξω την ουρά του και δεν ψήφισε τη διαγραφή κανενός, γιατί θα κατάλαβε το ρεζιλίκι του!) ήταν και ο ηθοποιός Χρήστος Τσαγανέας, ο πολιτικά «θανάσιμος εχθρός όλων»! Αυτόν διάλεξε το Κόμμα, λένε, αφού το Κόμμα, πάλι λένε, οργάνωσε αυτή την τελετή του θανάτου.


Άγνωστο παραμένει με ποιο τρόπο την είχε σκαπουλάρει έως εκείνη τη στιγμή από τα ακονισμένα νύχια των παιδιών (κυριολεκτώ) της οργάνωσης και δεν βρισκόταν το πτώμα του σ’ ένα χαντάκι. Αναρωτιέται κανείς πώς τον άντεχαν οι υπόλοιποι τέσσερις δίπλα τους και οι έξαλλοι αριστεροί ηθοποιοί της πλατείας και των θεωρείων. Ένας τέτοιος τροτσκιστής και με τέτοιο λαιμό έπρεπε να εξαφανιστεί αμέσως. Αλλά δεν… Επέζησε όλων και η γυναίκα του περισσότερο αφού έθαψε όλους και όλες που έπαιξαν μαζί της στο βίο της εκτός από τη Σμάρω Στεφανίδου που τους την έφερε.
Το περίεργο με τον Τσαγανέα είναι ότι ενώ ως νέος ήταν άσχημος και άχαρος όταν γέρασε έγινε συμπαθής με τους αβανταδόρικους ρόλους που έπαιξε στον κινηματογράφο.

Φανατική τροτσκίστρια ήταν και η γυναίκα του, επίσης ηθοποιός, Νίτσα Τσαγανέα, η οποία σε πρώτο γάμο είχε παντρευτεί τον Γιώργο Βιτσώρη (προσωπικος φιλος του Τρότσκυ), αδελφό του ζωγράφου Μίμη Βιτσώρη, και ηθοποιού και ποιητη Τίμου Βιτσώρη, και η οποία είχε παίξει μερικές φορές σε δεύτερους ρόλους, δίπλα στην Ελένη Παπαδάκη.


Πώς κατόρθωσαν όμως (και ποιος άραγε απ’ όλους) να πλησιάσουν και να πείσουν αυτό το βουνό, τον Αιμίλιο Βεάκη, τον οποίο όλοι οι ασήμαντοι θεωρούσαν «συνάδελφό» τους, αν είναι δυνατό, να «ηγηθεί» μιας τέτοιας κατάπτυστης κατάστασης. (Εδώ ο Μυράτ, στο θέμα του «δικαστηρίου» δικαίως εξανίσταται). Τι μπορεί να του έταξαν και πώς τον έφεραν τούμπα; Μήπως του υποσχέθηκαν τιμές και δόξες, που δεν αξιώθηκε κανείς ως τώρα, μήπως του υπενθύμισαν τις μετάνοιες που έκανε σε κάθε κάλπη στρατιωτικό και πρωθυπουργό; Μήπως τον εκβίασαν για κάτι που κανείς ως σήμερα δεν γνωρίζει ή τον απείλησαν στα ίσα ότι αν δεν λάβει μέρος στην «επιτροπή» κινδυνεύει και ο ίδιος και η οικογένειά του; Άγνωστο.
Πρέπει, διάβολε, να κατάλαβε, γιατί ήταν πλέον ηλικιωμένος, ότι όλοι αυτοί οι ασήμαντοι και άσημοι τον ήθελαν ως όνομα, για κράχτη με λίγα λόγια για να δείξουν και να αποδείξουν στο «λαό» ότι εκείνη την κρίσιμη στιγμή το κίνημα ήταν ενωμένο και γερό σαν μια γροθιά.
Μέσα σ’ εκείνη τη φονική σιωπή δυστυχώς δεν ακούστηκαν δύο μεγάλες γυναικείες φωνές, ισάξιες του Βεάκη: της Μαρίκας Κοτοπούλη και της Σαπφώς Αλκαίου. Ήταν οι τρεις ηθοποιοί μπροστά στους οποίους εκείνες τις φαρμακωμένες ώρες, όλοι και όλες στέκονταν προσοχή θέλοντας μη θέλοντας. Ήταν, όπως και να το κάνουμε, αυτό που συνηθίζεται να λέγεται για τέτοιες προσωπικότητες «ιερά τέρατα». Σαν κι αυτούς δεν ξανάβγαλε το ελληνικό θέατρο. Να σημειώσω ακόμη δύο: τον Ευάγγελο και Γιώργο Μαμία.

Και μερικά ακόμη για τους περίεργους και τους σχολαστικούς. Μετά τη διαγραφή της, έστειλε επιστολή, με ημερομηνία 7 Νοεμβρίου 1944, στον υπουργό Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας, ως αρμόδιο περί τα καλλιτεχνικά. Η κατηγορία ήταν: «Προδοτική στάση την περίοδο της Κατοχής». Χωρίς λεπτομέρειες. Ανάμεσα σε άλλα γράφει στον υπουργό: «Μία απόφασις τοιούτου περιεχομένου μη κοινοποιηθείσα δε εις τους ενδιαφερομένους και ήτις απόφασις θα έδει να ληφθή μόνον κατόπιν τηρήσεως ωρισμένων νομίμων τύπων και γνωστοποιήσεως ημίν… με αναγκάζει να προσφύγω εις Υμάς και να διαμαρτυρηθώ εντονότατα…»

Και προς το Σωματείο: «Δια των εφημερίδων επληροφορήθην ότι διεγράφην από το ημέτερον Σωματείον. Παρακαλώ υμάς όπως εναρεστηθήτε να μου γνωρίσητε εγγράφως επί τη βάσει τίνων στοιχείων, μαρτυριών ή άλλων αποδείξεων ελήφθη η ανωτέρω απόφασις».
Ο υπουργός έστειλε αμέσως επιστολή στο Σωματείο και ζητούσε εξηγήσεις. Ούτε στον ένα ούτε στον άλλο απάντησε το Σωματείο. Στις 24 Νοεμβρίου η Παπαδάκη στέλνει δεύτερη επιστολή. Ανάμεσα σε άλλα γράφει:

«…Νομίζω ότι πάσα άμυνα επί τόσον αναρμόστως συντεταγμένου εγγράφου, πλήρους αορίστων και αβασίμων εναντίον μου στοιχείων και συκοφαντικών δυσφημίσεων, οικοδομήματος ασυστόλων κατηγοριών βασιζομένων μόνον επί «εντυπώσεων», ως ρητώς αναφέρει το απόσπασμα των πρακτικών [άρα υπήρχαν πρακτικά  στο αρχείο της δεν βρέθηκαν ούτε στα γραφεία του ΣΕΗ] μία τοιαύτη άμυνα, θ’ απετέλει ύβριν εναντίον εμού της ιδίας, απρεπούς ήδη δια της αποφάσεως καθυβρισθείσης και δια τρόπου απάδοντος, ως φρονώ εις Σωματείον ευσεβούμενον εαυτό και τας αποφάσεις του.
»Κατά πόσον η όλη στάσις μου κατά το διάστημα της κατοχής υπήρξεν «αντεθνική, αντισυναδελφική, εγωιστική και απρεπής» δύνανται καλλίτερον από εμέ να διαφωτίσουν την Συνέλευσιν πολλοί εκλεκτοί συνάδελφοι».
Και τελειώνει την επιστολή καταθέτοντας τα όπλα εξαντλημένη και κατά κράτος νικημένη: «Οπωσδήποτε η Συνέλευσις υμών ας αποφασίση ό,τι νομίζει». Και υπογράφει: «Μετά πάσης τιμής». Σε ποιον και σε ποιους;


Είναι αλήθεια ότι ο αριθμός των θυμάτων της ανθρωποθυσίας στην Ελλάδα είναι ασήμαντος μπροστά στους ανατριχιαστικούς αριθμούς που μας παραδόθηκαν, μετά τον πόλεμο, από την Ιταλία και τη Γαλλία. Ίσως, λένε ορισμένοι, ως ποσοστά εν σχέσει με τον πληθυσμό κάθε χώρας είναι μάλλον ο ίδιος.
Αν εξαιρέσουμε τους μαυραγορίτες όλα τα άλλα θύματα ήταν της πείνας. Της πείνας ήταν και οι δολοφόνοι. Πρέπει όμως κάπως να κλείσουμε τούτο το παράπονο με τη δραματική διαπίστωση του Δ. Μυράτ
«Όπως το αίμα του [Ίωνος] Δραγούμη κατέστρεψε τον [Ελευθέριο] Βενιζέλο, έτσι πιστεύω πως το αίμα της Παπαδάκη κατέστρεψε το ΕΑΜ». Όχι όμως μόνο της Παπαδάκη.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Θα ήταν άδικο να κλείσω τούτο το μνημόσυνο χωρίς μερικά ακόμη λόγια. Μόλις ησύχασαν, λοιπόν, κάπως τα πράγματα, μετά τον Φεβρουάριο 1945, ο Μυράτ αναγκάστηκε να εργαστεί ξανά για τον επιούσιο. Επειδή φοβήθηκε όμως ότι μπορούσε να βρεθούν μερικοί φανατισμένοι που είχαν μνήμη ανάμεσα στους θεατές και να τον ρωτήσουν δυνατά από την πλατεία, την ώρα της παράστασης, για την «περίπτωση», απευθύνθηκε σε φίλους του να πηγαίνουν στις παραστάσεις του για να επιβάλλουν σιωπή. Αψευδής μάρτυρας ο φίλος του φαρμακοποιός Σπύρος Λεκατσάς, οδός Πατησίων 336. Για να ’χει όμως το κεφάλι του ήσυχο και να καλοπιάσει λίγο αργότερα τους «απέναντι» έγραψε ότι «ο Δεκέμβρης μύριζε ξένη προβοκάτσια»!
Ακόμη κάτι απαραίτητο. Αντιγράφω από το αρχείο μου δύο παραγράφους από το αυθεντικό χειρόγραφο άλμπουμ που έφτιαξε ο ίδιος ο Αιμίλιος Βεάκης, όταν τέλειωσαν οι παραστάσεις του έργου «Ταπεινοί και καταφρονεμένοι», που παίχτηκε σε δική του διασκευή στο Εθνικό Θέατρο.
Έχει ημερομηνία 20 Μαΐου 1934 (δέκα χρόνια πριν από το «συμβάν») και αφιερώνεται στην Ελένη Παπαδάκη:
«Στη μεγάλη μου συνάδελφο κι ευγενική φίλη Ελένη Παπαδάκη με την ευγνωμοσύνη μου για την αριστοτεχνική ενσάρκωση του ρόλου της Νατάσας».
Και απόσπασμα από την εισαγωγή του, πάλι χειρόγραφο: «Μην ξεχάσεις» της λέει «ποτέ σου αυτό το θρίαμβο, γιατί η θύμησή του θα σου φέρνει στο νου, για αιώνιο μάθημα, πως εκείνο που αξίζει θριαμβεύει πάντα στο πείσμα των ανάξιων και των μοχθηρών».
Μάνος Ελευθερίου

Υ.Γ. 2 Και όλα αυτά, όλα, «εξαιτίας κάποιας φημολογούμενης σχέσης με τους γερμανούς ορισμένων από εκείνους που μετείχαν στην παράσταση» της Εκάβης. Έτσι γράφει η τραγωδός Ασπασία Παπαθανασίου.



Δεν υπάρχουν σχόλια: