Αντιπατριωτισμός και νεύρωση
Του Δημήτρη Ναπ. Γιαννάτου από τη Ρήξη φ. 118
Παράλληλα με την εθνική και κοινωνική κρίση και παρακμή, που εξαπλώνεται στη χώρα, πληθαίνουν διαρκώς οι αντιπατριωτικές κραυγές, που ταυτίζουν την υπεράσπιση της πατρίδας και του λαού μας με τον εθνικισμό.
Η ταύτιση αυτή, που οδηγεί σε ακραίες καταγγελίες και δραματικούς τόνους, ενορχηστρώνεται και εξαπολύεται από μεγάλη μερίδα της αριστεράς (εκσυγχρονιστικής ή ακραία ταξικιστικής) και ενός antifa- αναρχικού χώρου.
Θα περίμενε κανείς ότι, σε μια χώρα που πετιέται στον υπόνομο της ευρωπαϊκής περιφέρειας, η αντίδραση θα ήταν το αμυντικό και προοδευτικό πάντρεμα της εθνικής ανεξαρτησίας και της κοινωνικής-ταξικής απελευθέρωσης. Άλλωστε το γεωπολιτικό πλαίσιο και η ιστορικότητα κάθε χώρας ή εθνότητας επηρεάζουν και τη φύση των κινημάτων, ώστε η υποστήριξη αναρχικών ομάδων στην Τουρκία και στη Συρία, στον δίκαιο εθνικό αγώνα των Κούρδων, να είναι απόλυτα ορθολογική ή η πατριωτική φύση αριστερών κινημάτων, ακόμα και εντός Ε.Ε, να είναι αγώνας κοινωνικής ύπαρξης των ανθρώπων (Καταλωνία, Βάσκοι, Ιρλανδία, κ.λπ.), για να μη μιλήσουμε για τα λατινοαμερικανικά ιθαγενικά κοινωνικά κινήματα.
Η αποεδαφικοποίηση της «αριστεράς» και η ενοχοποίηση των πατριωτικών χαρακτηριστικών της αναπτύσσονται την δεκαετία του ’90 και μεγιστοποιείται από τη δεκαετία του 2000. Η ουδετερότητα της ιστορικής έρευνας, η ελληνική α-συνέχεια, οι παρελάσεις, η απαξίωση των εθνικών εθίμων, η αποθέωση του «ξένου» και των εισαγόμενων ιδεών και συμπεριφορών, κ.α. αποτέλεσαν σημεία αιχμής της «αντιπατριωτικής» ρητορείας. Η πλήρης κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού κατέκτησε το πνευματικό υλικό της αριστεράς αυτής, η οποία προώθησε – μέσω των ιδεοληψιών της – τη διάλυση των παραδοσιακών θεσμών και, από άλλο δρόμο, εξύψωσε τον μηδενισμό του ατόμου σε απόλυτη εξέγερση και «απελευθέρωση».
Αυτή η έντονη αλλοτρίωση έχει ως χαρακτηριστικό την – σχεδόν νευρωτική – ενοχοποίηση όσων θεωρούνται πατριώτες, δηλαδή … «εθνικιστές». Η διεκδίκηση, μάλιστα, κάθε λογής ατομικών δικαιωμάτων, ως πεμπτουσία των κινημάτων αυτών, εκφράζεται σχεδόν αυταρχικά, ενάντια στην εθνική κοινωνία και όχι ενάντια στο δυναστικό κράτος (το οποίο ενίοτε κατοικείται και από δικές μας Μ.Κ.Ο). Δεν αποτελεί, δηλαδή, αντιιεραρχική διεκδίκηση για τη δημιουργία νέας πολιτικής κοινωνίας, αλλά εκφράζεται αποκλειστικά ως ναρκισσιστική αντικοινωνική πολεμική.
Το φαινόμενο αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας ταξικής νεύρωσης, που δημιουργείται όταν ο άνθρωπος αλλάζει κοινωνική θέση, όταν μετατοπίζεται από μια σχετικά σταθερή κοινωνική ομάδα (τάξη) σε μια άλλη κοινωνική ή επαγγελματική θέση (Vincent de Gaulejac- Η ταξική νεύρωση – Εκδόσεις Παπαζήση – 1987). Η ψυχοπαθολογική αυτή κατάσταση διαμορφώνεται όταν, ταυτόχρονα, αλλάζει η κοινωνική ομάδα και όταν συντρέχουν ψυχοσεξουαλικές συγκρούσεις (ιδιαίτερα με την ενοχή που σχετίζεται με αυτές).
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα ο «αντιπατριωτικός» λόγος εκφέρεται από μεσοστρωματικά «αριστερά» στρώματα, που ανελίχθηκαν οικονομικά και επαγγελματικά την εποχή του παρασιτικού εκσυγχρονισμού, ή από τα παιδιά τους, που ζουν το παράλογο της αφθονίας εμπορευμάτων, των αντιφατικών πολιτισμικών μηνυμάτων και της κρίσης, που ακυρώνει όλα τα παραπάνω και οδηγεί στην απουσία οράματος. Κατ’ αναλογία, ο εθνικιστικός και ρατσιστικός λόγος θεριεύει κατά βάση στη μικροαστική τάξη, που βίαια προλεταροποιείται και χάνει την κοινωνική της θέση.
Αυτοί οι αριστεροί γονείς, παιδιά μιας εργατικής ή αγροτικής τάξης, που μορφώθηκαν, ανελίχθηκαν και πέτυχαν, βιώνουν την απώλεια της οικογενειακής ταυτότητας και της ασφάλειας της τάξης των γονιών τους. Μοιάζει, επιπλέον, να φθονούν ασυνείδητα τους γονείς τους, που τους ώθησαν στον δρόμο της ατομικιστικής ανέλιξης, σ’ εναν κόσμο που «κανείς δεν ανήκει πουθενά», ορφανοί από κάποιο συλλογικό όραμα. Τα παιδιά τους, από την άλλη, γενεαλογικά, εκφράζουν τη δική τους τραυματική νεύρωση και τον θυμό για ό,τι χάνεται. Η αντιπατριωτική, αντικοινωνική νεολαία, εκφράζει μηδενιστικά και νευρωτικά την «προδοσία» των γονιών της από τη συλλογική κοινότητα και τα ιδανικά. Η ενοχοποίηση των «Ελλήνων», η υποτίμηση του λαϊκού στοιχείου, η ενοχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας για τους τραγικούς θανάτους των προσφύγων, παρ’ όλη τη βοήθεια που προσφέρουν οι απλοί άνθρωποι, η λοιδορία για κάθε τι ελληνικό, η ποινικοποίηση κάθε έκφρασης που υπονοεί κοινωνική συνοχή κ.α., εκφράζονται ενάντια στην κοινωνία που και αυτοί ανήκουν, εκφράζονται δηλαδή ως επίθεση στον εαυτό. Είναι αυτοκαταστροφική εκδήλωση. Μισώ αυτό στο οποίο ανήκω γιατί νιώθω ότι δεν ανήκω πραγματικά, ενώ έχω ανάγκη να ανήκω, σε μια συνεκτική συλλογική ομάδα. Είναι έκφραση αδιεξόδου και τραύματος.
Επιπλέον, σε επίπεδο πολιτικής ψυχολογίας, είναι εκδήλωση της «ψυχολογίας του αποικιοκρατούμενου» – για να θυμηθούμε τον Φράντζ Φανόν – όπου η διάλυση των ατομικών, κοινωνικών και εθνικών δεσμών καθορίζεται από την κυριαρχία του αποικιοκράτη, ακόμα και σε εκδηλώσεις που χαρακτηρίζονται «αντισυμβατικές».
Σε κάθε περίπτωση, η πολυεπίπεδη κρίση που ζούμε χρειάζεται θάρρος και συλλογική συνοχή. Η δύναμη να βλέπουμε τις πληγές μας είναι ασφαλής δρόμος για να γιατρέψουμε τις πληγές, το συλλογικό κοινωνικό όραμα, αλλά και τις … νευρώσεις!
Η ταύτιση αυτή, που οδηγεί σε ακραίες καταγγελίες και δραματικούς τόνους, ενορχηστρώνεται και εξαπολύεται από μεγάλη μερίδα της αριστεράς (εκσυγχρονιστικής ή ακραία ταξικιστικής) και ενός antifa- αναρχικού χώρου.
Θα περίμενε κανείς ότι, σε μια χώρα που πετιέται στον υπόνομο της ευρωπαϊκής περιφέρειας, η αντίδραση θα ήταν το αμυντικό και προοδευτικό πάντρεμα της εθνικής ανεξαρτησίας και της κοινωνικής-ταξικής απελευθέρωσης. Άλλωστε το γεωπολιτικό πλαίσιο και η ιστορικότητα κάθε χώρας ή εθνότητας επηρεάζουν και τη φύση των κινημάτων, ώστε η υποστήριξη αναρχικών ομάδων στην Τουρκία και στη Συρία, στον δίκαιο εθνικό αγώνα των Κούρδων, να είναι απόλυτα ορθολογική ή η πατριωτική φύση αριστερών κινημάτων, ακόμα και εντός Ε.Ε, να είναι αγώνας κοινωνικής ύπαρξης των ανθρώπων (Καταλωνία, Βάσκοι, Ιρλανδία, κ.λπ.), για να μη μιλήσουμε για τα λατινοαμερικανικά ιθαγενικά κοινωνικά κινήματα.
Η αποεδαφικοποίηση της «αριστεράς» και η ενοχοποίηση των πατριωτικών χαρακτηριστικών της αναπτύσσονται την δεκαετία του ’90 και μεγιστοποιείται από τη δεκαετία του 2000. Η ουδετερότητα της ιστορικής έρευνας, η ελληνική α-συνέχεια, οι παρελάσεις, η απαξίωση των εθνικών εθίμων, η αποθέωση του «ξένου» και των εισαγόμενων ιδεών και συμπεριφορών, κ.α. αποτέλεσαν σημεία αιχμής της «αντιπατριωτικής» ρητορείας. Η πλήρης κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού κατέκτησε το πνευματικό υλικό της αριστεράς αυτής, η οποία προώθησε – μέσω των ιδεοληψιών της – τη διάλυση των παραδοσιακών θεσμών και, από άλλο δρόμο, εξύψωσε τον μηδενισμό του ατόμου σε απόλυτη εξέγερση και «απελευθέρωση».
Αυτή η έντονη αλλοτρίωση έχει ως χαρακτηριστικό την – σχεδόν νευρωτική – ενοχοποίηση όσων θεωρούνται πατριώτες, δηλαδή … «εθνικιστές». Η διεκδίκηση, μάλιστα, κάθε λογής ατομικών δικαιωμάτων, ως πεμπτουσία των κινημάτων αυτών, εκφράζεται σχεδόν αυταρχικά, ενάντια στην εθνική κοινωνία και όχι ενάντια στο δυναστικό κράτος (το οποίο ενίοτε κατοικείται και από δικές μας Μ.Κ.Ο). Δεν αποτελεί, δηλαδή, αντιιεραρχική διεκδίκηση για τη δημιουργία νέας πολιτικής κοινωνίας, αλλά εκφράζεται αποκλειστικά ως ναρκισσιστική αντικοινωνική πολεμική.
Το φαινόμενο αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας ταξικής νεύρωσης, που δημιουργείται όταν ο άνθρωπος αλλάζει κοινωνική θέση, όταν μετατοπίζεται από μια σχετικά σταθερή κοινωνική ομάδα (τάξη) σε μια άλλη κοινωνική ή επαγγελματική θέση (Vincent de Gaulejac- Η ταξική νεύρωση – Εκδόσεις Παπαζήση – 1987). Η ψυχοπαθολογική αυτή κατάσταση διαμορφώνεται όταν, ταυτόχρονα, αλλάζει η κοινωνική ομάδα και όταν συντρέχουν ψυχοσεξουαλικές συγκρούσεις (ιδιαίτερα με την ενοχή που σχετίζεται με αυτές).
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα ο «αντιπατριωτικός» λόγος εκφέρεται από μεσοστρωματικά «αριστερά» στρώματα, που ανελίχθηκαν οικονομικά και επαγγελματικά την εποχή του παρασιτικού εκσυγχρονισμού, ή από τα παιδιά τους, που ζουν το παράλογο της αφθονίας εμπορευμάτων, των αντιφατικών πολιτισμικών μηνυμάτων και της κρίσης, που ακυρώνει όλα τα παραπάνω και οδηγεί στην απουσία οράματος. Κατ’ αναλογία, ο εθνικιστικός και ρατσιστικός λόγος θεριεύει κατά βάση στη μικροαστική τάξη, που βίαια προλεταροποιείται και χάνει την κοινωνική της θέση.
Αυτοί οι αριστεροί γονείς, παιδιά μιας εργατικής ή αγροτικής τάξης, που μορφώθηκαν, ανελίχθηκαν και πέτυχαν, βιώνουν την απώλεια της οικογενειακής ταυτότητας και της ασφάλειας της τάξης των γονιών τους. Μοιάζει, επιπλέον, να φθονούν ασυνείδητα τους γονείς τους, που τους ώθησαν στον δρόμο της ατομικιστικής ανέλιξης, σ’ εναν κόσμο που «κανείς δεν ανήκει πουθενά», ορφανοί από κάποιο συλλογικό όραμα. Τα παιδιά τους, από την άλλη, γενεαλογικά, εκφράζουν τη δική τους τραυματική νεύρωση και τον θυμό για ό,τι χάνεται. Η αντιπατριωτική, αντικοινωνική νεολαία, εκφράζει μηδενιστικά και νευρωτικά την «προδοσία» των γονιών της από τη συλλογική κοινότητα και τα ιδανικά. Η ενοχοποίηση των «Ελλήνων», η υποτίμηση του λαϊκού στοιχείου, η ενοχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας για τους τραγικούς θανάτους των προσφύγων, παρ’ όλη τη βοήθεια που προσφέρουν οι απλοί άνθρωποι, η λοιδορία για κάθε τι ελληνικό, η ποινικοποίηση κάθε έκφρασης που υπονοεί κοινωνική συνοχή κ.α., εκφράζονται ενάντια στην κοινωνία που και αυτοί ανήκουν, εκφράζονται δηλαδή ως επίθεση στον εαυτό. Είναι αυτοκαταστροφική εκδήλωση. Μισώ αυτό στο οποίο ανήκω γιατί νιώθω ότι δεν ανήκω πραγματικά, ενώ έχω ανάγκη να ανήκω, σε μια συνεκτική συλλογική ομάδα. Είναι έκφραση αδιεξόδου και τραύματος.
Επιπλέον, σε επίπεδο πολιτικής ψυχολογίας, είναι εκδήλωση της «ψυχολογίας του αποικιοκρατούμενου» – για να θυμηθούμε τον Φράντζ Φανόν – όπου η διάλυση των ατομικών, κοινωνικών και εθνικών δεσμών καθορίζεται από την κυριαρχία του αποικιοκράτη, ακόμα και σε εκδηλώσεις που χαρακτηρίζονται «αντισυμβατικές».
Σε κάθε περίπτωση, η πολυεπίπεδη κρίση που ζούμε χρειάζεται θάρρος και συλλογική συνοχή. Η δύναμη να βλέπουμε τις πληγές μας είναι ασφαλής δρόμος για να γιατρέψουμε τις πληγές, το συλλογικό κοινωνικό όραμα, αλλά και τις … νευρώσεις!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου