Το αδιέξοδο σύστημα και η ανάγκη
παραγωγικού οράματος
Του Γιώργου Καραμπελιά*
Η κατάσταση θα ανήκε στη δικαιοδοσία των γελοιογράφων αποκλειστικά αν δεν αφορούσε πολύ σοβαρά θέματα. Διότι όλα αυτά τα καραγκιοζιλίκια εξελίσσονται πάνω σε έναν καμβά αυξανόμενων κινδύνων για την επιβίωση της χώρας, με τη συνεχιζόμενη επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης, την απειλή κυριολεκτικού εξανδραποδισμού του κυπριακού ελληνισμού και, προπαντός, τη γενικευμένη απογοήτευση και τη συλλογική κατάθλιψη της πλειοψηφίας των Ελλήνων, που τους κάνει ανίκανους να αντιδράσουν θετικά μπροστά στην παρακμή της χώρας.
Αυτή η γενικευμένη ανημποριά, που έχει σκεπάζει σαν μολυβένιο πέπλο την ελληνική κοινωνία –ιδιαίτερα μετά την (καταστροφική) απάτη του δημοψηφίσματος και τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015–, δεν δείχνει ακόμα σημεία αναστροφής διότι οι Έλληνες, μέσα σε έξι ή εφτά χρόνια, νιώθουν πως οι προσπάθειές τους είναι απελπισμένες «σαν των Τρώων» και δεν υπάρχει διέξοδος.
Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία της τελευταίας δημοσκόπησης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας (19 Ιανουαρίου 2017). Παρότι όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά είναι πολύ αρνητικά για την κυβέρνηση, και το 72% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι το 2017 θα είναι χειρότερο από το 2016, το 86,5% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι δεν είναι ικανοποιημένο από τις επιδόσεις της κυβέρνησης και μόνο το 6% δηλώνει ικανοποιημένο, εντούτοις δεν εμφανίζεται κάποια ανάλογη αλλαγή στις πολιτικές επιλογές των ερωτώμενων. Ο Σύριζα διατηρεί 16,5% και η Ν.Δ. πέφτει κατά 1,5% μονάδα, στο 30,5%. Ο «Κυριάκος», έχοντας απέναντί του την πιο ανίκανη και καταστροφική κυβέρνηση της μεταπολίτευσης, και ενώ θα έπρεπε δημοσκοπικά να καλπάζει, είναι αδύνατο να εκφράσει τις αγωνίες της κοινωνίας – απολύτως δε χαρακτηριστικό του αδιεξόδου που νιώθουν οι πολίτες είναι το ότι μόλις 40% επιθυμούν εκλογές!
Και αυτή η ανημποριά εδράζεται σε πραγματικά αδιέξοδα – όχι απλώς πολιτικά αλλά δομικά, βαθύτερα. Η αχίλλειος πτέρνα της ελληνικής οικονομίας, και κοινωνίας, ήταν και παραμένει η παρασιτική συμμετοχή και ένταξή της στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία, η οποία έχει περιορίσει δραματικά τις δυνατότητες των επιλογών της.
Διότι οι Έλληνες αντιλαμβάνονται στην πλειοψηφία τους, έστω και διαισθητικά, πως μία διάρρηξη του ομφάλιου λώρου με την ευρωζώνη, την ΕΕ ή τη δυτική οικονομία συνολικότερα θα προκαλούσε άμεσα πολύ μεγαλύτερες καταστροφές από εκείνες που θα θεράπευε – και όχι μόνο από γεωπολιτική άποψη αλλά και οικονομική. Μια οικονομία «junkie», εξαρτημένη από τις διεθνείς κινήσεις των κεφαλαίων, τον υψηλό δανεισμό, με κατεστραμμένη παραγωγική βάση, και δύο εξαιρετικά διεθνοποιημένους οικονομικούς τομείς, τη ναυτιλία και τον τουρισμό, είναι αδύνατο να απεξαρτηθεί αιφνίδια από τα βαριά ναρκωτικά στα οποία είχε εθιστεί, με κίνδυνο θανάτου, αν δεν ακολουθήσει μια στρατηγική σταδιακής αλλά στέρεης απεξάρτησης. Δηλαδή μια αναπροσαρμογή της ελληνικής οικονομίας προς την κατεύθυνση μιας παραγωγικής αναγέννησης και απομείωσης των παρασιτικών της χαρακτηριστικών.
Εξάλλου, όταν η οικονομία και η ευημερία είναι παρασιτική είναι αδύνατο να αντισταθείς τελεσφόρα και στη σταδιακή απώλεια της εθνικής κυριαρχίας. Πράγματι, για να συνεχίσεις να επιβιώνεις παρασιτικά, θα πρέπει να κάνεις τα χατίρια των μεγάλων δυνάμεων και να υποτάσσεσαι στον νεο-οθωμανισμό. Πώς να απορρίψουν, π.χ., οι Κύπριοι, σε μόνιμη βάση, τις θελήσεις των Αγγλοαμερικάνων και τους ωμούς εκβιασμούς των Τούρκων όταν η οικονομία και η ευημερία τους στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον τουρισμό και τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες; Γι’ αυτό, ενώ καταψήφισαν με 76% το σχέδιο Ανάν, σήμερα επανέρχονται σε μια νέα εκδοχή του!
Όμως, αυτή η συζήτηση ουδέποτε διεξήχθη στην Ελλάδα – με την τιμητική αλλά ισχνή εξαίρεση του Άρδην και ελάχιστων άλλων. Αντίθετα, η συζήτηση εγκλωβίστηκε στο δίπολο «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», με επιφανειακούς όρους, και τελικά κατέληξε –όπως και ήταν αναμενόμενο– στη συντριπτική κατίσχυση των «μνημονιακών» και τη μετάλλαξη των περισσότερων αντιμνημονιακών σε μνημονιακούς.
Και δυστυχώς, «μνημονιακοί» και αντιμνημονιακοί δεν επέμειναν ποτέ στη δομική μετατροπή του παραγωγικού μοντέλου... Οι μνημονιακοί επέμεναν στον τουρισμό, σχεδόν αποκλειστικά, δηλαδή σε «επενδύσεις» που, παρότι αναγκαίες, ενισχύουν περαιτέρω –και αποκλειστικά– την παρασιτική δομή της οικονομίας, καθώς και στις ιδιωτικοποιήσεις των μεταφορών, των επικοινωνιών, της ενέργειας, ώστε απλώς να περιοριστεί το «σπάταλο κράτος». Οι δε «αντιμνημονιακοί», από την πλευρά τους, πρότειναν να παραμείνουν όλα ως είχαν και να αποκατασταθεί ως δια μαγείας η αγοραστική και καταναλωτική δυνατότητα των πολιτών στην προτέρα –προ μνημονίων– κατάσταση.
Και επειδή κάτι τέτοιο ήταν ανέφικτο, όταν ανήλθαν στην εξουσία –αρχικώς οι «αντιμνημονιακοί» της Δεξιάς, με τον Αντώνη Σαμαρά, και προπαντός εκείνοι της Αριστεράς, με τον Σύριζα και το δεξιό προσάρτημα τους, τους ΑΝΕΛ–, αντί να στραφούν στην ταχύτερη δυνατή απαγκίστρωση από τα μνημόνια και την έναρξη μιας πανελλαδικής προσπάθειας παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, έπεσαν στην απλή εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής, συχνά μάλιστα επιδεινώνοντάς την, όπως συνέβη κατεξοχήν με τον Σύριζα, την πλέον καταστροφική μνημονιακή κυβέρνηση.
Και όσοι δεν τους ακολούθησαν, όπως η Ζωή ή ο Λαφαζάνης, υποστηρίζουν πως η απαγκίστρωση από τα μνημόνια θα καθίστατο δυνατή με την καθολική άρνηση του χρέους, την έξοδο από την ευρωζώνη και εν τέλει την υιοθέτηση της δραχμής. Χωρίς να αλλάξει τίποτε, το κοντέρ θα είχε μηδενιστεί και όλα θα μπορούσαν να ξαναρχίσουν από την αφετηρία τους!
Για όλα αυτά, όμως, εν τέλει, η πλειοψηφία των πρώην αντιμνημονιακών δεν τους ακολούθησε και έμεινε προσκολλημένη στον Τσίπρα, η ΛΑΕ δεν εξελέγη καν στο Κοινοβούλιο, διότι όλοι γνωρίζουν κατά βάθος πως και αυτό ακόμα το σημερινό συρρικνωμένο βιοτικό επίπεδο μπορεί να καταβαραθρωθεί ακόμα περισσότερο, εξ αιτίας των ελλειμμάτων της παραγωγικής βάσης της χώρας.
Δύο λύσεις εμφανίζονται μπροστά στα μάτια των Ελλήνων. Η μία είναι η βίαιη καταστροφή του παλιού μοντέλου, με την έξοδο από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αρχίζοντας κυριολεκτικά από το μηδέν, με μια τεράστια περαιτέρω συρρίκνωση του ΑΕΠ της χώρας, μεγάλες συγκρούσεις με όλους τους δανειστές και άδηλες συνέπειες στα γεωπολιτικά δεδομένα της χώρας – με την Τουρκία, τα Σκόπια την Αλβανία. Απέναντι σε αυτή την επιλογή, που φαίνεται αυτοκτονική, οι περισσότεροι κάνουν την επιλογή του Μητσοτάκη, της Γεννηματά ή και του Τσίπρα ακόμα, παρότι γνωρίζουν «τι ψάρια πιάνουν» – και γι’ αυτό η καταβύθιση στην κατάθλιψη και η αποστράτευση, γιατί εν πολλοίς ντρέπονται για την ίδια την επιλογή τους!
Η άλλη είναι η σταδιακή απεμπλοκή από τα μνημόνια, επιμένοντας, ήδη από σήμερα, στην αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, με παράλληλη στροφή των προσπαθειών της χώρας στην παιδεία, την έρευνα και την τεχνολογία, την άμυνα, τη δημογραφική ανάκαμψη. Ως προς την ενίσχυση της παραγωγής, ακόμα και η διασύνδεση των παραδοσιακών εξωστρεφών οικονομικών δραστηριοτήτων με την εγχώρια παραγωγή μπορεί να αποτελέσει μια σημαντική διέξοδο παραγωγικής αναβάθμισης. Η ενίσχυση των προμηθειών του τουριστικού τομέα από την εγχώρια αγροτική και μεταποιητική παραγωγή μπορεί να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην ενίσχυση της παραγωγής και την «ελληνοποίηση» του τουριστικού τομέα. Κάτι ανάλογο μπορεί να γίνει με τη ναυτιλία, τουλάχιστον στον τομέα των προμηθειών και των επισκευών, ήδη από σήμερα.
Η επιλογή αυτού του δρόμου είναι και η μόνη που μπορεί σταδιακά να αλλάξει τα δεδομένα στην οικονομία, να περιορίσει τις τεράστιες ζημιές και ταυτόχρονα να προσφέρει ένα όραμα στην ελληνική κοινωνία. Επιμένουμε, από τη δεκαετία του 1990 και ιδιαίτερα μετά το 2010, πως το παρασιτικό μοντέλο της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας δεν είναι βιώσιμο, αλλά η έξοδος από αυτό μπορεί να γίνει είτε με μια καθολική καταστροφή των προϋπαρχουσών δομών –τον δρόμο της οποίας άνοιξε ο ΓΑΠ και στην οποία μας ξαναβύθισε ο Σύριζα–, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την ίδια την εθνική επιβίωση, είτε μέσα από έναν μετασχηματισμό που θα επιφέρει τις μικρότερες δυνατές συνέπειες στη χώρα, το έθνος και το λαό.
Μόνο η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας μπορεί να αποτελέσει αφετηρία ανάκαμψης, στράτευσης και αισιοδοξίας. Διότι ακόμα και τα μικρά, αλλά σημαντικά, που μπορούν να γίνουν μπορούν να ενταχθούν σε ένα όραμα εξόδου και σωτηρίας, διαφορετικά οδηγούν τους λιγότερους στα νύχια δραχμολάγνων, αφελών ή απατεώνων αλά Σώρρα και κομπανία, και τους περισσότερους, με βαριά καρδιά, στην αποδοχή ενός ανίκανου πολιτικού κατεστημένου.
* Ο Γ. Καραμπελιάς είναι συγγραφέας και επικεφαλής του Κινήματος Άρδην.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου