Περί λαϊκισμού και «λαϊκισμού»
Εδώ και μήνες, και κυρίως από την Τετάρτη το πρωί με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, ακούμε συνεχώς για την «άνοδο του λαϊκισμού». Οι Έλληνες πολιτικοί αρχηγοί ξορκίζουν επανειλημμένως τον «λαϊκισμό», ενώ στην Ευρώπη στιγματίζεται ως «λαϊκισμός» οτιδήποτε δεν αποδέχεται αυτονόητα τη φιλελεύθερη συναίνεση ως ιερή.
Το βασικό πρόβλημα της φιλελεύθερης συναίνεσης που… τα είδε όλα με τις εκλογές στις ΗΠΑ είναι, κατά τη γνώμη του γράφοντος, ότι καταλήγει εντελώς απολιτίκ ακριβώς επειδή χρησιμοποιεί τη λέξη «λαϊκισμός» ως εργαλείο.
Όταν κατηγορείς τους άλλους επί «λαϊκισμώ», ουσιαστικά τους αφαιρείς με αλαζονεία το δικαίωμα να έχουν πολιτικές απόψεις: αυτή είναι η εγειρόμενη αξίωση. Δεν έχουν πραγματικές πολιτικές απόψεις, έχουν μόνο ψεύδη και θωπεύσεις αφτιών, άρα την μόνη πολιτική άποψη (αφού οι άλλες είναι λαϊκιστικές…) την έχεις εσύ: οι άλλοι λένε εύκολα ψέμματα, ενώ εσύ λες σκληρές αλήθειες–το σχήμα είναι πραγματικά παιδαριώδες. Η εγειρόμενη αξίωση είναι ότι «ο μόνος τρόπος είναι ο δικός μου τρόπος», η επιτομή του There Is No Alternative. Φυσικά, μια τέτοια οπτική είναι εν τέλει εντελώς απολιτίκ, αφού αφαιρεί την ίδια την πολιτική αντιπαράθεση από την πολιτική αρένα: σε προσεκτική εξέταση, προκαλεί θυμηδία όταν παρουσιάζεται ως η κατ’ εξοχήν διεκδίκηση της ίδιας της πολιτικής (από τα νύχια των «ψευτών δημαγωγών»).
Τι ακριβώς είναι ο λαϊκισμός;
Ο λαϊκισμός μπορεί να οριστεί με δύο κυρίως τρόπους:
Α) Κακώς θεωρείται ως συνώνυμο στην καθημερινή γλώσσα με τη «δημαγωγία», δηλαδή με τα ευχάριστα ψεύδη. Μα τότε, δεν είναι λαϊκιστής/δημαγωγός ο Μπαράκ Ομπάμα που πούλησε «Ελπίδα»; Δεν είναι λαϊκιστές/δημαγωγοί το δίδυμο Μητσοτάκης και Τσίπρας, που λένε ότι το Μνημόνιο απλώς το εφαρμόζεις σωστά και μετά βγαίνεις στην ανθογεμή ανάπτυξη; Δεν είναι λαϊκιστής/δημαγωγός ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντ. Τουσκ που δήλωσε ότι με το Brexit θα… τελειώσει ο δυτικός πολιτισμός; (Αν είναι ποτέ δυνατόν!) Ποιος ορίζει τι είναι ψευδές και τι αληθές στην πολιτική; Αν η απάντηση σε αυτό είναι «τα πραγματολογικά δεδομένα», τότε έχουμε κάποια άσχημα για τους κατ’ επάγγελμα αντι-λαϊκιστές πολιτικούς, τους αυτόκλητους υπερασπιστές του ορθολογισμού.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι δεν πάμε μακριά με την κατανόηση του λαϊκισμού ως «δημαγωγίας».
Β) Ο δεύτερος είναι ο καίριος, είναι ο συνήθης επιστημονικός ορισμός του λαϊκισμού: κάθε σχήμα που αντιπαραθέτει τον «λαό», όπως κι αν ορίζεται αυτός, στις «ελίτ».
Οπότε, (αφ’ ενός ο γράφων είναι σαφώς λαϊκιστής, αφού θεωρεί απλώς λανθασμένη κάθε πολιτική ανάγνωση που δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της πως υφίσταται αντιπαράθεση λαού-ελίτ όπως κι αν ορισθούν, ενώ αφ’ ετέρου) ακριβώς αυτή η χρήση της λέξης «λαϊκισμός» γίνεται όπλο ώστε να ποινικοποιηθεί πολιτικά η ταυτοποίηση των ελίτ ως τέτοιων, κάτι που είδαμε κατ’ εξοχήν τώρα στην Αμερική. Η ίδια η διαπίστωση πως υφίστανται ελίτ συνιστά, κατ’ αυτές, «λαϊκισμό», δηλαδή απαγορευμένον πολιτικό καρπό.
Ό,τι τίθεται έξω από αυτήν την παντομίμα πολιτικής, καταδικάζεται ως «λαϊκισμός» ακριβώς επειδή αναγνωρίζει ως υπαρκτή την συναίνεση αυτήν και την πολιτική της και αντιτίθεται σε αυτήν.
Υπάρχει μια (ακραιο)κεντρώα φιλελεύθερη συναίνεση, κυρίως στην Αμερική αλλά και στα καθ’ ημάς ευρωπαϊκά τε και ελλαδικά. Έχουμε τον χώρο όπου οι «αντίπαλες» μεν, αλλά «δημοκρατικές/συναινετικές/ορθολογικές» δυνάμεις συνεννοούνται και, σε όλα τα πραγματικά μεγάλα ζητήματα, ασκούν ενιαία πολιτική–αφήνοντας την πολιτική αρένα για τα ελάσσονα.
(Εδώ σημειώνεται ότι αυτή η πολιτική μετά τη μεγάλη κρίση δεν είχε την αυτονόητη συναίνεση ολόκληρου του μεσοστρώματος, όπως την είχε σαφώς παλαιότερα, οπότε και δούλευε η συνθήκη αυτού του υπόρρητου πολιτικού συμβολαίου.)
Ό,τι τίθεται έξω από αυτήν την παντομίμα πολιτικής, καταδικάζεται ως «λαϊκισμός» ακριβώς επειδήαναγνωρίζει ως υπαρκτή την συναίνεση αυτήν και την πολιτική της και αντιτίθεται σε αυτήν. Οπότε, η «λύση» στον «λαϊκισμό» είναι η ενίσχυση των «συναινετικών». Έτσι, στην Χίλαρυ Κλίντον το είδαμε αυτό ως τεθειμένο στόχο. Προσπάθησε δηλαδή να δημιουργήσει η ίδια το πρόβλημα, για το οποίο μετά θα αυτοπαρουσιαζόταν ως η αυτονόητη και επείγουσα λύση του (κάτι, βέβαια, που τελικά απέτυχε…).
Η Κλίντον στόχευε ρητώς στη ριζοσπαστικοποίηση των ρεπουμπλικανών υποψηφίων, ώστε να ηττηθούν πιο εύκολα στις προεδρικές εκλογές. Δηλαδή, στο να υπάρχει ένας «λαϊκιστικός μπαμπούλας», στον οποίο η Κλίντον να αποτελεί την μόνη και αναγκαία και επείγουσα θεραπεία. Ένα αυτοπαρουσιαζόμενο ως «έμπειρο, υπεύθυνο, ορθολογικό» πολιτικό κέντρο που θα προστατεύσει το κράτος από τα «νύχια των άκρων». Το πρόβλημα είναι ότι, παράλληλα, υπήρχαν πραγματικά, βιοποριστικά προβλήματα στους Αμερικανούς. Πολλοί προσέβλεψαν παλαιότερα στον Ομπάμα, αλλά η θέση τους δεν βελτιώθηκε. Πέραν του γεγονότος ότι η democrat υποψηφιότητα δεν είχε και πολλά παραπάνω να τους προσφέρει στα φλέγοντα βιοποριστικά τους παρά μόνο το…. πόσο κακός είναι ο Τραμπ, ο Σάντερς στον οποίον είχαν προσβλέψει απεσύρθη ηττημένος κατά τεκμήριο ανέντιμα και επιπροσθέτως εξευτελιστικά, με υποχρέωση στήριξης της Κλίντον. Γιατί να πάνε να ψηφίσουν Κλίντον;
Οι εκλογές ήταν, λοιπόν, κυρίως εκλογές μη-ψήφου στην Κλίντον. Τα περί «λαϊκισμού» απλώς τέρπουν τις συνειδήσεις αυτών που τα καταγγέλουν, δεν προσφέρουν τίποτα στην κατανόηση των πολιτικών και κοινωνικών μεταβολών. Αντιπαραβάλλω από το άρθρο του κ. Γιώργου Στείρη, ο οποίος ορθώς τους ονομάζει «ελιτιστές»: «Οι ελιτιστές τα ξεχνούν όλα αυτά, παρότι δεν τα αγνοούν. Οι θέσεις τους – ως αποκλειστικά επικριτικές και όχι εποικοδομητικές- αποτελούν επιτομή αντιδημοκρατικού λόγου: ο αγράμματος και αψίκορος λαός παρασύρεται και δρα ενάντια στο ίδιο του το όφελος, το οποίο φυσικά είναι ανίκανος να διακρίνει. Του το υποδεικνύουν βέβαια καθημερινά, αλλά ο άτιμος ο λαός είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως. Στη φαρέτρα των ελιτιστών σωρεύονται πάμπολλες απλουστεύσεις, ισοπεδωτικές γενικεύσεις και λογικοφανείς νοητικές αυθαιρεσίες. […] Το υπόρρητο φυσικά μήνυμα των λόγων τους είναι ότι αυτοί, η εμπροσθοφυλακή του ορθολογισμού και της σύνεσης, είναι μορφωμένοι, υπεύθυνοι, ψύχραιμοι, αλάνθαστοι: κάτι σαν πραγμάτωση των πλατωνικών φιλοσόφων – βασιλέων.»
Ο μπαμπούλας του «λαϊκισμού» παλαιότερα λειτουργούσε πρίμα, διασφαλίζοντας την ηγεμονία της φιλελεύθερης συναίνεσης. Πλέον δε λειτουργεί. Και στην περίπτωση του ελληνικού δημοψηφίσματος του 2015, και στο Brexit και στις αμερικανικές εκλογές, οι ελίτ δεν πήραν χαμπάρι τι θα συμβεί: έχουν χάσει τη δυνατότητα καθοδήγησης των εξελίξεων, πρόβλεψής τους και γενικώς επαφής με την πραγματικότητα. Πέραν τούτου, σε όλον τον «δυτικό» κόσμο η φιλελεύθερη συναίνεση υφίσταται απανωτές ήττες μεγαλοπρεπώς. Η Αριστερά συνέπαιξε στην συναίνεση αυτήν έχοντας μία «ανακύκλωση προοδευτικών αξιών» μαζί της, και γι’ αυτό καλώς ή κακώς μοιάζει να έχει τεθεί εκτός της λύσης, εξ ου και όλες οι νεώτερες αμφισβητήσεις της φιλελεύθερης συναίνεσης μετά τη ριζική μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και την υποχώρηση των Ποδέμος έχουν σκληρή δεξιά υφή.
Τώρα, η φιλελεύθερη συναίνεση φυσικά και θα πει όχι μόνο ότι τον εκάστοτε Τραμπ τον έβγαλε ο «λαϊκισμός» (αυτό ξέρουν, αυτό λένε, μέχρις εκεί φτάνουν: έχουμε περάσει πλέον επισήμως στις απολιτίκ αναγνώσεις της πολιτικής), αλλά και ότι οι άλλοι είναι white trash, υπάνθρωποι, ηλίθιοι, ανεπαρκώς προπαγανδισμένοι από την ιδεολογική εκδοχή της παιδείας που ονειρεύονται οι της φιλελεύθερης συναίνεσης, κλπ. (το να χαρακτηρίζεις βέβαια τους ανθρώπους «λευκά σκουπίδια» δεν είναι… ρατσισμός, αλλά μέρος της πολιτικής στράτευσης… εναντίον του ρατσισμού–τι ζούμε…). Αυτός είναι ο αυτόματος πιλότος τους, η πολιτική τους στράτευση εδράζεται στο ότι εκείνοι είναι οι πεφωτισμένοι και όλοι οι υπόλοιποι απλώς ηλίθιοι.
Ε, οι Αμερικανοί πολίτες διαφώνησαν, και εν γνώσει των ιδιαιτεροτήτων του εκλογικού τους συστήματος αποφάσισαν να μην δώσουν την προεδρία στην Χίλαρυ Κλίντον.
Σωτήρης Μητραλέξης15
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου