Ο Αλέξης Τσίπρας ως φοιτητής μπορεί να απολάμβανε την εκτίμηση των «συντρόφων» του, ταυτόχρονα όμως προκαλούσε τον οίκτο των σοβαρών συμφοιτητών του με τις αστείες επιδόσεις του στα μαθήματα, τον ασύντακτο, στα όρια της αμορφωσιάς, λόγο του και την περιβολή του σβαρνιάρη.
Οι κομπλεξικοί στην κυβέρνηση
Συχνά διαβάζουμε κλασικές πολιτικές αναλύσεις για την κυβέρνηση που επενδύει στον περονισμό και οδηγείται από το πάθος για χρήμα και εξουσία. Από ψυχοθεραπευτική σκοπιά, ωστόσο, η βασική κινητήριος δύναμη της κυβέρνησης είναι το κόμπλεξ για αποδοχή και το ψυχικό βάρος από τη συσσωρευμένη απόρριψη.
Η ανθρωπογεωγραφία του εκλεγμένου στη Βουλή ΣΥΡΙΖΑ και των δορυφόρων του είναι πολυπληθής. Άτομα από το χώρο της καλοπροαίρετης Αριστεράς, κάποιοι ιδεοληπτικοί, άτομα από το χώρο της ήπιας επαναστατικότητας, πρώην ΠΑΣΟΚοι, καιροσκόποι, επαγγελματίες της πολιτικής. Οι περισσότεροι ψωμίζονται από την πολιτική. Αρκετοί θα χαρακτηρίζονταν το πολύ μικροαστοί πριν από την είσοδό τους στη Βουλή, αφού ζούσαν με το μισθό του δημοσίου υπαλλήλου ή με ευκαιριακές δουλειές. Αρκετοί επίσης προσπαθούν να αξιοποιήσουν τις τυπικές ευκαιρίες του βουλευτή, οι οποίες θα αποτελούν και τη βασική τους πρόσοδο για τα χρόνια εκτός κυβέρνησης που έρχονται.
Ωστόσο, αυτές οι ομάδες δεν εκπροσωπούνται αναλογικά στο υπουργικό συμβούλιο, το οποίο έχει μία συγκεκριμένη ψυχοσύνθεση. Τα βασικά του μέλη είναι άνθρωποι εύποροι• δεν είχαν την ανάγκη της θέσης του βουλευτή και υπουργού για να βγάλουν χρήματα ή για να ταξιδέψουν στη διακεκριμένη θέση και να γευματίσουν σε ακριβά ξενοδοχεία.
Η πετυχημένη επαγγελματική, κομματική και προσωπική τους πορεία δείχνει πως δεν είναι άνθρωποι χωρίς ικανότητες. Έχουν διαχειριστεί επιχειρήσεις, θέσεις, χρήματα, τις κομματικές αρχαιρεσίες, κάποιοι έχουν εκλεγεί καθηγητές.
Η συνεκτική κόλλα του υπουργικού συμβουλίου είναι το σωρευμένο κόμπλεξ της απόρριψης. Οι άνθρωποι που συγκροτούν το υπουργικό συμβούλιο υπήρξαν για δεκαετίες παρείσακτοι στους χώρους τους, όσο επιτυχημένοι και αν κατάφεραν να γίνουν. Πολιτικά, οι περισσότεροι υπήρξαν στη λάθος πλευρά της ιστορίας για δεκαετίες και παρέμειναν σε αυτή, ακόμη και μετά την κατάρρευση και των τελευταίων θυλάκων που υποστήριζαν το μοντέλο τους. Παρά τους αγώνες τους και τις καταβολές τους –πολλοί είναι πορφυρογέννητοι–, υπήρξαν αποσυνάγωγοι, εκτός του συστήματος αποφάσεων, περιθωριοποιημένοι ως contrarians στην καλύτερη ή γραφικοί στην τυπική περίπτωση. Σε αυτή την κυβέρνηση έχουν την ευκαιρία να επιβάλλουν τους εαυτούς τους ως θεσμικούς.
Αυτή η προσέγγιση υποστηρίζεται από την εικόνα των υπουργών όταν συστήνονται. Ο Νίκος Παππάς επιμένει στο παρελθόν του ως επιστήμονας, παρ’ ότι εντελώς άγνωστος. Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος δηλώνει καθηγητής μαρξιστής οικονομολόγος, παρ’ ότι ανυπόληπτος ερευνητικά και ένα εκατομμύριο πιο εύπορος από ό,τι θα προέβλεπε ένα μαρξιστικό σύστημα. Επενδύει στο αντισυστημικό προφίλ του και δεν έχει πρόβλημα να είναι βασικός συνομιλητής της τρόικας, ενώ κυκλοφορεί σαν να τσακώθηκε με το σκύλο του. Το ίδιο αντισυστημικό, γνωσιακό και αισθητικό προφίλ υποστήριξε και ο Γιάνης Βαρουφάκης.
Ο Κώστας Ζουράρις φληναφεί ακατάσχετα, πασχίζοντας να μας αποδείξει ότι γνωρίζει λέξεις. Ο Νίκος Κοτζιάς παρουσιάζεται ως «τέρας γνώσεων» όταν δεν μπορεί να κάνει αξιοπρεπώς μία press conference στα αγγλικά. Ο Παύλος Πολάκης ανεβάζει στο facebook φωτογραφίες με τα ρούχα του χειρουργείου σε μια προσπάθεια να δείξει επιστήμονας. Ο Πάνος Καμμένος φοράει στρατιωτικές στολές με διάσημα που δεν έχει αποκτήσει, ούτε θα ήταν σε θέση άλλωστε. Η Έφη Αχτσιόγλου μας θυμίζει τον διδακτορικό της τίτλο, παρ’ ότι επιστημονικά δεν έχει κανένα αντίκρισμα. Ο Ιωάννης Μουζάλας δίνει έμφαση το προφίλ του πονόψυχου ανθρωπιστή, παρ’ ότι εκατοντάδες χιλιάδες ψυχές υπέφεραν στη βάρδιά του.
Η αναίδεια που δείχνουν στην άσκηση των καθηκόντων τους είναι επίσης δείγμα βαρύτατης αίσθησης μειονεξίας. Κυκλοφορούν σαν να έχασαν τις βαλίτσες τους στο αεροδρόμιο, κάνουν παρτάκι στο Μέγαρο Μαξίμου, μιλάνε σε πρώτο πρόσωπο για θεσμούς, καθυστερούν στις συναντήσεις τους, λένε ψέματα στο κουαρτέτο, προσπαθούν να τους κλέψουν στη μετάφραση και όχι να διαπραγματευτούν τη θέση τους. Θέλουν πραγματικά όμως να βρίσκονται εκεί, στη θέση του διαπραγματευτή, του ρυθμιστή, του συνομιλητή για μία φορά, μετά από τόσες δεκαετίες ανόητων προσπαθειών στα «κινήματα». Πλέον, οι απέναντι είναι υποχρεωμένοι να τους ακούσουν, από την πιο θεσμική θέση.
Το έντονο άγχος της απόρριψης εμφανίζεται και στην πορεία των ατόμων στο κυβερνητικό σχήμα. Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, άνθρωπος με παγκόσμιο δίκτυο σοβαρών επαφών, παραδέχτηκε ότι για χρόνια έντυσε με ψευδή επιστημονική ανάλυση τη θεωρία του παράλληλου νομίσματος, μόνο και μόνο για να έχει την ευκαιρία να γίνει υπουργός. Ο βασικός παράγων της κυβέρνησης, Νίκος Παππάς, δεν έχει πρόβλημα να παραμείνει στη θέση του όταν το κύριο έργο του διχάζει την κοινωνία και κρίνεται αντισυνταγματικό. Η Νάντια Βαλαβάνη μας έτριψε στα μούτρα ότι δεν ξέρει να κάνει τη φορολογική της δήλωση. Ο Νίκος Φίλης, που φέρει βαρύτατα το φορτίο της ακαδημαϊκής του αποτυχίας, προσπάθησε να φέρει την εκπαίδευση στα δικά του στάνταρ.
Ο Χρήστος Σπίρτζης δεν έχει πρόβλημα να παραμείνει υπουργός, παρά το γεγονός ότι απέτυχε στη διατήρηση έστω του συγκοινωνιακού έργου που παρέλαβε. Οι άνθρωποι της υγείας, Ξανθός και Πολάκης, παρά τα πτυχία της ιατρικής τους, δεν είχαν την ευθιξία να παραιτηθούν όταν άφηναν ζωές να χάνονται μέσα από τα χέρια τους πέρυσι, με την έλλειψη στελεχωμένων θέσεων εντατικής θεραπείας. Ο Γιάννης Δραγασάκης δεν ντρέπεται να έχει υπάρξει υποψήφιος πρόεδρος του ΚΚΕ και να συμμετέχει στην πιο νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση που γνώρισε η χώρα, ρυθμιστής μετά από δεκαετίες συνταγμένος σε αποτυχημένες πολιτικές θέσεις.
Ο Νίκος Παρασκευόπουλος, με το έργο ζωής πάνω στα δικαιώματα των κρατουμένων, ήταν άνετος να αποφυλακίζει βαρυποινίτες με το φερώνυμο νόμο του και να ασχολείται με τα «παιδιά» των Πυρήνων της Φωτιάς. Ο Γιάννης Πανούσης ξεπέρασε το γεγονός ότι κυβερνητικοί απεργάζονταν συνωμοσίες εναντίον του και υποσχέθηκε να εκδώσει μυθιστόρημα (καθηγητά μου, το τερμάτισες). Ο πιο μοιραίος ίσως, και μάλλον ο πιο κομπλεξικός από όλους, δεν έχει πρόβλημα να υποστηρίξει ότι έχει ψευδείς θέσεις σε πανεπιστήμια στο εξωτερικό και να αφήσει το πιο σημαντικό εθνικό θέμα που πέρασε από τα χέρια του να ναυαγήσει, ανίκανος να παραγάγει οτιδήποτε άλλο από μπουρδολογία.
Η μοναδική αυθεντική παραδοχή του φαινομένου υπήρξε από τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη, όταν απέτυχε παντελώς στην πολιτική και επιστημονική του πορεία και αποπειράθηκε να επαναλανσαριστεί ως φάσιον άικον. Στην ερώτηση πώς γίνεται να υποστηρίζει καταφανή ψέματα, αλλά και να εθελοτυφλεί στις βασικές αρχές της οικονομίας παρά τις σπουδές του, δεν δίστασε να απαντήσει: «Αυτό που έκανα ήταν προπαγάνδα. Αυτή ήταν η δουλειά μου»: εξαπάτησε δηλαδή μία ολόκληρη χώρα. Κανένας απλά πεινασμένος για εξουσία δεν θα έκανε τέτοια παραδοχή, όπως δεν έκαναν ούτε οι καταδικασμένοι απατεώνες ούτε οι δικτάτορες αυτής της χώρας. Μόνο μια ψυχοπαθολογική περίπτωση θα άντεχε να κάνει τέτοιο έργο και να το παραδεχτεί ανοιχτά.
Οι άνθρωποι που είναι πεινασμένοι για χρήματα ή για εξουσία έχουν σαφή επαφή με την πραγματικότητα, λειτουργούν στρατηγικά, συχνά έχουν και ορισμένες απαράβατες αρχές. Οι άνθρωποι όμως που εμφανίζουν ψυχοπαθολογία άγονται και φέρονται από αυτή. Θα κάνουν ό,τι περνάει από αυτή για να θεραπεύσουν το πάθος που τους έχει καταλάβει. Θα υπογράψουν τα πάντα, θα ξεπουλήσουν τα πάντα, θα αφήσουν τους πρόσφυγες χωρίς ψωμί και στέγη, θα συλήσουν τα ιερά της δημοκρατίας μας, μόνο και μόνο για λίγα λεπτά πόζας και μαγκιάς στη θέση του θεσμικού. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, που παρατάει τη χώρα επί ξύλου κρεμάμενη, λίγο πριν κλείσει η τρομακτική αξιολόγηση, για να παραστεί ως ηγέτης επί των τιμών στην κηδεία του Φιντέλ Κάστρο.
Ο πόνος που νιώθουμε όταν βιώνουμε κοινωνικό αποκλεισμό είναι εφάμιλλος του φυσικού πόνου. Η κοινωνική αποδοχή διατρέχει κάθε μας δραστηριότητα και είναι φυσικό. Όταν όμως βλέπουμε ανθρώπους που τόσο έντονα πασχίζουν να εξασφαλίσουν την αποδοχή, καταλαβαίνουμε ότι έχουν αποτύχει στη συμπεριφορική διαχείριση της ψυχοσύνθεσής τους. Οι υπουργοί μας διακατέχονται από το βαθύτατο κόμπλεξ του ανθρώπου που νομίζει ότι δεν πήρε την προσοχή που του άξιζε και αυτό είναι το στοιχείο για την αποδόμησή τους.
Οι δύο περιθωριακοί καθηγητές οικονομολόγοι απέκτησαν υπόσταση και θεσμικό ρόλο μόνο μέσα από την κυβέρνηση.