Aκριβώς πριν εκατό χρόνια, στις 28 Ιανουαρίου 1919, ο Μαξ Βέμπερ προσκλήθηκε από την Ελεύθερη Ένωση Φοιτητών της Βαυαρίας για μια διάλεξη στο Μόναχο. Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούλιο 1919, το κείμενο της διάλεξης κυκλοφόρησε με μορφή δοκιμίου υπό τον τίτλο «Η Πολιτική ως Επάγγελμα» (Politik Als Beruf).
Είναι ένα από τα κείμενα που σφράγισαν την πολιτική επιστήμη και γενικότερα την πολιτική στα εκατό χρόνια που ακολούθησαν.
Σημειώνω άλλωστε πως ήταν η εποχή που γεννιόντουσαν τα σύγχρονα κόμματα, η σύγχρονη δημοκρατία και το σύγχρονο κράτος με τις λειτουργίες του.
Η βασική ιδέα του Βέμπερ είναι πως η πολιτική αποτελεί μια σοβαρή υπόθεση εξουσίας κι ότι ο επαγγελματίας πολιτικός οφείλει να δρα «με απόσταση από τα πράγματα και τους ανθρώπους» με μια λεπτή άσκηση ισορροπίας ανάμεσα στην «ηθική της πεποίθησης» και την «ηθική της ευθύνης».
Δεν επεκτείνομαι διότι δεν είναι αυτό το ζήτημα.
Απλώς αν ο Βέμπερ λοξοδρομούσε στα μέρη μας στις μέρες μας θα μπορούσε να ενσωματώσει στην σκέψη του ένα ιδιαίτερο και ιδιόρρυθμο πολιτικό φαινόμενο: το φαινόμενο της «Κεντροαριστεράς ως επάγγελμα».
Ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη πολιτική ιστορία και μετά τον πρώιμο κοινοβουλευτισμό της εποχής Τζουμπέ, δεν είχαμε ένα τόσο εξατομικευμένο πολιτικό προσωπικό που να δρα σε επίπεδο μονάδας και προσωπικής γνώμης.
Άνθρωποι δηλαδή που θεωρούν ότι πολιτική σημαίνει να εκφωνείς απόψεις στον καθρέφτη σου και να δρας για πάρτη σου μέσω των απόψεων που εκφώνησες.
Φυσικά το φαινόμενο δεν είναι μόνο κεντροαριστερό.
Και η Αριστερά και η Δεξιά έχουν αντίστοιχα παραδείγματα αλλά μάλλον περιορισμένα και λιγότερο σοβαρά (Παπακώστα, Αντώναρος κ.λπ.).
Δεν είναι καν εντελώς καινούργιο.
Αν πάρουμε τρεις διαφορετικές αλλά εμβληματικές περιπτώσεις της επικαιρότητας θα δούμε ότι δεν ξεπήδησαν ούτε ξαφνικά ούτε από το πουθενά.
Η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου ξεκίνησε την καριέρα της από τη Νεολαία ΠΑΣΟΚ. Έγινε συνεργάτις του Χρ. Παπουτσή στην Ευρωβουλή. Χρημάτισε γενική γραμματέας Εμπορίου υπό τον Ακη Τσοχατζόπουλο. Εκτοξεύθηκε γραμματέας του ΠΑΣΟΚ και ευρωβουλευτίνα από τον Γ. Παπανδρέου. Διετέλεσε υπουργός στις μνημονιακές κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ (2009 – 2011) και αποχώρησε από το ΠΑΣΟΚ το 2012. Διαφώνησε με το Μνημόνιο με μια μικρή καθυστέρηση δύο ετών αφότου το είχε ψηφίσει.
Τώρα «αισθάνεται δικαίωση» που είναι υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ εναντίον του «παλιού πολιτικού συστήματος» στο οποίο είχε πρωταγωνιστήσει.
Ο Σπύρος Δανέλλης ήταν στη αρχή Σοσιαλιστική Πορεία, ύστερα ΕΑΡ και μετά βρέθηκε στον Συνασπισμό της Αριστεράς με τον οποίο εξελέγη βουλευτής το 1996 – 2000. Στη συνέχεια βγήκε δήμαρχος Χερσονήσου Κρήτης με έναν ευρύτερο αριστερό συνδυασμό που υποστήριξε και το ΠΑΣΟΚ. Το 2009 – 2014 έγινε ευρωβουλευτής με το ΠΑΣΟΚ. Το 2015 βγήκε βουλευτής με το Ποτάμι. Το 2017 ακολούθησε τον Θεοδωράκη στο ΚΙΝΑΛ από όπου έφυγαν μαζί το 2018 πριν καταλήξει πρόσφατα «ανεξάρτητος βουλευτής που στηρίζει τον ΣΥΡΙΖΑ» παρέχοντας ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Τσίπρα.
Τέλος αντίστοιχη ήταν κι η διαδρομή του Νίκου Μπίστη (ΚΚΕ, Συνασπισμός, ΑΕΚΑ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΣΥ, ΚΙΝΑΛ και τώρα υποστηρικτής του ΣΥΡΙΖΑ) με μόνη ουσιαστική διαφορά ότι ο Μπίστης δεν έχει εκλεγεί ποτέ σε τίποτα.
Παρά τις επιμέρους διαφορές τους έχουν κι οι τρεις κοινό στοιχείο μια ακατάπαυστη πολιτική κινητικότητα, της οποίας τα κριτήρια είναι συνήθως εξατομικευμένα και συχνά ακατάληπτα.
Δεν είναι οι μόνοι.
Μετέχουν σε έναν ολιγάριθμο αλλά φασαριόζικο χώρο που φέρει την χρήσιμα εύπλαστη επωνυμία «Κεντροαριστερά». Έναν χώρο που ακόμη και πριν από την αποδυνάμωση του ΠΑΣΟΚ ζούσε περισσότερο χάρη σε εκείνους που τον αποτελούσαν παρά σε εκείνο που αποτελούσε ο ίδιος.
Εσχάτως η κινητικότητά τους έχει ενθαρρυνθεί από τις εξελίξεις στο Σκοπιανό που για ανεξήγητους λόγους πρωτοστατεί στα ενδιαφέροντά τους, αλλά κυρίως από την προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να αναζητήσει ένα προσωπικό το οποίο θα υπηρετήσει το άλλοθι του εξανθρωπισμού του.
Πάντα έτοιμοι. Πάντα διαθέσιμοι. Πάντα πρόθυμοι.
Το επαγγελματικό αυτό φαινόμενο επωφελείται από τη συγκυρία και για άλλους δύο λόγους.
Πρώτον, την ύπαρξη μιας ομάδας δημοσιογράφων κυρίως στα κυβερνητικά μέσα ενημέρωσης με άδηλο επαγγελματικό μέλλον σε περίπτωση πολιτικής αλλαγής.
Κατά την αντίληψή τους, η ιδιότητα του «κεντροαριστερού» ως πιο λάιτ εκδοχή του «δημοσιογράφου ΣΥΡΙΖΑ» τούς επιτρέπει να ελπίζουν ότι θα επιβιβαστούν σε κάποιες σωστικές λέμβους. Προς το παρόν αρκούνται σε νουθεσίες κατά του «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου – από την άποψη της κεντροαριστερής ευαισθησίας, βεβαίως, βεβαίως…
Δεύτερον, τη διατύπωση προ έτους από τον καθηγητή Ν. Μαραντζίδη μιας καινοφανούς θεωρίας για «αντιπολίτευση α λα καρτ». Η θεωρία αυτή επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να αναζητούν σημεία επαφής με τη εκάστοτε κυβερνητική εξουσία κατά περίπτωση και παρά την κυβερνητική εξουσία. Κοινώς, να τα έχουν καλά με όλους – κυρίως με τη σημερινή κυβερνητική εξουσία.
Πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Σκοπιανού με την πρόσφατη μάλλον αποτυχημένη προσπάθεια των Syriza and friends στο Μέγαρο Μουσικής. Παραβρέθηκαν πολλοί Syriza αλλά ελάχιστοι friends.
Η αποτυχία δεν είναι ακατανόητη. Το Σκοπιανό που για τους προαναφερθέντες αποτελεί (κατά τα λεγόμενά τους) κορυφαίο «ταυτοτικό» ζήτημα, ελάχιστα εισιτήρια κόβει στον χώρο της ιστορικής Κεντροαριστεράς, της Δημοκρατικής Παράταξης και του ΠΑΣΟΚ.
Οι εκτός πλαισίου αδιαπραγμάτευτες κι ασυμβίβαστες ανησυχίες τους καταλήγουν σε μια απολίτικη πλατφόρμα «πολιτικού σουλατσαδορισμού» που απλώς επιτρέπει στους σουλατσαδόρους να σουλατσάρουν κατά την επαγγελματική τους κλίση ή προσφορά.
Είναι αλήθεια ότι η αντίληψη αυτή αποδείχτηκε εξαιρετικά μειοψηφική.
Βρήκε σχετική απήχηση σε κάποιους κύκλους κυρίως του Ποταμιού που αναζητούσαν λιγότερο συμβατικές πολιτικές συμπεριφορές. Αλλά φαίνεται ότι εξανεμίζεται όχι μόνο επειδή εξανεμίζεται το Ποτάμι, αλλά κι επειδή αποδείχθηκε μια αντίληψη εξαιρετικά απολίτικη ώστε να αποκτήσει πολιτική υπόσταση.
Τελικά δηλαδή η νοσηρότητα του φαινομένου περιορίζεται από τη φύση του.
Αφενός από την εξαιρετικά περιορισμένη πολιτική εμβέλεια κι αξιοπιστία όσων το συγκροτούν.
Κι αφετέρου από την προφανή αδυναμία των πρωταγωνιστών του να καταλύσουν τους νόμους και τις βασικές λειτουργίες της «πολιτικής ως επάγγελμα».
Διότι όπως προειδοποιούσε κι ο Μαξ Βέμπερ στο δοκίμιο που αναφέραμε «η πολιτική ασκείται με το κεφάλι και όχι με άλλα σημεία του σώματος».
Γιάννης Κ. Πρετεντέρης