Πιστεύω ότι το άρθρο που ακολουθεί πρέπει να διαβαστεί ακόμη και από όσες/όσους δεν ασχολούνται με τα αθλητικά.
ΔΕΕ
Χειμερινοί κολυμβητές
Ο Γιάννης Ντεντόπουλος έζησε τον θρίαμβο της Εθνικής στο Λέστερ (92-95) και εξηγεί γιατί ο τρόπος που ήρθε τελικά η δύσκολη αλλά πανάκριβη νίκη, την δεδομένη χρονική στιγμή, αποκτάει μεγαλύτερες διαστάσεις από την απόλυτη τιμή της.
Αν το ματς της Εθνικής με την Μ. Βρετανία στο Λέστερ έπαιρνε τον τίτλο του από μια ταινία του θρυλικού Βρετανού ήρωα, James Bond, θα διάλεγε το «Die another day”. Στην αλλόκοτη αυτή πρεμιέρα των «παραθύρων» για τα προκριματικά του παγκοσμίου κυπέλλου πήρε μια νίκη που, τηρουμένων των αναλογιών, αποκτάει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις.
Κατ’ αρχάς γιατί εμφανίστηκε με μια σύνθεση έκτακτης ανάγκης, η οποία περιελάμβανε ένα κράμα παικτών το οποίο δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ μαζί, με νέο (ως πρώτο) προπονητή τον Θανάση Σκουρτόπουλο και καινούργιο επιτελείο συνεργατών. Ένα κράμα το οποίο κλήθηκε μέσα σε μια ασυνήθιστη περιρρέουσα ατμόσφαιρα (εννοώ την διαμάχη FIBA- Euroleague και την τοξικότητα που προκαλεί) να βγάλει σε πέρας μια τόσο δύσκολη και πιεστική αποστολή: να σηκώσει μια τόσο βαριά φανέλα, όπως είναι στην συνείδηση όλων των Ελλήνων αυτή της «επίσημης αγαπημένης».
Επίσης, γιατί ήταν πρεμιέρα και μάλιστα εκτός έδρας, με την αντίπαλο που είχε αξιολογηθεί ως η πιο επικίνδυνη του γκρουπ, την δεδομένη χρονική στιγμή. Η Μ. Βρετανία, εκτός από το αβαντάζ έδρας, είχε και το πλεονέκτημα ότι εμφανίστηκε σχεδόν με την ίδια σύνθεση που παίζει τα τελευταία χρόνια. Η μοναδική ουσιαστική απουσία που είχε ο κόουτς Τόνι Καρμπελότο, η οποία μάλιστα περισσότερο μας μπέρδεψε (και κράτησε τον Μαυροειδή εκτός rotation) παρά μας έλυσε τα χέρια, ήταν αυτή του Ολασένι, για την αντιμετώπιση του οποίου ξοδεύτηκαν πολύτιμες εργατοώρες. Υπήρχε ειδική ανάλυση και μέριμνα, η οποία όμως κατέληξε στον κάλαθο των αχρήστων την παραμονή του ματς, μόλις οριστικοποιήθηκε η απουσία του.
Ήταν δεδομένο λοιπόν ότι οι Βρετανοί υπερείχαν σε ομοιογένεια και αυτοματισμούς, στοιχεία που προσφέρουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ασφάλεια σε σχέση από εκείνη που μπορούσαν να νιώθουν οι περισσότεροι από τους δικούς μας διεθνείς. Αν εξαιρέσει κανείς τους παλαιότερους (Μπουρούση, Βασιλόπουλο, Αθηναίου, Μαυροειδή) που κουβαλούσαν παραστάσεις από μεγάλες διοργανώσεις, οι υπόλοιποι, θέλοντας και μη, είχαν την υποχρέωση να μετατραπούν σε χειμερινούς κολυμβητές. Τέλη Νοέμβρη, τους έριξαν στα βαθιά και τους είπαν «κολυμπήστε». Τα κατάφεραν και με το παραπάνω. Δεν λένε ότι οι «κρίσεις γεννούν ευκαιρίες»;
Ήταν λοιπόν προφανές ότι το συγκεκριμένο ματς δεν είχε μόνο τεράστια βαθμολογική, αλλά και ανυπολόγιστη ψυχολογική σημασία. Δεν θα απλά το αποτέλεσμα που θα μέτραγε και για το «σήμερα», αλλά και για το «αύριο» στο δρόμο για την Κίνα, αλλά και ο τρόπος που αυτό θα διαμορφωνόταν.
Υπό αυτές τις συνθήκες μου είναι εντελώς αδύνατο να εκτιμήσω με ακρίβεια πόσο λυτρωτικός ήταν ο τρόπος που ήρθε η νίκη στην παράταση, για τον απλούστατο λόγο ότι θα μου ήταν πολύ πιο δύσκολο να υποθέσω πόσο δραματικά θα μπορούσε να είχε καταρρακώσει το ηθικό όλων, μια ήττα σε ένα ματς που στο 37’ η ελληνική ομάδα είχε πάρει προβάδισμα 12 πόντων και κατάφερε να ισοφαριστεί. Κάλλιστα θα μπορούσαμε τώρα αντί θα θρίαμβο, να μιλάμε για «αυτοκτονία» για τα «τραγωδία». Θα ήθελε δεκαπλάσια προσπάθεια, αυτό του γκρουπ, να αντιμετωπίσει τις συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης, να μείνει όρθιο και να μη τσακιστεί.
Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα λοιπόν, ήταν ότι παρακολουθήσαμε ένα ματς που ουσιαστικά χρειάστηκε να το κερδίσουμε δυο φορές. Ήθελε άντερα και χαρακτήρα σταθείς στα πόδια σου και τελικά να φύγεις πανηγυρίζοντας αφού πρώτα ταξίδεψες από τον παράδεισο στην κόλαση. Κι αυτό ήταν το καλύτερο σημάδι.
Ήταν προφανές ότι τα λάθη που έγιναν στο τελευταίο τρίλεπτο και έδωσαν την ευκαιρία στους γηπεδούχους να ισοφαρίσουν ένα δέκατο πριν εκπνεύσει η κανονική διάρκεια, δεν ήταν μόνο προϊόν του δικού τους ασφυκτικού pressing, αλλά και μιας αλληλουχίας τραγικών λαθών που έγιναν από όσους βρέθηκαν στο παρκέ σε αυτό το διάστημα υπό το κράτος του άγχους, της νευρικότητας, της απειρίας, ίσως και του μεγάλου μας «θέλω». Μιλάμε για τους ίδιους οι οποίοι μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν υπέροχοι.
Το πιο χαρακτηριστικό απ’ όλα, ήταν ότι όσο η Εθνική έπαιζε οργανωμένα στο «πέντε εναντίον πέντε», τόσο στην άμυνα, όσο και στην επίθεση, έδειχνε μεγαλύτερη ποιότητα και μπασκετοσύνη και είχε κερδίσει κατά κράτος όλες της κομβικές μάχες. Διάβαζε καλύτερα, βρήκε πόντους από τον Μπουρούση και τον Λαρεντζάκη, σωστή οργάνωση από τον Αθηναίου, πολύτιμες βοήθειες από την ηρεμία του Χάρη Γιαννόπουλου, θετική προσέγγιση από τους Κόνιαρη, Κατσίβελη, Γκίκα και Σάκοτα (ανεξάρτητα αν δεν πήγε σε όλους το παιχνίδι).
Η ενδεικτικότερη απ’ όλες (τις μάχες που κερδήθηκαν) ήταν ότι το δίδυμο Μαργαρίτη και Μήτογλου, με την βοήθεια του συγκλονιστικού Βασιλόπουλου, από ένα σημείο και μετά είχε κουράσει και εξουδετερώσει τον πιο επικίνδυνο παίκτη των απέναντι, τον Νταν Κλάρκ, ο οποίος ξεκίνησε καλά, αλλά στην πορεία βγήκε εκτός ρυθμού.
Πάνω σε αυτή την εξουθένωση (του Κλαρκ), «πάτησε» και ο Γιάννης Αθηναίου να τον παίξει στα πόδια και να πετύχει ένα καλάθι που θα το θυμάται για όλη του τη ζωή. Το τρίποντο της νίκης που έμοιαζε και για τον ίδιο με «κάθαρση» για αυτά που είχαν προηγηθεί. Εννοείται ότι αν το σουτ αυτό δεν έμπαινε η συζήτηση θα ήταν διαφορετική, αλλά μήπως αυτή δεν είναι η φυσιογνωμία της μάχης αυτού του συναρπαστικού αθλήματος;
Ήταν ξεκάθαρο ότι κόντρα σε οργανωμένη άμυνα οι Βρετανοί τα βρήκαν μπαστούνια. Σκόραραν μόνο από τα δικά μας λάθη. Όταν δηλαδή τους δίναμε την μπάλα στα χέρια και μαζί την ευκαιρία να μας πετύχουν σε αμυντική ανισορροπία. Δεν ήταν τόσο ο απόλυτος αριθμός. Ήταν ότι τα περισσότερα από αυτά τα 24 λάθη που ήταν ο τελικός μας απολογισμός μας, ήταν επώδυνα, γιατί οι αντίπαλοι τα τιμώρησαν με συνεχή lay up, χτυπώντας το κακό αμυντικό μας transition. Ήταν οι φάσεις που κράτησαν όρθιο το ηθικό τους. Έτσι έμειναν ζωντανοί και δεν τα παράτησαν, έτσι ισοφάρισαν στο δραματικό τελευταίο λεπτό. Αλλιώς, δέκα μέρες να παίζαμε, το πιο πιθανό ήταν η διαφορά να φτάσει τους 20 πόντους, παρά το «Χ».
Πλέον, το μυαλό είναι στο ματς της Δευτέρας με το Ισραήλ, στα «Δυο Αοράκια». Εννοείται πως δεν θα είναι εύκολο. Κανένα ματς για μια ομάδα που σχηματίζεται υπό αυτές τις συνθήκες δεν έχει κερδηθεί πριν καν παιχτεί και το 2 στα 2 είναι το βασικό ζητούμενο. Ο αρχηγός Γιάννης Μπουρούσης έδωσε, το καλό παράδειγμα, την πολύτιμη βοήθειά του και επέστρεψε στην Κίνα. Στους 12 που έμειναν θα προστεθούν και οι τρεις του Παναθηναϊκού (Καλάθης, Θ.Αντετοκούνμπο, Βουγιούκας) για να γίνουν 15.
Οι εσωτερικές πληροφορίες λένε ότι ο Σκουρτόπουλος έχει δεσμευθεί ηθικά απέναντι στους παίκτες αυτούς (τους 16 δηλαδή) ότι όλοι θα πάρουν χρόνο συμμετοχής τουλάχιστον σε ένα από τα δυο αυτά ματς. Αυτό σημαίνει ότι στην 12άδα θα μπει σίγουρα ο Σαλούστρος και μαζί με τον Μαυροειδή που δεν χρησιμοποιήθηκε, θα παίξουν, όσο χρειαστεί. Μένει, ο Ομοσπονδιακός προπονητής να ζυγίσει, στην προπόνηση της Κυριακής στο Ηράκλειο, πως είναι τα πράγματα. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε, από τη μία, ότι ο Σάκοτα και ο Μαργαρίτης έδειξαν τόσο μεγάλη επιθυμία να βοηθήσουν που μπήκαν και έπαιξαν παρά τους τραυματισμούς τους, αλλά και από την άλλη ότι αναγκαστικά θα πρέπει να μείνει έξω ένας περιφερειακός για να προστεθεί ο Νικ Καλάθης. Πάντως μετά από μετά από μια τέτοια νίκη, όπως αυτή στο Λέστερ, τέτοιοι «πονοκέφαλοι» γίνονται πολύ πιο ευχάριστοι.
Όπως αξέχαστες θα μείνουν για όσους ήμασταν στο Λέστερ στιγμές όπως το κλάμα του Αθηναίου μετά τη λήξη, ο σταυρός που έκανε ο Λαρεντζάκης πριν ξεκινήσει η τελευταία άμυνα της παράτασης, τα αίματα που έσταζαν από τη μύτη του πληγωμένου θηρίου όπως έδειχνε στα μάτια μας ο Βασιλόπουλος, ο οποίος από το χτύπημα του Φίλιπ, έμεινε αναγκαστικά έξω από το κρίσιμο τελευταίο τρίλεπτο του κανονικού αγώνα, η - μέσα στην αντάρα- αγωνία του Μπουρούση να μάθει πόσο σοβαρά χτύπησε ο συγκάτοικος και συνοδοιπόρος του από τα χρόνια των επιτυχιών, όσο βρισκόταν καθηλωμένος στα αποδυτήρια και δεχόταν τις πρώτες βοήθειες αλλά κυρίως το καμάρι των Ελλήνων που είχαν μετατρέψει την “Leicester Arena” σε μια φιλόξενη φωλιά. Έπρεπε να δείτε πως έλαμπαν δυο ξενιτεμένοι ποδοσφαιριστές, ο Βέλλιος και ο Μπουχαλάκης που ήταν εκεί και έφτασαν μέχρι τα αποδυτήρια για τα συχαρίκια, ή ο αδελφός του Γκίκα που σπουδάζει στην Αγγλία και είχε πεταχτεί μέχρι εκεί για να καμαρώσει τον Νικόλα να γίνεται διεθνής.