Οι πεντάδες
Η πιο διεστραμμένη επινόηση άκρατου ολοκληρωτισμού υπήρξε η πεντάδα, η οποία αποτέλεσε τον βασικό πυρήνα της κοινωνικής ζωής, κυρίως στις πιο κρίσιμες ώρες της κομματικής επαγρύπνισης. Πέντε προσεχτικά επιλεγμένα άτομα, δύο ύποπτα και τρία σίγουρα απαρτίζανε την πεντάδα, παρακολουθούσαν ο καθένας τους άλλους και όφειλαν κόντρα σε κάθε νόμο της ανθρώπινης φύσης να ζούνε και να κινούνται συνέχεια ομαδικά. Μαζί και οι πέντε πήγαιναν στη δουλειά, μαζί επέστρεφαν περπατώντας πάντοτε με την ίδια διάταξη στο πεζοδρόμιο, δηλαδή τα «ύποπτα» στοιχεία βάδιζαν ανάμεσα στα «σίγουρα» ώστε να αποφευχθεί η πιθανότητα κάποιος «ύποπτος» να μιλήσει σε κάποιον ανεπιθύμητο. Μαζί και οι πέντε πήγαιναν παντού, μαζί είχαν οποιαδήποτε κοινωνική επαφή, απαγορεύονταν κάποιος να συναντήσει κάποιον ατομικά, μαζί έτρωγαν και μαζί κοιμόντουσαν. Ακόμη και τη νύχτα αν κάποιος ήθελε να πάει στο μπάνιο έπρεπε να ξυπνήσει κάποιον από την πεντάδα για να τον συνοδεύσει. Δεν υπήρχε κανένα περιθώριο ατομικής ζωής. Το άτομο δεν ήταν πλέον ξεχωριστός άνθρωπος, γινόνταν μέλος μιας ομάδας, υπατάσσσονταν απολύτως σε αυτήν και έχανε κάθε στοιχείο ατομικής ιδιαιτερότητας. Με αυτό τον τρόπο ο έλεγχος πάνω στα μέλη της ομάδας ήταν απόλυτως και συνεχής και τα «προβληματικά» μέλη της κοινότητας απομονώνονταν και αποκλείονταν από κάθε επαφή.
Διακρίσεις
Για να υπογραμμίσουν καθαρά τις διαβαθμίσεις της νέας ιεραρχίας, προνόμια φανταχτερά παραχωρούνται στους γραφειοκράτες του κόμματος. Έχουν μεγάλα σπίτια, τρώνε σ’ ένα είδος λέσχης και μοιράζονται τον καλό ρουχισμό. Οι καπετάνιοι κι οι παλιοί αντάρτες είναι μαντρωμένοι σαν αιχμάλωτοι.
Σε μια συγκέντρωση, ένας καπετάνιος απευθύνεται στο ακροατήριο.
«Γιατί αυτή η ανισότητα ανάμεσα στη διοίκηση και στα μέλη του στρατόπεδου; Γιατί αυτή η δυσπιστία και η αδιαφορία για τους ήρωες της Αντίστασης;»
Ο Πεχτασίδης σηκώνεται στην έδρα.
«Πρέπει να διαγραφεί ο σύντροφος.»
Η συνέλευση απορρίπτει την πρόταση και διαλύεται αμέσως. Οι αμφισβητίες όμως εντοπίζονται και καταγράφονται στο μαυροπίνακα ενός κακόβουλου και συχνά αιματηρού καταδιωγμού.
Η αστυνομική τοξίνωση δηλητηριάζει όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, διαβρώνει τις θελήσεις και τελικά παραλύει κάθε διάθεση κριτικής.
«Αν κουβεντιάσεις με τον τάδε που έχει αντικομματική στάση, θα παρασυρθείς απ’ αυτόν. Πρόσεχε, γιατί διαφορετικά θα υποχρεωθούμε να λάβουμε μέτρα εναντίον σου.»
Αν η προειδοποίηση δε φέρει αποτέλεσμα, χρησιμοποιούνται πιο δραστικά μέσα
Πηγή: Eudes D., Οι καπετάνιοι, εκδ. Εξάντας, σελ. 323,
Ο καπετάν Μαύρος
Ο καπετάν Μαύρος καθιστός, με το γερμανικό αυτόματο
Ο Πεχτασίδης οργανώνει την πρώτη του εκκαθάριση το καλοκαίρι του 1945. Μαζί με τον καπετάν Μαύρο, είκοσι ξεροκέφαλοι οδηγούνται στα σύνορα, δηλαδή ρίχνονται βορά στις συμμορίες που αλωνίζουν την ελληνική ύπαιθρο ψάχνοντας. Τα σφάλματά τους είναι, η απειθαρχία, και φυσικά οι αντικομματικές ενέργειες και η προδοσία.
Στο Μπούλκες υπήρχαν γύρω στους 100 άνδρες που άνηκαν στην μυστική αστυνομία και υπήρχε φυλακή που μετά αμφισβητήθηκε.
Μετά την παράσταση της δημόσιας ανάγνωσης των κατηγοριών, με εξέδρα, μουσική και σκηνοθεσία κατάλληλη, ο Μαύρος και οι 20 αντάρτες οδηγούνται στο σταθμό ανάμεσα σε δύο σειρές αντρών που έχουν ψυχολογικά συνθηκολογήσει, σφυρίζουν περιφρονητικά και φτύνουν κατάμουτρα τους παρίες. Εκείνοι που δε συμμετέχουν, και είναι πολλοί, θα περιμένουν τη σειρά τους. Είναι τα σκουλήκια.
Ο Μαύρος, ο «προδότης», πεταγμένος από τους γραφειοκράτες, θα οργανώσει νέες αντάρτικες ομάδες και θα πεθάνει, δύο χρόνια αργότερα, σαν ήρωας στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού.
Από το Μπούλκες είχε διωχτεί και ο δολοφόνος του Γιάννη Ζεύγου:
Διώξεις
Όπως ήταν επόμενο και πικρίες υπήρχαν ανάμεσα στους προσφυγές, και αντιρρήσεις ακούγονταν σχετικά με την πολιτική που ακολουθήθηκε και απογοητεύσεις. Οι συζητήσεις γύρω απ’ αυτά, κατά την αντίληψη της ηγεσίας, έπρεπε να «κοπούν με το μαχαίρι». Με βάση αυτή τη λογικήάρχισαν οι νυχτερινές μουλωχτές συλλήψεις και εξαφανίσεις αγωνιστών. Τα θύματα της εγκληματικής αυτής νοοτροπίας και πρακτικής είναι πολλά, μερικοί από εκείνους που επέζησαν τα ανεβάζουν σε πάνω από εκατό. Οι διαφωνούντες στέλνονταν στο νησί του Δούναβη με το «αιτιολογικό» να κόβουν ξύλα για το ασβεστοκάμινο. Εκεί εξοντώθηκαν. Παρά τις προσπάθειές της, η Επιτροπή δεν μπόρεσε να βρει, σε κάποιο σημαντικό αριθμό, τα ονόματα των εξοντωθέντων στο Μπούλκες. Το Μπούλκες έγινε εξωτερικό έδαφος της Ελλάδας και μέχρι το 1949 λειτούργησε ως ανεξάρτητη ελληνική κοινωνία μέσα στην επικράτεια της Γιουγκοσλαβίας.
Ο εξτρεμιστής της ΟΠΛΑ στην Αθήνα, Στέλιος Κάλφας, αφού προηγουμένως βασάνισε άγρια περί τους 20-30 συντρόφους του, τους ρίχνει μισοπεθαμένους στο Δούναβη, όπου πνίγονται.
Δεκαπέντε διανοούμενοι κομμουνιστές, που χαρακτηρίζονται «τροτσκιστές», «αρχειομαρξιστές» και «ύποπτοι», βασανίζονται άγρια.
Τους είδε με τα μάτια του ο Αλέκος Κουτσούκαλης, σύντροφός τους, καπετάνιος του Β΄ τάγματος του Συντάγματος του ΕΛΑΣ Άρτας και υπεύθυνος, ύστερα, της διαφώτισης του «Δημοκρατικού Στρατού» στη Μουργκάνα και γράφει στο βιβλίο του «Το χρονικό μιας τραγωδίας, 1945-1949» (Εκδόσεις Ιωλκός):
«Χαραγμένα τα κορμιά τους με χοντρά μαστίγια, αναμμένα τσιγάρα, σπασμένα πλευρά, ξεριζωμένα μαλλιά από τα κεφάλια τους …».
Οι κρατούμενοι του Μπούλκες, περίπου 300, ζούσαν σε ειδικό χώρο και ο στρατοπεδάρχης Χάρης είπε στον Κουτσούκαλη γι’ αυτούς:
«Εδώ αυτοί ζουν χειρότερα από τα ζώα. Τα ζώα έχουν κάποια αξία. Αυτοί δεν έχουν καμμιά απολύτως αξία. Είναι σαν τους λεπρούς».
Και αναρωτιέται ο Αλέκος Κουτσούκαλης:
«Κι εμείς πολεμήσαμε γι αυτή τη λευτεριά. Για να φτιάχνουμε στρατόπεδα χιτλερικού τύπου, να βασανίζουμε και να σκοτώνουμε τους αγωνιστές που πολέμησαν για τη λευτεριά; Καλύτερα να μην είχα γεννηθεί!».
Η διοικούσα επιτροπή του στρατοπέδου, που αποτελείται αποκλειστικά από παλαιά μέλη της ΟΠΛΑ, έχει συστήσει μια εσωτερική πολιτοφυλακή. Οι εκπρόσωποι της τάξης, φορώντας το περιβραχιόνιο με τα τρία γράμματα του ΥΤΟ (σημ. Υπηρεσία Τάξης Ομάδας) και μέσα σε μια ατμόσφαιρα τρομοκρατίας, απομονώνουν τους διανοούμενους και τους καπετάνιους που αντιπροσωπεύουν τις «τροτσκιστικές και μικροαστικές τάσεις» που έχουν κληρονομηθεί από τον ΕΛΑΣ. Το νόημα αυτής της κάθαρσης, που δεν θα πραγματοποιηθεί ολοκληρωτικά παρά δεκαοχτώ μήνες αργότερα, είναι αποκαλυπτικό για τις επαναστατικές αντιλήψεις του Ζαχαριάδη. Τα «σκουλήκια», σταμπαρισμένα ήδη δημόσια κατά τη διάρκεια των συνελεύσεων, ζουν μέσα σ’ ένα κλίμα καταδίωξης και τρόμου. Ένα πρωί, ο επίτροπός του στρατοπέδου ζητάει έναν κατάλογο αυτών που επιθυμούν να επιστρέψουν στην Αθήνα.
– Ήταν ένα τέχνασμα, δηλώνει ο Πεταχτσίδης μια βδομάδα αργότερα, για να αποκαλυφθούν τα σκουλίκια που δεν τους αρέσει εδώ και θέλουν να πάνε να συνεργαστούν με τους μοναρχοφασίστες. Όταν ένας οργανισμός μολύνεται, όλα τα μέσα είναι καλά, προκειμένου να τον απαλλάξεις από τα μικρόβια.
Πηγή: Eudes D., Οι καπετάνοι, εκδ. Εξάντας, σελ. 239
Την άνοιξη του 1946, νομίζω Απρίλης μήνας, δόθηκαν οδηγίες στις κόβες να διωχτούν από τις γραμμές μας αυτά τα «σκουλίκια». Αν δεν σφάλλω δεν υπερέβαιναν τους 100 από όλη την παροικία του Μπούλκες. Ήταν 98. Έπρεπε να συγκεντρωθούν στο τσαϊρι, όπου ήταν παραταγμένες, από τις δύο πλευρές του δρόμου, όλες οι γκρούπες (συνολικά 24).
Οι καθοδηγητές του Μπούλκες, ύστερα από έγκριση των γιουγκοσλαβικών αρχών και δεν αμφιβάλλω και του υπεύθυνου εκπροσώπου της ΚΕ του ΚΚΕ, πήραν απόφαση να τους παραδώσουν στην ΟΣΝΑ (γιουγκοσλαβική υπηρεσία ασφαλείας) και να τους «πετάξουν» στο ελληνικό έδαφος, μέσω των συνόρων.
(…)
Στο τσαΐρι, ώσπου να μπουν στο τρένο οι δύσμοιροι αυτοί αγωνιστές, έγιναν ανήκουστα πράγματα… Επονείδιστα και βάρβαρα για κομμουνιστές – αγωνιστές. Φτύνανε, σπρώχνανε, κλωτσούσανε και χλευάζανε φριχτά, σαν «προέπεμπαν» στην πατρίδα, τους «ανάξιους» αυτούς συντρόφους, συναγωνιστές και συμπολεμιστές. Νομίζω, περισσότερη χλεύη και ατίμωση δε δέχτηκε και ο Χριστός από το φανατισμένο όχλο (…) Ταυτόχρονα, με τις άπρεπες και βάναυσες χειρονομίες, ακούονταν και οι ανατριχιαστικοί χαρακτηρισμοί:«Σκουλίκια!», «προδότες!», «πουλημένοι!…»
(…)
Ποια ήταν η παραπέρα τύχη αυτών των αγωνιστών; Τους «πέταξαν» σε κάποιο μέρος του νομού Κιλκίς στο φρικτό «λάκκο των λεόντων», για να τους κατασπαράξουν οι αιμοβόροι παρακρατικοί (…) Ελάχιστοι παραδόθηκαν στις Ελληνικές αρχές. Οι άλλοι κατατάχτηκαν σε διάφορες ένοπλες ομάδες καταδιωκόμενων αγωνιστών.
Πηγή: Χρήστος Καινούριος (Βρασίδας), Στα άδυτα του Εμφυλίου, εκδ. Ιωλκός, σελ. 129-131
Σλαβομακεδόνες
Η σχέση των Ελλήνων και των Σλαβομακεδόνων ήταν τεταμένη, οι δεύτεροι θέλησαν να μεταφερθούν στην Λ Δ της «Μακεδονίας» και κατηγορούντο από τους άλλους σαν λιποτάκτες, 150 τέτοιοι πήγαν στο χωριό Malinska και εκεί σύμφωνα με μαρτυρίες αρνούντο να δουλέψουν και στρεφόντουσαν κατά του ΕΑΜ και υπέρ της αγγλικής πολιτικής, φυσικά συνελήφθηκαν και ορισμένοι υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Στο Μπούλκες υπήρξαν αρκετές τριβές όπως αυτή που το συμβούλιο αρνήθηκε το 1948 να δεχτεί δασκάλα της σλαβομακεδονικής γλώσσας που στάλθηκα από τα Σκόπια.
Τελικά όσοι θεωρούσαν ότι είναι σλαβομακεδόνες πήγαν σε δύο χωριά το Sombor και το Gakovo
Στάλιν, Τίτο, Δημητρώφ, Ζαχαριάδης, Χότζα, Μιχάλης, Περικλής
Ο κομματικός μηχανισμός στο Μπούλκες λειτουργούσε ακαριαία, εύστοχα και αποφασιστικά. Αρκεί να πατούσε το κουμπί η καθοδήγηση και οι μάζες ξεχύνονταν στους δρόμους (…) Σε πανηγυρικές και θριαμβευτικές στιγμές της ζωής του Μπούκλες, αλλά και σε μηνύματα συνταρακτικά και βαρυσήμαντα (πολλές φορές σε ανύποπτο χρόνο και αργά το βράδυ) οι νεολαίοι μας ανάπεμπαν με τα χωνιά και με στεντόρεια τη φωνή συνθήματα πίστης στα ιδανικά του αγώνα με επωδό πάντα: «Στάλιν – Τίτο – Δημητρώφ – Ζαχαριάδη – Χότζα!…» Και σαν εκνευριστική παραφωνία ακουόταν στη συνέχεια: «Μιχάλης – Περικλής!…».
Ο αναγνώστης θα διερωτηθεί: «Αυτό, τέλος πάντων, είναι έξω φρενών να συγκαταλέγεις τα λιοντάρια με τις γάτες»…
Πηγή: Χρήστος Καινούριος (Βρασίδας), Στα άδυτα του Εμφυλίου, εκδ. Ιωλκός, σελ. 128.
Σημείωση: Μιχάλης = Μιχάλης Πεταχτσίδης. Ανεψιός της γυναίκας του Γ. Ιωαννίδη, στέλεχος της ΟΠΛΑ στην Κατοχή. Το φθινόπωρο του ’47 πήρε εντολή να κατέβει στο ΔΣΕ, όπου αμέσως ανέλαβε το νεοσυσταθέν γραφείο επαγρύπνησης, μέσω του οποίου εξόντωσε αρκετά στελέχη του ΔΣΕ (πχ στην 7η Μεραρχία). Κάποια στιγμή «εξαφανίστηκε» – μάλλον τον δολοφόνησε ο Ζαχαριάδης. Στοιχεία πάντως για το θάνατό του δεν υπάρχουν, με αποτέλεσμα να διακινούνται πολλές διαφορετικές εκδοχές.
Περικλής = Περικλής Καλοδίκης, ο νο 2 στο Μπούλκες. Επέζησε στην εξορία και επέστρεψε στην Αθήνα, όπου και πέθανε.
Την τριάδα της καθοδήγησης συμπλήρωνε ο Οδυσσέας Μπάστης. Επέζησε κι αυτός στην εξορία και πέθανε στην Ελλάδα.
Το τέλος του Μπούλκες ήταν πικρό
Το Συμβούλιο του Μπουλκές κατηγορήθηκε ότι καταχράστηκε και προξένησε ζημιά στην Γιουγκοσλαβία 5.900.000.000 δηνάρια, δεν κατέβαλε ποτέ φόρο στο Γιουγκοσλαβικό δημόσιο και από αυτό χάθηκαν 344.300.040 δηνάρια, γίνηκαν κομπίνες με την προμήθεια πρώτων υλών ενώ οι εργαζόμενοι (Έλληνες) στο Μπούλκες έγιναν αντικείμενο μεγάλης εκμετάλλευσης πχ ένας Γιουγκοσλάβος εργάτης αμοιβόταν με 3.120 δηνάρια (μεροκάματο πενιχρότατο) ενώ ένας εργάτης του Μπουλκες (Έλληνας) με 1.946 δηνάρια.
Στις πρώτες ύλες που προμήθευε η Γιουγκοσλαβία για να λειτουργήσουν τα εργαστήρια γινόταν τεράστια κατάχρηση πχ για την κατασκευή στο εργαστήριο υποδηματοποιίας για κάθε ζευγάρι έπαιρναν 10,25 κιλά δέρμα ενώ για το αντίστοιχο Γιουγκοσλαβικό εργαστήριο ξοδευόταν 9 κιλά δέρμα, το «κέρδος» πήγαινε προφανώς στις τσέπες κάποιων υπερκομμουνιστών. Αυτό συνέβαινε και με το ύφασμα και με τα τρόφιμα και με όλα τέλος πάντων τα πράγματα.
Στις 8/8/1949 ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Μ Σούστας ζήτησε από τον Τίτο «Επειδή η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση έκλεισε τα σύνορα προς την Ελλάδα και ήρθε σε σύγκρουση με την ΠΚ ……….» να επιτραπεί να μετακομίσουν στην Τσεχοσλοβακία. Δεκτοί γινόντουσαν και από την Ουγγαρία.
Τέλη του 1949 το χωριό άδειασε από τους κατοίκους του που πήγαν σε άλλες περιοχές και καταστράφηκε.
Μια γιουγκοσλαβική δημοσίευση γράφει ότι 60.000 βρήκαν στο Μπουλκες «δικό τους σπίτι, στέγη, δουλειά και ψωμί» (La Yougoslanie pour lew refugies de Grece Βελιγράδι 1949) το νούμερο βέβαια είναι υπερβολικό. Από το Μπουλκες πρέπει να πέρασαν 5.250 άτομα.
Πηγή: Μίλαν Ρίστοβιτς, το πείραμα του Μπούλκες,
Στις 25 Ιουνίου του 1949, λίγες βδομάδες πριν από την κατάρρευση του μετώπου στις πλαγιές του Γράμμου και του Βιτσίου, ο υπουργός Παιδείας και Λαϊκής Υγείας της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης Πέτρος Κόκκαλης απέστειλε στη γιουγκοσλαβική Πρεσβεία στη Βουδαπέστη επιστολή, με την οποία ζητούσε να επιτραπεί «…η αναχώρηση και η αποδοχή από εκπροσώπους μας των ακόλουθων: 1) Πέντε περίπου χιλιάδων (5.000) ατόμων, τα οποία βρίσκονται σήμερα στην κοινότητα Μπούλκες και είναι στην πλειοψηφία τους γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένοι άνω των πενήντα ετών. 2) Εκατόν εξήντα (160) περίπου τραυματισμένων καθώς και του προσωπικού εξυπηρέτησής τους, ενενήντα (90) περίπου ατόμων, οι οποίοι βρίσκονται στο νοσοκομείο πλησίον του Τίτο Βέλες. 3) 1.850 παιδιών, τα οποία βρίσκονται στο “Σπίτι του Παιδιού” στην Μπέλα Τσρκβα της Σλοβενίας καθώς και σε άλλα μέρη, υπό την εποπτεία του δασκάλου Νίκου Γεωργιάδη, που τοποθετήθηκε στη θέση αυτή από την Ελληνική Επιτροπή για τη Βοήθεια του Παιδιού. 4) Ενός μεγάλου αριθμού Ελλήνων προσφύγων από τη Μακεδονία, οι οποίοι προσωρινά βρίσκονται στην περιοχή των Σκοπίων και οι οποίοι αρκετές φορές εξέφρασαν την επιθυμία τους να εγκαταλείψουν τη Γιουγκοσλαβία». Ο Κόκκαλης στην επιστολή του επικαλέσθηκε λόγους σοβαρούς και επείγοντες, όπως την ανάγκη καθημερινής και άμεσης φροντίδας αναφορικά με την εκπαίδευση και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών στο εθνικό πνεύμα καθώς και λόγους οργανωτικής φροντίδας για τους ηλικιωμένους και τους αρρώστους.
Η απάντηση των Γιουγκοσλάβων, λίγες ημέρες αργότερα, αντανακλά με γλαφυρό τρόπο το βαρύ κλίμα που επικρατούσε στις διμερείς σχέσεις. Στις 7 Ιουλίου του 1949 ο Γιουγκοσλάβος υπουργός Εσωτερικών Αλεξάνταρ Ράνκοβιτς σε έγγραφό του με αποδέκτη τον πρεσβευτή της Γιουγκοσλαβίας στη Βουδαπέστη τον επέκρινε για την επιλογή του να συζητήσει με τον Κόκκαλη ένα τέτοιο ζήτημα. Υποστήριξε μάλιστα τα εξής: «Σε ό,τι αφορά τη [χορήγηση] άδειας στους πρόσφυγές τους [να μεταβούν] σε άλλες χώρες, θεωρώ ότι πρέπει να επιτραπεί στους Ελληνες, οι οποίοι βρίσκονται μόνο στο Μπούλκες, να αναχωρήσουν, εάν οι ίδιοι το επιθυμούν. Η αποχώρησή τους, ουσιαστικά, θα ήταν χρήσιμη, καθώς η ηγεσία τους στο Μπούλκες περιήλθε στα χέρια κλεφτών και εχθρών της χώρας μας. Επέφεραν μεγάλη οικονομική και υλική ζημία στη χώρα μας και για το ζήτημα αυτό θα σας αποστείλω χωριστή έκθεση. Οι Μακεδόνες και τα Μακεδονόπουλα δεν επιθυμούν να εγκαταλείψουν τη Γιουγκοσλαβία και αυτό είναι πολύ καλά γνωστό και στην ελληνική ηγεσία».
Μπεργκοβίτσα- Μπέλενε
Τον Μάιο του 1947, στο στρατόπεδο του ΔΣΕ στην Μπερκοβίτσα (Βουλγαρία), δημιουργήθηκε με «άνωθεν» εντολή μία λίστα 100 «λυγισμένων». Σύμφωνα με το πόρισμα, από τον κατάλογο των «100» ο Ζαχαριάδης προσωπικά διάλεξε 36 ανθρώπους οι οποίοι μεταφέρθηκαν στο περιβόητο νησί – κάτεργο στο Δούναβη, το Μπέλενε. Οποιος έμπαινε εκεί, δεν ξανάβγαινε ζωντανός. «Ούτε έμαθα ούτε άκουσα αν απόμεινε κανένας ζωντανός από κείνους τους “36”», καταλήγει στη γραπτή του μαρτυρία ο Κ. Σιαπέρας που είχε άμεση προσωπική αντίληψη της ανατριχιαστικής αυτής ιστορίας.
Το Μπούλκες στο μεγάλο αχτίφ του θεάτρου Σβερντλώφ στην Τασκένδη
Η αντιηγετική κλίκα δούλευε όσο μπορούσε αντιηγετικά, όμως ακόμα με προσοχή. Η φραξιονιστική δουλειά της έφθανε μέχρι τη βάση. Εγώ έχω παραδείγματα συντρόφων, απλών κομματικών μελών, που έβγαζαν φωτιές ενάντια σε μέλη του Π.Γ. και της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Ιδού μερικά:
Ο Φωκάς με τον Βαϊνά είναι υπεύθυνοι για το χωρισμό των συντρόφων.
Έχουν γίνει πολλά λάθη, χάσαμε δύο επαναστάσεις, να κατέβει ο Ζαχαριάδης να κάνει αυτοκριτική.
Στους εγκληματίες Παυλίδη-Μπάστη-Κοττορό-Βύσσιο, που βάψανε τα χέρια τους στο αίμα στο Μπούλκες, δώσανε κομματικά βιβλιάρια.
Καμαρώνουν τον Ιωαννίδη και δεν τον διαγράφουν από το κόμμα.
Ο Ζαχαριάδης κάλεσε πλατύ αχτίφ, στο οποίο πήραν μέρος από μέλη γραφείου ΚΟΒ (κομματική οργάνωση βάσης) και πάνω καθώς και από ονομασμένος λοχαγός του ΔΣΕ και πάνω.
(…)
Μια γκρούπα απ’ αυτούς που ήταν κοντά μου, προκαλούσε τον κόσμο, έτσι, χωρίς αφορμή. Η πρόκληση ήταν τέτοια, που έδειχνε ότι ήθελαν επεισόδια. Π.χ. δίπλα μου καθόταν ο Βύσσιος που είχε ζήσει στο περιβόητο Μπούλκες και χωρίς να μιλήσει ή να προκαλέσει κανένα, του λέει ένας από τους αντίθετους «Και συ πώχεις βάψει τα χέρια σου στο αίμα στο Μπούλκες!». Ο Βύσσιος όπως κατάλαβα, προσποιήθηκε ότι δεν άκουσε.
Μια ταινία: οι δραπέτες του Μπούλκες
Γυρίστηκε στα 1969 και πρόκειται για εντελώς κουκουρούκου προϊόν. Για μυστήριους λόγους δεν προβλήθηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ εισπρακτικά πάτωσε.
Πάντως, αναφέρεται ότι από το χωριό δραπέτευσαν 100 άτομα κάποιοι πήγαν Ελλάδα, κάποιοι Ουγγαρία και κάποιοι Βουλγαρία οι περισσότεροι όμως έμειναν στην Γιουγκοσλαβία. 3 κατάφεραν να φτάσουν στην Ελληνική Πρεσβεία του Βελιγραδίου και από εκεί να επιστρέψουν στην Ελλάδα.
Πηγή: Μίλαν Ρίστοβιτς, το πείραμα του Μπούλκες,via
http://ignatios100.blogspot.com/2009/05/blog-post_15.html