Κομμάτια και θρύψαλα
Του Γιώργου Καραμπελιά
Η χώρα θυμίζει πλέον την υπέροχη ταινία του Μονιτσέλι, Μπρανκαλεόνε, την εποχή των Σταυροφοριών, όταν στους δρόμους κυκλοφορούσαν αναρίθμητα καραβάνια ενδεών και απελπισμένων φυγάδων. Ο Μπρανκαλεόνε (Βιτόριο Γκάσμαν), ως νέος ιππότης της ελεεινής μορφής, οδηγούσε την αξιοθρήνητη και ολιγομελή στρατιά του, από τυφλούς, ανάπηρους και ζητιάνους, στους Αγίους Τόπους ως γη της επαγγελίας και με ένα σαρακοφαγωμένο σκαρί ξεκίνησαν από την Ιταλία για να αποβιβαστούν εν τέλει όχι στην Παλαιστίνη, αλλά σε μια… διπλανή ιταλική ακτή, όπου και συνάντησαν τις ίδιες στρατιές των εξαθλιωμένων να διαγράφονται στον ορίζοντα…
Έτσι και ο Μπρακαλεόνε Τσίπρας με τη στρατιά του –Καμμένος, Φίλης, Χριστοδουλοπούλου, Τσακαλώτος και Μιχελογιαννάκης– «κυβερνά» σε μια χώρα όπου τα καραβάνια των προσφύγων και των μεταναστών συναντιούνται με τα τρακτέρ των αγροτών στις εθνικές οδούς.
Κυβέρνηση και εξουσία έχουν γίνει κυριολεκτικά κομμάτια και θρύψαλα. Κατέλαβαν την κυβερνητική εξουσία υποσχόμενοι να αντιμετωπίσουν τη «δυτική» απειλή των μνημονίων, την οποία εν τέλει όχι μόνο δεν αντιμετώπισαν αλλά βύθισαν τη χώρα ακόμα πιο βαθιά, τη χρέωσαν, τη χρεοκόπησαν, έκλεισαν τις τράπεζες. Αδυνατούν να φέρουν σε πέρας αυτά που έχουν υποσχεθεί στους εκλογείς τους, από τη μία αλλά και, από την εντελώς αντίθετη πλευρά, στους δανειστές προστάτες τους.
Όσο όμως ήταν ενεργοποιημένο κυρίως το ένα μέτωπο της χώρας, που αφορούσε την οικονομική κατάσταση, μπορούσαν να πείθουν κάποιους αφελείς ή ιδιοτελείς[1] πως θα κατορθώσουν να το αντιμετωπίσουν. Όμως, οι ίδιοι, μοιραίοι, ανίδεοι και εγκληματικοί, προκάλεσαν το άνοιγμα και του δεύτερου μεγάλου μετώπου που, εδώ και χίλια χρόνια σχεδόν, από τη μάχη του Μαντζικέρτ, το 1071, αντιμετωπίζει η Ελλάδα, παράλληλα με εκείνο της Δύσης. Πυροδότησαν, ανεπίγνωστα και ασύγγνωστα, τη μεγάλη έξοδο των προσφύγων/μεταναστών από την Τουρκία προς την Ελλάδα και την Ευρώπη. Παράλληλα δηλαδή με την επίταση της οικονομικής και πολιτικής υποταγής στην τευτονοφραγκική Ευρώπη, με την εμπλοκή σε ένα τρίτο μνημόνιο, ενεργοποίησαν από μόνοι τους ένα δεύτερο μεγάλο τεκτονικό ρήγμα και μετέβαλαν τη χώρα σε έναν χώρο, τον οποίο διαφεντεύουν οι Γερμανοί, οι Αμερικανοί, οι ΜΚΟ και ο Σόρος.
Το μόνο που κάνει η κυβέρνηση των ανικάνων καταστροφέων είναι να παρακολουθεί και να επιτείνει το βούλιαγμα της χώρας. Η οικονομία διαλύεται, η δικαιοσύνη έχει παραλύσει από τις απεργίες των δικηγόρων, τα φορτηγά μένουν εγκλωβισμένα στα σύνορα από τα μπλόκα των αγροτών. Απέναντι στους αγρότες, που αποτελούν το μεγάλο κοινωνικό μέτωπο της περιόδου, όπως ήταν οι «αγανακτισμένοι» το 2011, ακολουθούν την τακτική «θα μας δείρουν, θα μας δείρουν, όπως δέρνουν τους Συριζαίους βουλευτές, θα… ιδρώσουν και θα εξαντληθούν». Και όμως, οι αγρότες δεν δείχνουν καθόλου διατεθειμένοι να «αρρωστήσουν»[2]. Ακόμα και εάν σταματήσουν τα μπλόκα, η κινητοποίηση δεν πρόκειται να σταματήσει. Θα μεταφερθεί με ακόμα μεγαλύτερη ένταση στα κέντρα των επαρχιακών πόλεων, όπου οι Συριζαίοι βουλευτές θα κηρυχθούν παντελώς ανεπιθύμητοι.
Ως προς το προσφυγικό, ο τραγέλαφος ξεπερνάει κάθε όριο. Οι πρόσφυγες και οι λαθραίοι μετανάστες κινούνται χωρίς κανέναν κρατικό έλεγχο, η χώρα γεμίζει hot spots, και η ελληνική κυβέρνηση παριστάνει τον καμπόσο στην… Αυστρία, προκειμένου να μην μιλήσει για την Τουρκία, που είναι ο πραγματικός διακινητής και εντολέας των προσφυγικών εισροών. Η Τουρκία εφαρμόζει με σύστημα, εδώ και δεκαετίες, την πολιτική της εξώθησης μουσουλμανικών πληθυσμών προς την Ευρώπη και κατ’ εξοχήν προς την Ελλάδα, έτσι ώστε να ισλαμοποιήσει μεθοδικά το ελληνικό κράτος ως βάση για τη μεταβολή της Ελλάδας σε προτεκτοράτο της. Και όμως, το ανθρωπάριο που παριστάνει τον πρωθυπουργό ετοιμάζεται να βάλει βέτο στα… Σκόπια, και όχι βέβαια στην Τουρκία όπου, στις 8 Μαρτίου, μαζί με τον υπόλοιπο θίασο, θα μεταβεί για να υποβάλει τα σέβη του στον νέο σουλτάνο. (Συνιστά απίστευτο σκάνδαλο η πραγματοποίηση, αυτή τη στιγμή, «διακυβερνητικής συνάντησης» Ελλάδας-Τουρκίας στη Σμύρνη!)
Στα νησιά, την Ειδομένη και στους καταυλισμούς με τους οποίους έχει γεμίσει ήδη η χώρα, το ελληνικό κράτος απουσιάζει επιδεικτικά και τη διαχείριση των προσφυγικών και μεταναστευτικών εισροών έχουν αναλάβει προσώρας οι περιβόητες ΜΚΟ, συχνά ισλαμιστικού χαρακτήρα. Παράλληλα, μέσω της εισόδου ενός ακόμη παίκτη στο παιγνίδι, του ΝΑΤΟ, οι Τούρκοι, εκτός από την ισλαμοποίηση της χώρας, προωθούν και την εμπέδωση της στρατηγικής των γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο, μια και εμείς αποδεικνυόμαστε ανίκανοι να προστατεύσουμε τα σύνορά μας.
Τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο απλά, αν η Ελλάδα και οι Έλληνες ψευτοπροοδευτικοί, αντί να κλαψουρίζουν ανήμποροι για τον θάνατο εκατοντάδων ανθρώπων στο Αιγαίο, υπεδείκνυαν την αποκλειστική ευθύνη της Τουρκίας σε αυτούς τους θανάτους. Αν πρωτοστατούσαν στη δημιουργία ενός κινήματος καταγγελίας της τουρκικής πολιτικής σε ολόκληρη την Ευρώπη, αν έφερναν το θέμα κυρώσεων προς το τουρκικό κράτος από τον ΟΗΕ και την Ε.Ε., βάζοντας βέτο στις σχέσεις Ε.Ε.-Τουρκίας, αν αυτή δεν συμμορφωθεί. Αν, Αν, Αν… Όλα αυτά θα προϋπέθεταν την ύπαρξη μιας κυβέρνησης ικανής να διασφαλίσει στοιχειωδώς τα συμφέροντα της χώρας, και όχι ενός διεθνούς καρπαζοεισπράκτορα, καταχρεωμένου, εξαρτώμενου, καταγέλαστου στις παλινωδίες του κ.ο.κ.
Και το μαρτυρολόγιο δεν έχει τέλος. Ήδη, μετά το δυτικό και το ανατολικό μέτωπο, ενεργοποιείται εις βάρος μας και το βόρειο μέτωπο. Κλείνουν τα σύνορα της χώρας και τα Σκόπια, που βρίσκονταν μάλλον σε δεινή θέση τα τελευταία χρόνια, αποκτούν τη δυνατότητα να πλήξουν καίρια την Ελλάδα. Ακόμα και η Αυστρία ονειρεύεται μια νέα κάθοδο στα Βαλκάνια ενάντια στην Ελλάδα, από τη στιγμή και πέρα που οι βαλκανικοί πόλοι ισχύος, αρχικά η διαλυθείσα Γιουγκοσλαβία και τώρα η Ελλάδα, έχουν αποδυναμωθεί δραματικά. Διότι, βέβαια, ούτε τα Σκόπια ούτε η Σερβία κινδυνεύουν από τους διερχόμενους πρόσφυγες και μετανάστες, αλλά, δίνεται η ευκαιρία του αποκλεισμού της Ελλάδας και από τον Βορρά. Αφού πρώτα, μετά την κρίση των μνημονίων, και εσχάτως με τη διάλυση των τραπεζών από τον ΣΥΡΙΖΑ, η ελληνική οικονομική παρουσία στα Βαλκάνια σχεδόν εξανεμίστηκε, τώρα ακολουθεί και η απομόνωσή μας.
Αν αναχθούμε δε στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πεδίο, όλη αυτή η κρίση, για την οποία όλοι οι Ευρωπαίοι ρίχνουν τις ευθύνες στην Ελλάδα, μια και αποδείχθηκε ανίκανη να προστατεύσει τα σύνορά της, κινδυνεύει να οδηγήσει σε κατάλυση της συνθήκης Σέγκεν και σε έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, πριν αυτή πραγματοποιηθεί στο οικονομικό και νομισματικό πεδίο, ή ίσως ταυτόχρονα.
Και αυτά δεν είναι τα μόνα κατορθώματα του Τσίπρα και της παρέας του, ακολουθούν και άλλα. Ο τουρισμός, τελευταία πηγή εσόδων για το ημικατεστραμμένο ελληνικό κράτος, θα πληγεί ανεπανόρθωτα από την προσφυγική/μεταναστευτική κρίση, και όχι μόνο στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Η εικόνα μιας χώρας με καραβάνια προσφύγων να διασχίζουν τους δρόμους και να συσσωρεύονται στις πλατείες, αναπόφευκτα, θα πλήξει το σύνολο των τουριστικών εισροών. Όπως γνωρίζουμε, τα μεγάλα τουριστικά πρακτορεία κινούνται πάντοτε με μια λογική απόλυτης «ασφάλειας» και είτε αποκλείουν τους «επισφαλείς» τουριστικούς προορισμούς είτε επιβάλλουν τεράστιες μειώσεις στις τιμές. Έτσι, τη στιγμή που μειώνονται τα έσοδα από φόρους, ασφαλιστικές εισφορές, από τη μείωση του ΑΕΠ και τους κεφαλαιακούς ελέγχους στις τράπεζες, θα μειωθούν και τα τουριστικά έσοδα που αποτελούσαν τη μόνη ανάσα. Για να μη μιλήσουμε για το επιχειρούμενο ξεπούλημα της Κύπρου με ένα νέο σχέδιο Ανάν.
Το τελικό συμπέρασμα είναι πως, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προκάλεσε ήδη μια ανυπολόγιστη καταστροφήπου θυμίζει ή, τηρουμένων των αναλογιών, κινδυνεύει να οδηγήσει σε, ένα νέο ’22 ή ένα νέο 1974 με την καταστροφή της Κύπρου. Και όμως, την ίδια στιγμή που προκαλούν μια ανυπολόγιστη καταστροφή στη χώρα, τα κυβερνητικά ανθρωπάρια ενδιαφέρονται μόνο για διορισμούς και συντήρηση του σκωληκόβρωτου κόμματός τους, αδιαφορώντας για το ότι καταστρέφουν την χώρα.
Η ευθύνη των πολιτικών και ιδεολογικών ελίτ
Και ποιος θα μπορούσε να εκφράσει μια διαφορετική πρόταση; Ο Καραμανλής, που στήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ και απέτυχε παταγωδώς σε όλα του τα πολιτικά εγχειρήματα; Ελαφρά τη καρδία, από το 2012, θεώρησε πως ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Τσίπρας ήταν η ευκαιρία για να εξοντώσει το ΠΑΣΟΚ και… τον Σαμαρά, και, μετά μία «παρένθεση» ΣΥΡΙΖΑ, να έρθει ο ίδιος στην εξουσία ως παράκλητος. Γι’ αυτό και αρνήθηκε να αναλάβει τις ευθύνες του στις προεδρικές εκλογές του 2014 – άφησε τον ΣΥΡΙΖΑ και έσπρωξε τον Καμμένο να αναλάβουν την εξουσία, αγνοώντας τις προφανείς καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα ενώ, με τα τελευταία του κατορθώματα, προσέφερε τη ΝΔ στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Απεδείχθη έτσι ότι, όπως και οι άλλοι, ήταν και αυτός ένας πολιτικάντης. Μήπως ο Κουβέλης, ο οποίος, άγνωστο για ποια οφειλόμενα γραμμάτια, ακολούθησε την καταστροφική και συνάμα αυτοκτονική, και για τον ίδιο, πολιτική της συμπαράταξης με τον ΣΥΡΙΖΑ στις προεδρικές εκλογές; Μήπως ο Σταύρος Θεοδωράκης, που εξάντλησε όλες τις προσδοκίες όσων προσέβλεπαν σε αυτόν, γλείφοντας μέχρι το καλοκαίρι του 2015 τον Τσίπρα για να τον προσλάβει ως κυβερνητικό εταίρο στη θέση του Καμμένου; Μήπως η Φώφη Γεννηματά, που κι αυτή κανοναρχούσε διαρκώς ότι το μεγάλο πρόβλημα στην κυβέρνηση Συριζανέλ δεν ήταν η κεντρική συμμορία, αλλά το μικρό παράρτημά της, δηλαδή ο Καμμένος;
Μήπως η αριστερή διανόηση, η οποία στήριξε ομοθυμαδόν τους σαλτιμπάγκους της πρώτης φοράς Αριστερά; Και όμως, τα πράγματα ήταν σαφή ήδη από τον Μάιο του 2012, όταν ένας απαίδευτος αλλά πανούργος νεανίας, μέσα στη σύγχυση που είχε προκαλέσει η κρίση, εμφανίστηκε με μια πρωτοφανή έπαρση ως η «κυβερνώσα Αριστερά». Γιατί, άραγε, εμείς τους καταγγείλαμε, από τότε, ως τυχοδιώκτες και επικίνδυνους; Μήπως κατείχαμε κάποια προορατική ικανότητα; Ή απλώς δεν είμαστε τυφλωμένοι από κάποιον αντικατοπτρισμό οφικίων και εξουσίας; Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ προφανώς και δεν μπορούσε να είναι «κυβερνώσα Αριστερά», με τις δυνάμεις που διέθετε και την κατάσταση των λαϊκών δυνάμεων.
Τα όσα ακολούθησαν έκτοτε ήταν εγγεγραμμένα σε αυτή την αρχική δυναμική. Γι’ αυτό ο υποφαινόμενος και το Άρδην έκαναν ότι μπορούσαν –ατελέσφορα– ώστε να μην υλοποιηθεί αυτό το εφιαλτικό σενάριο και βρεθεί στην εξουσία ο Τσίπρας και η παρέα του. Διότι και την εθνομηδενιστική ιδεολογία τους γνωρίζαμε, και την ανικανότητά τους και τον αμοραλισμό τους και τον τυχοδιωκτισμό εκείνων που είναι ικανοί να τα παίξουν όλα για όλα, αρκεί να βρεθούν στην εξουσία. Ήταν προδιαγεγραμμένες, λοιπόν, οι επαφές με τους Αμερικανούς και η στήριξή τους από αυτούς, ήταν προδιαγεγραμμένη η συμπόρευση με τα υπολείμματα του ΠΑΣΟΚ – γιατί πώς αλλιώς από το 3% θα έφθαναν στο 36%; Ήταν προδιαγεγραμμένες και οι «κωλοτούμπες» που ακολούθησαν.
Και όμως, ακόμα και σήμερα, η συντριπτική πλειοψηφία των ελίτ της χώρας σφυρίζει αδιάφορα ή προσποιείται τον έκπληκτο: «Δεν το περιμέναμε», «μας απογοήτευσε, αλλά και οι άλλοι ήταν χειρότεροι», «με τον ΣΥΡΙΖΑ θα πληγεί ολόκληρη η Αριστερά», άρα ας μην είμαστε τόσο επικριτικοί, «ο Αλέξης μας πρόδωσε» κλπ. κλπ. Και παραμένουν απαθείς μπροστά στην προϊούσα αποσύνθεση, κρύβουν ως στρουθοκάμηλοι το κεφάλι τους στην άμμο, αρνούνται να κινητοποιηθούν, με επιχειρήματα του τύπου «και τι θέλετε, να έλθει ο Μητσοτάκης;» Γι’ αυτό και όταν οι αγρότες κατέβηκαν στην Αθήνα, αντί να ενωθούν μαζί τους σε μια λαοθάλασσα, που θα μπορούσε να πνίξει κυριολεκτικά την κυβέρνηση, άφησαν τους αγρότες μόνους τους, ή μάλλον τους εγκατέλειψαν στα χέρια του ΚΚΕ, που έκανε το παν για να τους ξαναστείλει άπρακτους στα χωριά τους.
Το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι –ιδίως όσοι συμπορεύτηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το καλοκαίρι του 2015– δεν έχουν ακόμη το θάρρος να αναγνωρίσουν το θεμελιώδες λάθος της επιλογής τους, εκτός από τον Μανώλη Γλέζο, που τουλάχιστον ζήτησε συγγνώμη από τους Έλληνες, δεν αποτελεί απλά ζήτημα ηθικής τάξης. Ούτε αποτελεί για εμάς μία εκδικητική εμμονή – του τύπου «εμείς είχαμε δίκιο». Όχι, αποτελεί την προϋπόθεση για την ανάδειξη μιας οποιασδήποτε σοβαρής πρότασης για τη χώρα: Μόνο η αναγνώριση του γεγονότος ότι, από το 2008 τουλάχιστον, με την ασύγγνωστη υποστήριξη μιας μηδενιστικής ψευδοεπανάστασης, αρχίζει μία πορεία η οποία καταλήγει στον Τσίπρα του 2016, μπορεί να επιτρέψει μια νέα αρχή για τα πνευματικά και πολιτικά ζητήματα της χώρας[3]. Η αναγνώριση αυτού του «λάθους» είναι προϋπόθεση για τη συγκρότηση μιας νέας ηθικής και πολιτικής πρότασης που να υπερβαίνει την παλαιά και αποτυχημένη Αριστερά, και την ιδεολογία της.
Σήμερα, που η «κυβερνώσα Αριστερά» απεδείχθη εν τοις πράγμασι καταστροφή για τη χώρα, δεν υπάρχει περιθώριο για κάποια δήθεν «συνεπή» αριστερή πρόταση, τύπου Λαφαζάνη, Ανταρσύας, ή της… συνιστώσας Ζωή/Ραχήλ. Σήμερα, μετά τις τεράστιες καταστροφές που έχουν γίνει, και δυστυχώς δεν έχουν ακόμη τελειώσει, η αρχή θα πρέπει να γίνει με το αίτημα της άμεσης εκδίωξης αυτής της κυβέρνησης και της παράλληλης συγκρότησης ενός αληθινά πατριωτικού, κοινωνικού και δημοκρατικού κινήματος εθνικής σωτηρίας. Όσο αφήνουμε να διαιωνίζεται η σημερινή κατάσταση τόσο πιο δύσκολη θα είναι η ανάταξη της χώρας και τόσο μεγαλύτερο το τίμημα που θα πρέπει να πληρώσει.
[1] Πολλοί από τους πιο επιτήδειους υποστηρικτές στήριζαν τον ΣΥΡΙΖΑ για να αποφύγουν να πληρώσουν λογαριασμούς και χρέη που μπορούσαν να καταβάλουν και σήμερα βαράνε το κεφάλι τους στον τοίχο.
[2] Και αυτό παρά τις ευγενείς φροντίδες του ΚΚΕ, που έκανε ότι μπορούσε για να στομώσει την αγανάκτησή τους, ιδιαίτερα στο διήμερο της καθόδου τους στην Αθήνα. Στον ομογάλακτο αδελφό του ΣΥΡΙΖΑ, στο ΚΚΕ, έχουν μάθει από πολύ παλιά, πώς να ελέγχεις και να σπας τη δυναμική μιας κινητοποίησης, πίσω από επαναστατικά φούμαρα, δήθεν σκληρή φρασεολογία και μια στημένη παρέλαση δέκα τρακτέρ, σε συμπαιγνία με τον Κουρουπλή.
[3] Καθόλου τυχαία, μάλιστα, οι πρωταγωνιστές εκείνου του Δεκέμβρη – από τη μία πλευρά οι πολιτικοί υποστηρικτές του, ο Τσίπρας και οι συν αυτώ, και από την άλλη ο αποτυχημένος «διώκτης» του, ο Παυλόπουλος– καταλαμβάνουν τα δύο ανώτερα αξιώματα της χώρας.