του Γιώργου Καραμπελιά
Μέσα στο οικονομικό αδιέξοδο όπου η πραγματική οικονομία συρρικνώνεται και πάλι, το μεγαλύτερο εσωτερικό πρόβλημα της κυβέρνησης, στην ούτως ή άλλως γενικευμένη κακοφωνία της, είναι η μεταβολή της προέδρου της Βουλής, δηλαδή της υπευθύνου για την τήρηση των διαδικασιών για την ομαλή λειτουργία της νομοθετικής εξουσίας, σε δεύτερο πόλο εξουσίας και μάλιστα σε ανοιχτό ανταγωνισμό με την εκτελεστική εξουσία.
Στην αρχή όλοι το εξέλαβαν ως μια αστειότητα μιας απλώς άπειρης και εξουσιομανούς τελειομανούς. Όμως, είχε ήδη δείξει δείγματα γραφής στην προηγούμενη Βουλή και ήταν προφανώς η πλέον ακατάλληλη για έναν ρόλο που από τη φύση του προϋποθέτει και επιβάλλει συναινετικά χαρακτηριστικά.
Ωστόσο, ο Τσίπρας, για να την «ξεφορτωθεί», την τοποθέτησε στη χειρότερη δυνατή θέση, διότι βέβαια δεν απειλείται με «ανασχηματισμούς», όπως οι υπουργοί, και, για να αλλάξει, χρειάζεται πρώτα πρόταση μομφής από την ίδια την κυβερνητική πλειοψηφία, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο.
Έτσι, με το κύρος μιας προέδρου, που ψηφίστηκε και από την αντιπολίτευση, ανέλαβε, μέσα από διαδικασίες που συνιστούν συνταγματική εκτροπή, να μετατρέψει την προεδρία της Βουλής σε νέο πόλο εκτελεστικής εξουσίας. Πέρα από το εμμονικό του χαρακτήρος του ατόμου, οι στόχοι της είναι διάφανοι, ουσιαστικά, από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε τα καθήκοντά της. Να υπονομεύσει κάθε διαδικασία συναίνεσης στο κοινοβούλιο, εμποδίζοντας έτσι τον πρωθυπουργό να προχωρήσει σε οποιουσδήποτε «συμβιβασμούς», και να μεταβληθεί στον ηγέτη του δήθεν αδιαλλάκτου στρατοπέδου των ψεκασμένων (γι’ αυτό βέβαια έχει και την πλήρη συμπαράσταση της Ραχήλ Μακρή).
Οι διαρκείς ύβρεις και υποτιμητικές παρατηρήσεις προς τους βουλευτές της αντιπολίτευσης, καθώς και οι παραβιάσεις του κανονισμού, όπως συνέβη ήδη από τις πρώτες συζητήσεις στη Βουλή, είχαν συγκεκριμένη στόχευση. Σκόπευαν να εμποδίσουν, για παράδειγμα, την κοινή ψήφιση των νομοσχεδίων για την «ανθρωπιστική κρίση» και να οδηγήσουν σε αποχωρήσεις της αντιπολίτευσης από τη Βουλή. Και αυτό σε πλήρη αντίθεση με τη στρατηγική (όσο υπάρχει κάτι τέτοιο) της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού, που είναι γνωστό πως επιθυμεί συναίνεση με ένα μέρος τουλάχιστον της αντιπολίτευσης και τον Κώστα Καραμανλή.
Αυτή ήταν όμως μόνο η αρχή. Στη συνέχεια, προχώρησε πιο πέρα, με τα διαρκή ανοίγματα στη Χ.Α., δήθεν για την τήρηση των κανονισμών, αλλά στην πραγματικότητα με στόχο να υπονομεύει τη δεξιά, μέσα από τη διατήρηση του χρυσαυγίτικου μορφώματος, όπως είχε κάνει παλαιότερα ο Λαλιώτης με τον Καρατζαφέρη και το ΛΑΟΣ. Στην ίδια κατεύθυνση, της ανάδειξής της στον πόλο της αριστερής αντιπολίτευσης καπελώνοντας τον Λαφαζάνη και τον… Βούτση, έκανε το συμμετρικό άνοιγμα προς τους καταληψίες που εισήλθαν και στο προαύλιο της Βουλής, σε ευθεία αντίθεση με τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου και του υπουργού Προστασίας του πολίτη.
Αποκορύφωμα της ίδιας στρατηγικής είναι η περιβόητη Επιτροπή για το χρέος η οποία, με τον τρόπο που συγκροτήθηκε, συνιστά μίνι συνταγματικό πραξικόπημα. Συνέστησε υπό την προεδρία της μία παράτυπη επιτροπή, χωρίς να καλέσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης να συμμετάσχουν, σέρνοντας τον άβουλο πρωθυπουργό και τον «μένω Παυλόπουλος» πρόεδρο, σε μία φιέστα της πλάκας, ικανή όμως να προκαλέσει τα χειροκροτήματα της ψεκασμένης πτέρυγας των αντιμνημονιακών. Και, όπως φάνηκε, ο μόνος ο οποίος είχε το θάρρος, προς τιμήν του, να αντιδράσει ανοιχτά σε αυτή την τακτική, διότι βρίσκεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τη διαπραγμάτευση για το χρέος που κάνει η κυβέρνηση, ήταν ο Βαρουφάκης. Ο πρωθυπουργός περιορίστηκε σε αμήχανα χαμογελάκια και λογύδρια.
Κατά συνέπεια, βρισκόμαστε μπροστά στη σοβαρότερη διάσταση της κυβερνητικής αποσύνθεσης, που έρχεται να προστεθεί σε όλα τα υπόλοιπα. Εκτός από ελάχιστους υπουργούς που παράγουν ένα κάποιο έργο, όπως ο Κοτζιάς, η Βαλαβάνη κ.λπ., η κυβέρνηση αυτή είναι εντελώς ανίκανη όχι απλώς να διαχειριστεί το τεράστιο ζήτημα του χρέους, αλλά να κυβερνήσει στοιχειωδώς. Χαρακτηριστική είναι η ιλαροτραγωδία που εξελίσσεται για τον ΦΠΑ στα νησιά, όπου τη μία μέρα προτείνεται από τον ένα υπουργό και την άλλη αφαιρείται από τον άλλο, με πρωταθλητή τον Σακελλαρίδη που τη Δευτέρα το υποστήριξε και την Τρίτη το αναίρεσε ο ίδιος. Ή τον τραγέλαφο του υπουργείου Προστασίας του πολίτη (sic) το οποίο έχει έναν υπουργό ο οποίος μεταφέρεται από το υπουργείο Εσωτερικών στο υπουργείο Δικαιοσύνης για να καταλήξει, την Τετάρτη 8 Απριλίου, και πάλι στα χέρια του Βούτση, που μας το ανήγγειλε ο ίδιος τηλεοπτικώς! Όσο για τη ρημάδα τη διαπραγμάτευση, τα Brussels Group και άλλα συναφή, έχει καταστεί ανέκδοτο.
Φταίνε τα τραγούδια του, φταίει κι ο λυράρης
Και όμως, μια σοβαρή κυβέρνηση, δεδομένου ότι πληθαίνουν οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι στην περιοχή και έχει καταστεί πολύ δύσκολη για τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς μια αποπομπή της Ελλάδας από το ευρώ, θα είχε τη δυνατότητα να κερδίσει πάρα πολλά σε μια διαπραγμάτευση, εάν ήξερε τι θέλει και πού πηγαίνει. Αυτό ήδη έχει διαφανεί και από τη δυνατότητα περιορισμού του πρωτογενούς πλεονάσματος και από τη στροφή των Γερμανών μετά την επίσκεψη Τσίπρα.
Όμως, αυτή η κυβέρνηση όχι μόνο δεν ξέρει πού πηγαίνει, μέσα σε μία Βαβέλ κατευθύνσεων, δηλώσεων, αναιρέσεων, αλλά δείχνει παντελώς αδύναμη να ξεπεράσει τα προβλήματα της ασυνεννοησίας, τα οποία αντιθέτως συσσωρεύονται και γίνονται πιο εκρηκτικά. Πολλοί, ανάμεσά τους και ο συγγραφέας αυτού του κειμένου, παρά τις επικρίσεις μου, ελπίσανε πως η κυβέρνηση θα κατόρθωνε να ξεπεράσει σταδιακώς την απειρία και το σοκ των πρώτων ημερών, και να αρχίσει να μαθαίνει, έχοντας μεταφερθεί από τα Λαδάδικα και τα μπαρ του Κολωνακίου στα υπουργικά γραφεία. Απεδείχθη το ακριβώς αντίστροφο. Όσο περνούν οι μέρες, η κυβέρνηση αποσυντίθεται, το αλαλούμ μεγαλώνει και τα κέντρα εξουσίας πολλαπλασιάζονται.
Πρόκειται προφανώς για πρόβλημα που έχει να κάνει με τον ίδιο τον συντονιστή της ορχήστρας. Αποδεικνύεται πως το πρόβλημα δεν είναι απλώς ο ετερόκλιτος χαρακτήρας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά η αδυναμία του Τσίπρα να διαχειριστεί την πιο δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα τουλάχιστο από το ’74 και μετά.
Τα προηγούμενα χρόνια, ήδη από το 2012, θεωρούσα πως η ανάδειξή του ΣΥΡΙΖΑ σε πόλο της πολιτικής ζωής και αξιωματική αντιπολίτευση είχε επιτευχθεί με τυχοδιωκτικό τρόπο από την πλευρά του Τσίπρα. Διεκδίκησε την ανάδειξη του κόμματός του σε «κυβερνώσα αριστερά», ενώ ήταν προφανώς παντελώς ανέτοιμος, όπως αποδεικνύεται και δυόμισι χρόνια μετά και σε πολύ καλύτερες συνθήκες. Πάντως, όλα αυτά τα χρόνια –δεδομένου ότι δεν είχα άμεση ιδία γνώση για τις δυνατότητές του– άκουγα από πολλούς φίλους παρατηρήσεις για τα επικριτικά μου σχόλια, του τύπου «είναι καλό παιδί», «έχει πατριωτικές απόψεις», «δεν συμφωνεί με το κόμμα του, αλλά τον εγκλωβίζουν», κ.λπ., κ.λπ. Παρ’ όλα ταύτα, η δική μου άποψη, όπως διαμορφωνόταν από τη δημόσια εμφάνιση του, ήταν πως μάλλον είχε σημαντικές επικοινωνιακές δυνατότητες και γι’ αυτό εν πολλοίς αντέγραψε το στυλ Ανδρέα, και ήξερε να κερδίζει τους συνομιλητές του, αλλά δεν είχε το επίπεδο ενός ηγέτη ώστε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Άσφαλτο κριτήριο γι΄ αυτό ήταν η αδυναμία του να δημιουργήσει στο εσωτερικό του κόμματός του, μία συγκροτημένη ιδεολογικά και πολιτικά τάση που να αλλάξει το ίδιο του το κόμμα. Και για ένα ανάλογο εγχείρημα διέθετε την ίδια τη δυναμική που του προσέφερε η αποδοχή του από τους πολίτες και η ευρύτατη δημοσιότητά του στο εξωτερικό. Αντ’ αυτού, έμεινε να στηρίζεται σ’ έναν ιδεολογικό πολτό από αντικρουόμενες απόψεις, όπως οι λεγόμενοι «προεδρικοί», χωρίς πραγματική συνοχή και κατεύθυνση, πέρα από τη δίψα για εξουσία.
Δεύτερο σημαντικό γεγονός, για την αποτίμηση των πραγματικών του δυνατοτήτων, υπήρξε το ότι έπεσε στην παγίδα της επίσπευσης των εκλογών, πράγμα πιθανότατα αναγκαίο για διάφορους ανεπάγγελτους του κόμματός του και τους επί ξύλου κρεμάμενους ΑΝΕΛ, όχι όμως και για τον ίδιο, εάν διέθετε στοιχειώδη στρατηγική αντίληψη. Διότι ήταν προφανές πως η πρόκληση εκλογών, με την ευκαιρία της εκλογής του προέδρου της Δημοκρατίας, θα επιτάχυνε και θα επιβάρυνε την κρίση και θα την φόρτωνε στις πλάτες μιας κυβέρνησης αντιμνημονιακής, που θα εγκλωβιζόταν σε μία από τις δύο επιλογές: Είτε την υποταγή στα κελεύσματα των δανειστών, είτε τη ρήξη πέρα από και ενάντια στο επίπεδο και τη βούληση του ελληνικού λαού.
Αντίθετα, μία στρατηγική επιβολής προέδρου της Δημοκρατίας από τον ΣΥΡΙΖΑ και τους συμμάχους του, που ήταν εξασφαλισμένη, δεδομένου ότι ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος ήθελαν να αποφύγουν τις εκλογές, και η προετοιμασία του κόμματός του μέχρι το φθινόπωρο του 2015, θα του έδιναν τη δυνατότητα, τότε, να ανέβει στην εξουσία χωρίς τα αποπνικτικά διλήμματα του σήμερα. Τότε, και από θέση ισχύος, θα μπορούσε να επιβάλει και κούρεμα του χρέους και σημαντικά μέτρα αναίρεσης του μνημονιακού ζουρλομανδύα.
Όμως ο Τσίπρας έχασε την ευκαιρία να μεταβληθεί σε ηγέτη και συμπεριφέρθηκε ως ο primus inter pares μιας ομάδας ανερμάτιστων εξουσιομανών, που φοβόντουσαν ότι, εάν η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ κατόρθωναν να κλείσουν κουτσά-στραβά τη μνημονιακή εποχή, θα έχαναν την «ευκαιρία» και δεν θα μπορούσαν να κερδίσουν στις προσεχείς εκλογές. Αυτή η αντίληψη είναι όχι μόνο εξουσιομανής και τυχοδιωκτική αλλά κυρίως κοντόθωρη. Αντίθετα, είναι βέβαιο πως οι Έλληνες, μετά από έξι χρόνια μνημόνια, θα μαύριζαν τους εκφραστές του μνημονιακού στρατοπέδου, ακόμα περισσότερο μάλιστα όταν θα έπαυαν να φοβούνται για τα χειρότερα – αυτός ο υπαρκτός φόβος εξάλλου διατήρησε τη Ν.Δ. στο 28% και επιτρέπει ακόμα στον Σαμαρά να διατηρεί την ηγεσία της Ν.Δ.
Όλα αυτά απεδείκνυαν πως, δυστυχώς, ο Τσίπρας ήταν απλώς ο ικανότερος ή ο τυχερότερος μέσα στα πλαίσια και τις δυνατότητες της ηγετικής ομάδας και όχι ένας homme d’ Etat, τέτοιον που απαιτούσαν οι συνθήκες και λαχταρούσε ο ελληνικός λαός για να τον βγάλει από την κρίση. Ήδη, είχαν προδιαγραφεί τα όριά του που επικαλύπτονταν απλώς από τις επικοινωνιακές κινήσεις του. Παρ’ όλα αυτά, σε αυτόν επένδυσαν όχι μόνον οι Έλληνες πολίτες αλλά και οι ξένοι ως έναν υπαρκτό πόλο εξουσίας. Γι’ αυτό, εξάλλου, στα καλύτερά του βρίσκεται μόνον όταν είναι στο εξωτερικό ή όταν απευθύνεται σε ευρύτερα ακροατήρια, ενώ έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα εντελώς ανίκανος να κάνει πράξη τα όσα επαγγέλλεται και να κυβερνήσει τη χώρα. Και έχουν πάει στράφι όλες οι παραινέσεις και οι υποχωρήσεις του τύπου «τι να κάνουμε, αυτούς έχουμε», ή «ας αναλάβει επιτέλους να διαλύσει τον “θίασο”» προς όφελος του κοινού (δηλαδή του ελληνικού λαού), θέλοντας να «ξεχάσουμε» την ανικανότητα διακυβέρνησης την οποία επιδεικνύει.
Χαρακτηριστικά είναι και τα όσα συμβαίνουν στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, όπου διαθέτουμε και τα περισσότερα πλεονεκτήματα ακόμα και για τη διαπραγμάτευση για το χρέος. Η κυβέρνηση Τσίπρα, για να ανέβει στην εξουσία, στηρίχθηκε σε μία πρόδηλη συμμαχία με τους Αμερικανούς, για την οποία έχουμε μιλήσει πολλές φορές τους τελευταίους μήνες. Όμως, όπως είχαμε επισημάνει, αυτή η συμμαχία είναι εξαιρετικά ασταθής, τόσο όσον αφορά ζητήματα όπως το κυπριακό, όπου οι Αμερικανοί θέλουν και πάλι να προσφέρουν την Κύπρο στους Τούρκους ως αντάλλαγμα της πρόσδεσής τους στο δυτικό στρατόπεδο, όσο και εξαιτίας του ουκρανικού, που οδηγεί σε μία νέα διαίρεση της Ευρώπης και σε ρήξη με τη Ρωσία.
Όταν λοιπόν η ελληνική κυβέρνηση, στην απελπισία της από τη χρηματοδοτική ασφυξία, ταυτόχρονα με τους Αμερικανούς, στρέφεται προς τη Ρωσία, τότε κινδυνεύει να κάψει και το αμερικάνικο χαρτί και το ρώσικο. Διότι ήδη οι Αμερικανοί έδειξαν τη δυσαρέσκειά τους καλώντας την κυβέρνηση να εκτελέσει τις «μνημονιακές της υποχρεώσεις» (όπως έκανε στις 6 Απριλίου ο υφυπουργός Οικονομικών με τον Βαρουφάκη), παρά τα δωράκια του Καμμένου στη Λόκχιντ και την προσφορά του Αιγαίου για συνεκμετάλλευση. Από την άλλη, επειδή, σε αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να κάνει κάποιο σταθερό και μόνιμο άνοιγμα προς τη Ρωσία, κινδυνεύει να κάψει και το ρώσικο χαρτί. Και όλα αυτά παρά τη φρενήρη δραστηριότητα του υπουργού Εξωτερικών.
Έτσι, οδηγούμαστε όλο και πιο κοντά σε αδιέξοδο. Για να βγει η κυβέρνηση και ο Τσίπρας, τη στιγμή που δεν μπορεί να πειθαρχήσει ούτε τον Βούτση ούτε τον Λαφαζάνη, ούτε προφανώς την Ζωή, είναι υποχρεωμένοι να κάνουν κάποια κίνηση. Και επειδή δεν μπορούν να την κάνουν, αυτή θα έρθει από την πραγματικότητα. Είτε ένα πιστωτικό γεγονός, είτε μία στάση πληρωμών, είτε κάποια άλλη εξέλιξη, όπως εκλογές – έτσι ώστε να πειστεί το κόμμα του να τον ακολουθήσει. Και πάλι δύσκολο. Ένας πρωθυπουργός που αφήνει τον Κατρούγκαλο υπουργό του –ακυρώνοντας το μόνο στοιχείο υπεροχής που διέθετε, ότι δηλαδή δεν έχει μία κυβέρνηση διεφθαρμένων και φθαρμένων– πώς θα μπορέσει να πραγματοποιήσει τις απαραίτητες ρήξεις;
Πώς λοιπόν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει μια παράλληλη εξουσία, την οποία άφησε να διογκωθεί στη Βουλή; Πώς θα κάνει την οποιαδήποτε κίνηση όταν το 40% των στελεχών του, που ακολουθούν τον Λαφαζάνη, επιθυμούν την επιστροφή στη δραχμή; Ο πρωθυπουργός μοιάζει μάλλον με δεμένα τα χέρια. Έτσι μένουμε να παρακολουθούμε, «δειλοί μοιραίοι και άβουλοι αντάμα», μια μεγάλη κρίση που είτε θα εκδηλωθεί με τους τρόπους που προαναφέραμε είτε θα οδηγήσει σε εκλογές ή δημοψήφισμα, ώστε να μπορέσει να ξεφύγει ο κ. Τσίπρας από το ίδιο του το κόμμα.
Είναι όντως μαραζιάρης ο λαός;
Δυστυχώς, πασχαλιάτικα, δεν έχουμε κάποιο αναστάσιμο μήνυμα από το πολιτικό σκηνικό, παρά μόνον ίσως μια αμυδρή ελπίδα ότι οι Έλληνες θα αρχίσουν να ξυπνάνε από τον λήθαργό τους και επιτέλους θα αποτελέσουν έναν ενεργό παράγοντα στις εξελίξεις, πριν συμβούν τα ανεπανόρθωτα.
Τι ακριβώς εννοούμε; Προφανώς, οι πολίτες βρίσκονται παγιδευμένοι σε ένα απόλυτα αδιέξοδο πολιτικό σύστημα. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στις δημοσκοπήσεις, μόλις δύο μήνες πριν, όταν η πλειοψηφία τασσόταν ενάντια στη διεξαγωγή εκλογών, αλλά ταυτόχρονα δήλωνε ότι θα υπερψήφιζε εκείνους που θα την προκαλούσαν! Και το δίλημμα ήταν πραγματικό. Πώς άραγε να υπερψηφίσεις τους μνημονιακούς; Τότε, στις απέλπιδες προσπάθειές μας να αποφευχθεί αυτή η καταστροφική εξέλιξη, εισπράτταμε διαρκώς την ίδια απάντηση: «Ναι, δεν θέλω εκλογές, αλλά άμα γίνουν ….» Δηλαδή, είχαμε εκχωρήσει τις πολιτικές εξελίξεις και την τύχη της χώρας στις κομπίνες του Τσίπρα με τον Κουβέλη και του Καμμένου με τον Χαϊκάλη και τον Λαζόπουλο. Αυτό και μόνον το γεγονός δεν προδιέθετε για θετική εξέλιξη.
Και σήμερα το βλέπουμε ολοφάνερα μπροστά μας. Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων είναι απογοητευμένοι από την κυβέρνηση (το ποσοστό εκείνων που νιώθουν ακόμα «ελπίδα» έχει πέσει στο 11%) αλλά ταυτόχρονα νιώθουν απολύτως εγκλωβισμένοι σε ένα αδιέξοδο. Οι εκλογές έχουν γίνει μόλις πριν από δυόμισι μήνες και η εναλλακτική λύση είναι το δίδυμο που μόλις έχει καταψηφιστεί. Πώς λοιπόν να αναγνωρίσεις ότι και η τελευταία ελπίδα που διαφαινόταν από το υπαρκτό πολιτικό σύστημα απεδείχθη φρούδα; Θα πρέπει να κάνεις βαθύτατες αναθεωρήσεις και προπαντός να εγκαταλείψεις τη λογική της ανάθεσης.
Γι’ αυτό, οι Έλληνες προτιμούν, προσώρας, να κρύβουν το κεφάλι τους στην άμμο, να αποφεύγουν να ασχολούνται με τα πολιτικά τεκταινόμενα, να χαζογελάνε με τις βλακείες της Ζωής, να ξεχνάνε τον Κατρούγκαλο και να κάνουν ότι δεν ακούν πως κυβερνάει «η αριστερά του τίποτα», κατά τον Πανούση. Και βλέπω καθημερινά όσους συνεχίζουν να παίρνουν στα αψήφιστα τη Ζωή, τον Στρατούλη με τις ηρωικές εξόδους του, τον Καμμένο και τους τζιχαντιστές του, τον Σκουρλέτη, να εφαρμόζουν τη στρατηγική της στρουθοκαμήλου, αρνούμενοι να παρακολουθήσουν συστηματικά τα τεκταινόμενα, να ενημερωθούν, για να μη χρειαστεί να αντιδράσουν!
Και όμως αυτή είναι η χειρότερη δυνατή τακτική, διότι όσο η κυβέρνηση και ο Τσίπρας έχουν την εντύπωση πως συνεχίζουν να έχουν την αποδοχή του κόσμου (την οποία στην πραγματικότητα έχουν πλέον μόνο ψιλώ ονόματι), θα συνεχίζουν σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Εάν, αντίθετα, οι Έλληνες αρχίσουν να ξυπνάνε από τον λήθαργο και δείξουν πως δεν ανέχονται ούτε τα συνταγματικά πραξικοπήματα της Ζωής ούτε το κυβερνητικό αλαλούμ, τότε θα στείλουν ένα ισχυρό μήνυμα στην κυβέρνηση. Εξάλλου, αν της διαμηνύσουν ότι δεν μπορεί να συνεχίσει με αυτό τον τρόπο, ίσως προσφέρουν και στον Τσίπρα μια σανίδα σωτηρίας για να κάνει αυτά που μόνος του δεν τολμάει να κάνει.
Όσο αφήνουμε τη ζωή μας και την τύχη της χώρας, για το προβλεπτό μέλλον, στα χέρια αυτής της παρέας, τόσο χειρότερα θα είναι τα πράγματα. Είναι καιρός λοιπόν να υψωθεί κάποια φωνή αντίστασης ενάντια στην καταστροφική εξέλιξη που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια μας και να αντιδράσουμε.
Και έχω την ελπίδα πως ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων βρίσκεται στο ψυχολογικό όριο μετά το οποίο θα αρχίσει να αντιδρά. Τώρα, όλοι ενδόμυχα γνωρίζουν σχεδόν όλα όσα περιγράψαμε. Το ζήτημα είναι να αρχίσουν και να τα αναγνωρίζουν.
Καλή Ανάσταση