Η Συμφωνία της Βάρκιζας και το ΚΚΕ
του ΣΑΚΗ ΜΟΥΜΤΖΗ
Ένα σημαντικό μέρος των ιστοριογράφων του Εμφυλίου Πολέμου –κυρίως αυτό που ερμηνεύει τα γεγονότα από την οπτική της Αριστεράς– αρχίζει την αφήγησή του από τη Συμφωνία της Βάρκιζας και μετά.
Είναι προφανές ότι το ερμηνευτικό σχήμα που συγκροτούν αυτοί οι ιστορικοί, αδυνατεί να ερμηνεύσει νοημόνως το φαινόμενο που αποκλήθηκε «Λευκή Τρομοκρατία». Διότι όταν η αφήγηση αρχίζει από το Φεβρουάριο του 1945, η μόνη εξήγηση για το ότι χιλιάδες απλοί άνθρωποι δημιούργησαν αυθόρμητα σε διάφορες περιοχές της χώρας ασύντακτες ομάδες και άρχισαν να καταδιώκουν ΕΛΑΣίτες, επαφίεται στην ψυχιατρική επιστήμη (ομαδική παράκρουση). Τα γεγονότα όμως έχουν μιαν ιστορική και συνεπώς λογική συνέχεια. Έτσι εάν δεν εξετάσουμε την περίοδο 1943-1944, δεν θα κατανοήσουμε τα όσα έγιναν μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας, καθώς και την ίδια την Συμφωνία, τους όρους της και τα αίτια της κατάρρευσής της. Πιο απλά: Η περίοδος της αποκαλούμενης «Λευκής Τρομοκρατίας» ήταν το φυσικό επακόλουθο της περιόδου της ΕΑΜοκρατίας (1943-1944). Απλώς υπήρξε εναλλαγή των ρόλων: οι θύτες έγιναν θύματα.
Ο ενδιάμεσος σταθμός των δύο περιόδων ήταν η σύσκεψη που κατέληξε στη Συμφωνία της Βάρκιζας (Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου 1945 – Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 1945). Οφείλω να διευκρινίσω ότι κατά τη γνώμη μου, οι δύο περίοδοι (ΕΑΜοκρατία–Λευκή Τρομοκρατία) δεν είναι ομοειδείς, φέρουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, πραγματώνονται σε διαφορετικό διεθνές σκηνικό και ως εκ τούτου, η σύγκριση ενέχει και ερμηνευτικούς κινδύνους. Επί πλέον –κάτι βασικό– τα θύματα της Λευκής Τρομοκρατίας είναι ένα κλάσμα των θυμάτων της ΕΑΜοκρατίας. (Μόνο στην Πελοπόννησο το Σεπτέμβριο του 1944 αναφέρονται 10.000 θύματα του ΕΛΑΣ. Από την άλλη πλευρά η «Λευκή Βίβλος του ΕΑΜ αναφέρεται σε 1.261 δολοφονίες σε όλη την χώρα).
Ας δούμε κάποια στοιχεία που βρίσκονται πίσω από τη Συμφωνία της Βάρκιζας, στοιχεία που φανερώνουν τις προθέσεις με τις οποίες προσήλθαν στη σύσκεψη και οι δύο πλευρές. Προκαταρκτικά δημιουργήθηκε μια ένταση που αφορούσε τη σύνθεση της ΕΑΜικής αντιπροσωπείας. Ο αντιβασιλεύς Δαμασκηνός –με τη σύμφωνη γνώμη των αστικών κομμάτων– ζήτησε να την αποτελούν μόνο κομμουνιστές, έτσι ώστε η υπογραφή τους να μην αφήνει περιθώριο αθετήσεως της συμφωνίας. Η εκτίμηση του αστικού πολιτικού κόσμου ήταν ότι οι κομμουνιστές αποφασίζουν και οι σύμμαχοί τους αποτελούν διακοσμητικά στοιχεία. Έτσι αυτοί και μόνον αυτοί έπρεπε να προσέλθουν στη σύσκεψη. Άλλωστε γνώριζαν οι αστοί πολιτικοί ότι την απόφαση για την Δεκεμβριανή σύρραξη την έλαβε το Π.Γ. στις 27/11/1944 ερήμην των συμμάχων τους, τους οποίους στις συσκέψεις που έγιναν την 1η και την 2η Δεκεμβρίου 1944 τους εξαπάτησαν καθησυχάζοντάς τους ότι ‘η κατάσταση βαίνει προς εκτόνωση».
Το ΚΚΕ λοιπόν, μετά τη ρύθμιση της σύνθεσης της ΕΑΜικής αντιπροσωπείας, προσήλθε στη Σύσκεψη, έχοντας ήδη πάρει την απόφαση –σε κεντρικό επίπεδο– να αποκρύψει το καλύτερο ποιοτικά μέρος του οπλισμού του, που σύμφωνα με όλες τις πηγές, μπορούσε να εξοπλίσει 30.000 περίπου μαχητές. Ας σημειωθεί ότι όταν η καθοδήγηση του ΚΚΕ πήρε αυτή την απόφαση, δεν είχαν εμφανιστεί κρούσματα επιθέσεων κατά ΕΛΑΣιτών. Συνεπώς τεκμαίρεται ότι η απόκρυψη των όπλων αφορούσε επιθετικές προθέσεις. Επιπλέον το ΚΚΕ αποφάσισε να συμμετάσχει στη Σύσκεψη, αφού απέτυχε η αποστολή του Ζέβγου στη Σόφια, για εξεύρεση οπλισμού ώστε να συνεχισθεί ο ένοπλος αγώνας. Ο διάλογος Ζέβγου-Κοστώφ, που αποτυπώνεται στις σελ. 161-166 του βιβλίου «Έγγραφα από τα Γιουγκοσλαβικά και Βουλγάρικα αρχεία» (Επιμ. Κοντης-Σφέτας, Επίκεντρο 2006), είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικός. Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε και την απόφαση του ΚΚΕ για την αποστολή στο Μπούλκες –με ονομαστικούς καταλόγους –όλων αυτών που είχαν «εκτεθεί» κατά την περίοδο της ΕΑΜοκρατίας. Η προστασία τους ήταν η μια πτυχή της λειτουργίας του χωριού Μπούλκες. Η άλλη ήταν η εκπαίδευσή τους και η παραμονή στο χώρο της εφεδρείας, για ό,τι πιθανόν θα επακολουθούσε. Άλλωστε κατά το Ζαχαριάδη «Το Μπούλκες ήταν το χρυσό απόθεμα του κόμματος σε σοσιαλιστική τράπεζα».
Το ΚΚΕ, σύμφωνα με τους όρους της Συμφωνίας ανέλαβε δύο υποχρεώσεις: 1) την παράδοση των όπλων του ΕΛΑΣ και 2) την απελευθέρωση των ομήρων. Δηλαδή τήρησε μόνο τη μια, απελευθερώνοντας μέσα στο Μάρτιο του 1945, 10.000 περίπου ομήρους (περίπου 1.250 είτε είχαν εκτελεσθεί ή πεθάνει καθ’ οδόν). Η άλλη πλευρά, η κυβερνητική, τα αστικά κόμματα ανέλαβαν ουσιαστικά την υποχρέωση –με τους λοιπούς όρους της Συμφωνίας– να επιβάλουν καθεστώς ισονομίας, ισοπολιτείας, τιμωρίας των δοσίλογων και συγκρότηση εθνικού στρατού κατά τρόπο αντιπροσωπευτικό. Μέσα σε αυτό το κλίμα της δημοκρατικής ομαλότητας, προβλεπόταν η διενέργεια πρώτα του δημοψηφίσματος και στη συνέχεια των εθνικών εκλογών. Και βέβαια υπήρχε και το άρθρο 3 που προέβλεπε μιαν ιδιόμορφη αμνηστία που άφηνε όμως εκτεθειμένους χιλιάδες ΕΛΑΣίτες που βαρύνονταν με εγκλήματα κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών. Μάλιστα, το συγκεκριμένο άρθρο στη διασταλτική του ερμηνεία μπορούσε να επεκταθεί– όπως και έγινε– και στα εγκλήματα που διαπράχθηκαν κατά την περίοδο της Κατοχής (ΕΑΜοκρατία). Να τονίσω –κάτι που επιμελώς αποσιωπάται– ότι αυτοί που εξαιρούνται από την αμνηστία του άρθρου 3, είχαν διαπράξει εγκλήματα. Συμμετείχαν σε πρωτόγνωρες θηριωδίες για τα ελληνικά δεδομένα, τόσο κατά τα Δεκεμβριανά όσο και λίγους μήνες νωρίτερα. Συνελήφθησαν, δικάσθηκαν από κακουργιοδικεία σε δύο βαθμούς. Άλλοι καταδικάσθηκαν σε θάνατο, άλλοι σε διάφορες ποινές και πολλοί αθωώθηκαν (η τελευταία δίκη έγινε το 1950 και αφορούσε τις δολοφονίες που διαπράξαν οι ΕΛΑΣίτες στους Γαργαλιάνους).
Το σύνολο των υποχρεώσεων που ανέλαβε η κυβέρνηση Πλαστήρα και τα αστικά κόμματα, ξεπεράστηκε πολύ γρήγορα από τη δυναμική που αναπτύχθηκε σε σημαντικά μέρη της ελληνικής κοινωνίας. Ήταν μια συμφωνία κορυφής που ελάχιστη σχέση είχε με τα υπόγεια ρεύματα που δημιουργούνταν σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας και που πολύ σύντομα ανήλθαν στην επιφάνεια. Εκεί συγκρότησαν το φαινόμενο του «Βιωμένου Αντικομμουνισμού», που πλέον θα παρακολουθούσε την ελληνική πολιτική ζωή μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1950. Ήταν ένα μαζικό, αυθόρμητο και ασύντακτο στην αφετηρία του φαινόμενο, που οι κυβερνώντες δεν μπορούσαν ούτε να προβλέψουν, ούτε να αντιμετωπίσουν. Πρωταγωνιστές όλοι αυτοί που ήταν θύματα, οι ίδιοι ή οι συγγενείς τους, της δραστηριότητας του ΕΛΑΣ και των στελεχών του ΚΚΕ, κατά την περίοδο 1943-1944. Καταδιωκόμενοι πλέον, όλοι όσοι εθεωρούντο ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί των όσων έγιναν αυτήν την περίοδο.
Η κατηγορία που προσάπτεται στις κυβερνήσεις Πλαστήρα, Βούλγαρη και Σοφούλη, ότι δεν καταπολέμησαν το φαινόμενο των αντεκδικήσεων, παραβλέπει το γεγονός οτι κρατική μηχανή με τη μορφή συγκροτημένης κεντρικής εξουσίας δεν υπήρχε το 1945. Αυτοί οι οποίοι στελέχωναν τις τοπικές δυνάμεις επιβολής της τάξεως είτε είχαν υποστεί κατά το παρελθόν επιθέσεις από τον ΕΛΑΣ, είτε διάκεινται ευμενώς προς όλους αυτούς που είχαν δημιουργήσει τις αντικομμουνιστικές ομάδες (το πρώτο μοιραία έφερνε το δεύτερο). Συγχρόνως, η ανεύρεση ομαδικών τάφων με θύματα του ΕΛΑΣ σχεδόν σε όλη την χώρα, καθώς και οι αφηγήσεις στις εφημερίδες σε ημερήσιες συνέχειες των δεινών που υπέστησαν οι απελευθερωθέντες όμηροι (πολλοί από τους οποίους ήταν «επώνυμοι» δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες, ηθοποιοί κ.λ.π.), όξυναν το ήδη φορτισμένο με αντικομμουνισμό κλίμα.
Συνεπώς, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις κλήθηκαν να διαχειριστούν μια κατάσταση σε κάποιες περιοχές της χώρες (Πελοπόννησος, Θεσσαλία, μέρος της Στερεάς Ελλάδος), που αναδύονταν από την βάση της τοπικής κοινωνίας, μια κατάσταση «ιδιωτικής βεντέτας» σε πολίτικο επίπεδο. Για την αντιμετώπιση όλων των παραπάνω, οι διαδοχικές κυβερνήσεις δεν είχαν τα απαραίτητα όπλα επιβολής της βούλησής τους. Έτσι ακόμη και τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση Σοφούλη για την «αποσυμφόρηση των φυλακών» προκάλεσαν ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα σε σχέση με τις προθέσεις της.
Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα της εμφύλιας έντασης που χαρακτηρίζει όλο το 1945, δύσκολα θα μπορούσαμε να αποδώσουμε ευθύνες στις τρεις κυβερνήσεις, ότι εκ προθέσεως οδήγησαν σε κατάρρευση τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για την ηγεσία του ΚΚΕ, που όπως προανέφερα, προσήλθε στη σύσκεψη έχοντας ήδη πάρει την απόφαση της απόκρυψης των όπλων. Αυτή η απόφαση λειτούργησε ως βραδυφλεγής βόμβα, γιατί καθώς η Εθνοφυλακή ανακάλυπτε τις κρύπτες με τον οπλισμό, το πολιτικό κλίμα οξυνόταν ακόμη πιο πολύ.
Όσον αφορά το άρθρο 3 (περί Αμνηστίας) και την υποχώρηση της ΕΑΜικής αντιπροσωπείας, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα.
Μπορεί ο ΕΛΑΣ να είχε διατηρήσει ένα μεγάλο μέρος της δύναμής του στην εκτός Αθηνών Ελλάδα, όμως δεν είχε επάρκεια πολεμοφοδίων για τη συνέχιση του αγώνα. Η άρνηση των Βούλγαρων και των Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών να παράσχουν υλική βοήθεια, συνέβαλε καταλυτικά στο να προσέλθει το ΚΚΕ στη Σύσκεψη της Βάρκιζας. Άλλωστε η ένταση των μαχών σε όλα τα μέτωπα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν άφηνε κανένα περιθώριο στο ΚΚΕ να διακυβεύσει τη συμμαχική ενότητα, συνεχίζοντας τον ένοπλο αγώνα κατά των Βρετανών. Εξάλλου η αποφασιστικότητα που επέδειξε ο Τσώρτσιλ κατά τη Δεκεμβριανή σύγκρουση, προδίκαζε μετά βεβαιότητας και την τακτική που θα ακολουθούσε εάν το ΚΚΕ επέλεγε τη συνέχιση του αγώνα εκτός Αττικής. Τέλος, η ηθική κυρίως ήττα που υπέστη το ΚΚΕ στη μάχη των Αθηνών, λόγω των εγκλημάτων της Ο.Π.Λ.Α. και της Πολιτοφυλακής, είχε ουσιαστικά οδηγήσει σε διάλυση την εαμική συμμαχία. Δηλαδή τον ένοπλο αγώνα θα τον συνέχιζε μόνο του το ΚΚΕ. Συγχρόνως, η υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας από την πλευρά του ΚΚΕ ήταν condition sine qua non για τη διατήρηση της καταρρέουσας ΕΑΜικής συμμαχίας.
Για όλους αυτούς τους λόγους –που τους γνώριζε και η αστική παράταξη- η υπογραφή της Συμφωνίας ήταν μονόδρομος για την ηγεσία του ΚΚΕ. Οι οποιεσδήποτε αντιρρήσεις και ενστάσεις για τους όρους του άρθρου 3 Περί Αμνηστείας, σε καμιά περίπτωση δεν θα οδηγούσαν στην αποχώρηση του ΚΚΕ από τη Σύσκεψη. Άλλωστε, το ότι οι φυσικοί αυτουργοί των εγκλημάτων που διέπραξε η Ο.Π.Λ.Α., η Πολιτοφυλακή, τα Φρουραρχεία, θα ετιμωρούντο, το αντιλαμβάνονταν η ηγεσία του ΚΚΕ, τόσο από τα δημοσιεύματα των αστικών εφημερίδων όλο τον Ιανουάριο του 1945, όσο κυρίως από την εναρκτήρια ομιλία του προεδρεύοντα στη Σύσκεψη, Ι. Σοφιανόπουλου. Η πίεση από την βάση των αστικών κομμάτων για την τιμωρία των ενόχων ήταν μεγάλη και δύσκολα μπορούσαν να την αγνοήσουν οι ηγεσίες τους. Συγχρόνως, η προβολή και η συντήρηση του θέματος της «Κόκκινης βίας», εξυπηρετούσε τη στρατηγική των αστικών πολιτικών δυνάμεων για περιθωριοποίηση του ΚΚΕ και διάσπαση της ΕΑΜινής συμμαχίας.
Έτσι ο υπερτονισμός της παρασκηνιακής δραστηριότητας του Ν. Τσιριμώκου από μερίδα ιστορικών, ώστε να πειστούν οι Σιάντος και Παρτσαλίδης να αποδεχθούν το άρθρο 3, όπως αυτό είχε διατυπωθεί, στερείται ουσίας. Το ΚΚΕ θα υπέγραφε ούτως ή άλλως τη συμφωνία για τους λόγους που προανέφερα. Δεν είχε εκείνη τη στιγμή άλλη διέξοδο.
Η κατάρρευση της Συμφωνίας της Βάρκιζας –που ας σημειωθεί δημοσιεύτηκε στις 23 Μαρτίου 1945 στην εφημερίδα της κυβερνήσεως υπό τον τύπο συντακτικής πράξεως, δηλωτικό των προθέσεων της αστικής παράταξης, οδήγησε σε περαιτέρω όξυνση του πολιτικού κλίματος. Σε καμία περίπτωση όμως δεν ήταν η αιτία που οδηγήθηκε η χώρα στο γενικευμένο εμφύλιο πόλεμο 1947-1949. Αυτός ήταν προϊόν ψυχρής επιλογής του Ζαχαριάδη –όπως προκύπτει από τα διαδοχικά του βήματα και κινήσεις- που προσπάθησε να εντάξει το ελληνικό πρόβλημα στο νεοδιαμορφούμενο διεθνές περιβάλλον του 1946. Την επιλογή του αυτή την οργάνωσε μεθοδικά με τους Γιουγκοσλάβους κομμουνιστές και όταν από το Νοέμβριο του 1946 άρχισε να ρέει μαζικά η βοήθεια προς το νεοσυσταθέντα (28/10/1946) Δ.Σ.Ε., άρχισαν οργανωμένα και συστηματικά πλέον οι επιθέσεις κατά των κυβερνητικών θέσεων με σκοπό τον έλεγχο γεωγραφικών χώρων.
Μια σημαντική παράπλευρη συνέπεια της κατάρρευσης της Συμφωνίας της Βάρκιζας, εμφανίστηκε στις ειρηνευτικές προσπάθειες που έγιναν κυρίως το 1947 για να τερματιστεί ο Εμφύλιος Πόλεμος. Η τραυματική εμπειρία που βίωσαν και οι δύο πλευρές από τη μη τήρηση της Συμφωνίας, αποδυνάμωνε τις όποιες προτάσεις έγιναν. Η μεν κυβερνητική πλευρά επικαλείτο την απόκρυψη των όπλων και τις εφεδρείες του Μπούλκες, δηλώνοντας ότι τίποτε δεν αποκλείει αυτό να ξαναγίνει. Το δε ΚΚΕ με το προηγούμενο των διώξεων που υπέστησαν τα μέλη και τα στελέχη τους κατά την περίοδο 1945-1946, είχε βάσιμες υποψίες ότι θα γινόταν το ίδιο, αφού θα παρέδιδε τα όπλα του ο Δ.Σ.Ε.
Έτσι, η Συμφωνία της Βάρκιζας –με τη συνταγματοποίησή της- αποτέλεσε εκ των πραγμάτων μια στιγμιαία αναλαμπή, μια στιγμιαία ελπίδα, που όπως αποδείχτηκε βρισκόταν έξω από τη δυναμική των αντεκδικήσεων που επικρατούσαν σε κάποιες περιοχές της υπαίθρου και κυρίως έξω από την τριτοδιεθνιστική αντίληψη για τον κοινοβουλευτισμό με την οποία ήταν διαπαιδαγωγημένη η Σταλινική ηγεσία του ΚΚΕ.
Ο Σάκης Μουμτζής είναι συγγραφέας του βιβλίου «ΚΟΚΚΙΝΗ ΒΙΑ, 1943-1946», Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ, 2013.