Το ελληνικό πρόβλημα:
Το κράτος κατοχής και η έξοδος από την κρίση
Γιώργος Κοντογιώργης(Συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)
5. Ποια μπορεί να είναι η διέξοδος; Πρέπει να διευκρινίσω ότι η λύση δεν θα προέλθει από μια επανάσταση της κοινωνίας. Η κοινωνία επέδειξε την απέχθειά της προς το σύστημα και, στο πλαίσιο αυτό, το δρόμο της εξόδου από την κρίση με ποικίλους τρόπους: Με τη στοχοποίηση της κομματοκρατίας και της πολιτικής τάξης ως υπεύθυνων για την καταστροφή της. Με τη δήλωσή της σε ποσοστό 75% ότι θα εγκατέλειπε τη χώρα εάν είχε τη σχετική δυνατότητα. Με την αυξημένη εκλογική αποχή και τη διάθεση αυτοδικίας των πολιτών έναντι της πολιτικής τάξης.
Από την άλλη, είναι μάλλον «ουτοπικό» να αναμένει κανείς την υπέρβαση της δυναστικής κομματοκρατίας, με πρωτοβουλία της ίδιας της πολιτικής τάξης. Απομένει, επομένως, είτε η απόφαση ενός ηγέτη να υπερβεί εαυτόν και να πολιτευθεί ως εάν δεν αποτελεί μέρος της είτε η ολοκληρωτική κατάρρευση των επιλογών της, οπότε από τα συντρίμμια της χώρας θα μπορούσε να αναδειχθεί η διάδοχη κατάσταση. Η πρώτη εκδοχή μοιάζει μάλλον απίθανη αφού η πολιτική τάξη είναι δομικά ταυτισμένη με τη λογική της κομματοκρατίας, οι δε μηχανισμοί των διαπλεκομένων αναδεικνύουν πολιτικούς ηγέτες των οποίων το διαμέτρημα είναι απαγορευτικό για το εγχείρημα. Η δεύτερη λύση, πέραν του ότι δεν υποδεικνύει το αποτέλεσμα, εφόσον συνδυασθεί με ένα απονενοημένο διάβημα της κοινωνίας, ελέγχεται ως ικανή να οδηγήσει τη χώρα σε βαθύτερο αδιέξοδο.
Σε κάθε περίπτωση, η έξοδος από την κρίση με τη διατήρηση ατόφιου του κρατούντος πολιτικού συστήματος, προμηνύεται αφενός τη διαιώνιση του καθεστώτος κατοχής, στο οποίο υπεβλήθη η ελληνική κοινωνία σχεδόν με τη μετάβασή της στο κράτος έθνος, και αφετέρου, μη αναστρέψιμες απώλειες για τη χώρα.
6. Η επισήμανση αυτή δηλώνει ότι αντί, επομένως να κρύβεται κανείς πίσω από το μνημόνιο (και, συγκεκριμένα, το καθεστώς επιτροπείας, στο οποίο παρεδόθη ως μη όφειλε η χώρα και, μάλιστα, χωρίς διαπραγμάτευση), καλείται να λάβει ακαριαία μέτρα ανατροπής του καθεστώτος εσωτερικής κατοχής, στο οποίο εμμένει η πολιτική τάξη, απελευθερώνοντας την κοινωνία από τα πολυσήμαντα δεσμά της. Επείγει ως προς αυτό:
(α) να ανασυγκροτηθεί το πολιτικό σύστημα, με γνώμονα την εγκαθίδρυση μιας θεσμικής ισορροπίας μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Ισορροπία, η οποία δεν είναι προφανώς εφικτή στο πεδίο της πολιτικής δυναμικής, δηλαδή εξωθεσμικά, και, οπωσδήποτε, με πρόσημο την εναλλαγή των φορέων της κομματοκρατίας στην εξουσία. Οι παραδοσιακοί τρόποι πολιτικής δράσης (η απεργία, η διαδήλωση κλπ) έχουν από καιρό ξεπερασθεί μαζί με τις συνθήκες που τους εισήγαγαν. Δεν αρκεί επίσης η επίκληση της δεοντολογίας («ότι οφείλει η πολιτική να αντιπροσωπεύει την κοινωνία»), για να λειτουργήσει το κράτος εν αρμονία με το κοινό συμφέρον. Είναι αναγκαία, εφεξής, η θεσμική ενσωμάτωση του σώματος της κοινωνίας των πολιτών και, σε κάθε περίπτωση, η συνεκτίμηση της κοινωνικής βούλησης, στην πολιτική διαδικασία. Απαιτείται γι’αυτό να θεσμοθετηθούν πρακτικές συναγωγής της συλλογικής βούλησης και ανάρτησής της στο πολιτικό διάλογο, έτσι ώστε να αποτελέσει διακύβευμα των πολιτικών του κράτους. Η επιλογή αυτή εναρμονίζεται με τη γενικότερη εξέλιξη του κόσμου, δεδομένου ότι όσο η οικονομία αυτονομείται από το πολιτειακό περιβάλλον του κράτους και αναπτύσσει το διακύβευμά της διακρατικά, δηλαδή στο σύνολο κοσμοσύστημα, τόσο η κοινωνία θα επιδιώκει την εγκατάστασή της στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος για να αντισταθμίσει την αδυναμία της να επηρεάσει τις αποφάσεις του πολιτικού συστήματος. Η αντιπροσωπευτική προσομοίωση της πολιτείας επάγεται προφανώς την κατάργηση όλων των πυλώνων της κομματοκρατίας, την άμεση υπαγωγή της πολιτικής στη δικαιοσύνη, την απόρριψη του ιδιοτελούς προτάγματος της «διακυβέρνησης», που αναδεικνύει την κατ'εφημισμόν «κοινωνία πολιτών»7, αντί του σώματος της κοινωνίας των πολιτών, σε μέτρο του σκοπού της πολιτικής.
(β) να αναπροσδιορισθεί ο σκοπός του κράτους. Το γενικό/δημόσιο συμφέρον να υποκατασταθεί από το κοινό συμφέρον. Η έννοια του κοινού συμφέροντος προϋποθέτει, εντούτοις, την ανοικοδόμηση του κοινωνικού ιστού, στη βάση μιας ισχυρής συνεκτικής αρχής (ή συλλογικής ταυτότητας) που θα κινητοποιεί τα δημιουργικά αντανακλαστικά της κοινωνίας και θα τα ανάγει σε συλλογική βούληση. Ο συνδυασμός της αντιπροσωπευτικής προσομοίωσης της πολιτείας με την ισχυρή ταυτοτική συλλογικότητα, θα δημιουργήσει μια νέα σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής, που θα αποκλείει την πελατειακή εξατομίκευση της πολιτικής λειτουργίας. Η συνάντηση του σκοπού της πολιτικής με το βούληση/συμφέρον της κοινωνίας των πολιτών, προόρισται να μεταβάλει το κράτος, από δυνάστη της σύνολης κοινωνίας, σε αρωγό του πολίτη, σε εγγυητή της ζωής, της περιουσίας, της ελευθερίας και των δικαιωμάτων του.
(γ) η αντιπροσωπευτική προσομοίωση της πολιτείας προϋποθέτει την εισαγωγή της αρχής του ελέγχειν του πολιτικού προσωπικού, δηλαδή την ολοσχερή κατάργηση της ασυλίας και την προσέγγιση της πολιτικής ευθύνης υπό το πρίσμα της δικαιοσύνης. Συνεπάγεται περαιτέρω την αναγνώριση στα μέλη της κοινωνίας των πολιτών δικαιώματος έννομου συμφέροντος, τόσο έναντι των φορέων του πολιτικού συστήματος όσο και των μελών της διοίκησης και της δικαιοσύνης.
Η καθιέρωση του δικαιώματος αυτού, συνάδει με την εισαγωγή της αρχής του «ελέγχειν» για το πολιτικό προσωπικό και τη διοίκηση, που θα ήταν αυτονόητη εάν το πολιτικό σύστημα προσομοίαζε στοιχειωδώς προς την αντιπροσώπευση. Αν μη τι άλλο, ο πολίτης δικαιούται να έχει λόγο στη διαχείριση της περιουσίας του, αυτής που εκχωρείται στο κράτος μέσω του δημοσιονομικού συστήματος. Δεν νοείται, επίσης, ο βλαπτόμενος από τις αρχές του κράτους πολίτης να μην δικαιούται να υποβάλει σε έλεγχο τον βλάπτοντα ή να αποζημιώνεται από το δημόσιο ταμείο που χρηματοδοτεί ο ίδιος και όχι από τον υπαίτιο. Με απλούστερη διατύπωση, οφείλει να καταργηθεί κάθε νόμος -περί [μη] ευθύνης υπουργών- και να εφαρμοσθούν οι κοινές περί δικαίου διατάξεις που διέπουν όλους τους πολίτες. Ο Αριστοτέλης και ο Πολύβιος μας πληροφορούν ότι στην αντιπροσώπευση και στη δημοκρατία τα εγκλήματα των πολιτικών τιμωρούνται αυστηρότερα επειδή βλάπτουν τους πολλούς. Δεν εξισώνονται με εκείνα των κοινών ανθρώπων και προφανώς δεν τίθενται στο απυρόβλητο. Οπωσδήποτε, είναι επιεικώς απαράδεκτο, οι ρυθμίσεις για την "πολιτική ευθύνη" των πολιτικών, να αποφασίζονται από τους ιδίους σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, η δε απόφαση για τη δίωξή τους και η εκδίκαση της υπόθεσης να ανήκει στους ίδιους.
(δ) Όπως είδαμε, το κράτος της κομματοκρατίας θεωρεί ότι ο ρόλος του τελειώνει εκεί όπου όφειλε να αρχίζει. Εξού και δεν θεωρεί ότι ανήκουν στις αρμοδιότητές του η έννοια της αποτελεσματικότητας και ο έλεγχος των υπηρεσιών του, η κύρωση για την εφαρμογή της νομιμότητας και για την εναρμόνισή του με το κοινό συμφέρον. Η αναστροφή της λογικής αυτής, συνδυάζεται με το γεγονός ότι το κράτος στο σύνολό του είναι άκρως αποτελεσματικό στη διαχείριση του κομματικού συμφέροντος και για την ιδιοποίηση του δημόσιου αγαθού. Το κράτος αυτό πρέπει να εκλείψει ακαρεί. Να ανασυγκροτηθούν εκ βάθρων η διοίκηση, η δικαιοσύνη, οι δυνάμεις της τάξης κλπ, με γνώμονα την ανταποκρισιμότητά τους στις ανάγκες της κοινωνίας. Να αποκτήσει ο κρατικός μηχανισμός επιχειρησιακή διάσταση, με μέτρο όχι ασφαλώς την "αγορά", αλλά τη δημόσια αποτελεσματικότητα και πρόσημο το κοινωνικό συμφέρον.
(ε) να καταργηθεί αμέσως το σύνολο της νομοθεσίας που δεσμεύει την ελευθερία της κοινωνίας και την μεταβάλει σε αναγκαστικό υποζύγιο της διαπλοκής και της διαφθοράς. Να γίνει σαφές στην πολιτική τάξη (και στην απολογητική νεοτερική διανόηση) ότι η οικονομική πολιτική που προάγει την εξουθένωση, την ταπείνωση και την περιαγωγή της κοινωνίας στην εργασιακή, εισοδηματική και ιδιοκτησιακή εξαχρείωση, προσήκει στο καθεστώς της ανομίας και στις σχέσεις δύναμης, που σταδιοδρομούν στην πρωτο-ανθρωποκεντρική φάση που διέρχεται η εποχή μας, όχι στην φύση της σύνολης εξέλιξης. Με άλλα λόγια, μια οικονομική πολιτική με πρόσημο την πρόοδο συνάδει με την απελευθέρωση των δημιουργικών δυνάμεων της κοινωνίας, είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ανάδειξη της «πολιτικής αγοράς», δηλαδή της κοινωνικής βούλησης, σε ρυθμίζουσα παράμετρο, από την οποία αντλούν λόγο ύπαρξης το κράτος και, φυσικά, η «οικονομική αγορά». Μια υπεροχή που απαιτεί την άρση της πολιτικής κυριαρχίας του κράτους επί της κοινωνίας των πολιτών.
7. Οι ανωτέρω πολιτικές εισάγουν ως πρόκριμα ότι ο πολιτικός ηγέτης έχει επίγνωση του διακυβεύματος που εγείρεται ενώπιον του κόσμου στην εποχή μας και την βούληση να υπερβεί τη συγκυρία των συσχετισμών, αντί να παραμένει απλός διαχειριστής του κρατούντος συστήματος. Να γνωρίζει, σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Ελλάδα, ότι η έξοδος από την κρίση, χωρίς την ανήκεστη συντριβή της, απαιτεί την εκ βάθρων ανασυγκρότηση του παρόντος κράτους, ως πολιτικού συστήματος και ως διοίκησης.
Είναι προφανές ότι η άρση της αιτίας της κρίσης και, εν προκειμένω, της κομματοκρατίας, δεν μπορεί να γίνει από μια κυβέρνηση που θα αποτελείται από κομματικά ενεργούμενα και «φίλους» ή συνεργούς της καταστροφής, αλλά από μέλη της κοινωνίας που αναγνωρίζονται για τη βαθιά γνώση του διεθνούς διακυβεύματος και του ελληνικού προβλήματος και των οποίων η «πολιτεία» εγγυάται την προσήλωσή τους στο κοινό συμφέρον και στην ελευθερία της. Η ανατροπή της κομματοκρατίας απαιτεί την παράκαμψη του συνόλου της πολιτικής τάξης, από την Αριστερά έως τη Δεξιά της πτέρυγα. Η υπέρβαση αυτή, αφορά κατ’επέκταση και στο περιεχόμενο του προγραμματικού πολιτικού λόγου. Η επικέντρωση της συζήτησης στο δίλημμα υπέρ ή κατά του μνημονίου υποδεικνύει το δρόμο που θα επιλεγεί για την τελειωτική καταστροφή. Το διακύβευμα της υπέρβασης ανάγεται στην αναίρεση του δυναστικού κράτους που συντηρεί η κομματοκρατία και, υπό το πρίσμα αυτό, στην επανεξέταση του συνόλου των πολιτικών του.
Ευλόγως, λοιπόν, επανέρχεται το ερώτημα. Ποιός άραγε ο ηγέτης που θα αναλάβει την απελευθέρωση της κοινωνίας ή μήπως η τελευταία θα υποχρεωθεί να αναζητήσει, υπό το βάρος της κατάρρευσης, τρόπους για τη διάσωσή της;
Διαπιστώσαμε ήδη ότι ο ηγέτης που θα οδηγήσει στην υπέρβαση της κομματοκρατίας δεν μπορεί να προέλθει από την κρατούσα πολιτική τάξη και τους διαπλεκομένους συγκατανευσιφάγους που την περιβάλλουν. Πριν από χρόνια, διαβλέποντας το αναπόφευκτο της καταστροφής, διατύπωνα την άποψη ότι η υπέρβαση του φαυλοκρατικού καθεστώτος θα γινόταν μόνο μέσα από το αδιέξοδο μιας μείζονος κρίσης, στην οποία θα οδηγείτο τελικά η χώρα. Φαίνεται, ωστόσο, ότι τα θεμέλια της κομματοκρατίας και των δυνάμεων της διαπλοκής που τη στηρίζουν, είναι βαθιά, ενώ η παράδοση της χώρας στη διεθνή επιτροπεία δημιούργησε ένα επαρκώς ανθεκτικό μείγμα, αποτρεπτικό στην εκκόλαψη του νέου. Εξού και οι επιπτώσεις της κρίσης θα είναι για τη χώρα οδυνηρές. Η άποψη που διατυπώνουν ορισμένοι ότι είναι δυνατή η έξοδος από την κρίση με τη διατήρηση του κρατούντος πολιτικού συστήματος και μέτρο τον εξαναγκασμό του από την τρόικα σε μεταρρυθμίσεις είναι κατά τη γνώμη μου εξίσου εσφαλμένη. Διότι η έξοδος αυτή, πέραν του ότι μεταθέτει το βάρος αποκλειστικά στην κοινωνία, θα διαιωνίσει το καθεστώς της κατοχής της και θα συνοδεύεται από το στίγμα της βέβαιης υποτροπής. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η προοπτική αυτή είναι, από τη φύση της, επικίνδυνη, αφού υπονοεί ότι το συμφέρον της κοινωνίας συνάδει με εκείνο των ξένων δυνάμεων και όχι με το εθνικό της κράτος.
8. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κρίση είναι διεθνής. Όμως, η Ελλάδα κάνει τη διαφορά. Η τωρινή κρίση προστίθεται στην αλυσίδα σειράς καταστροφών που επισώρευσε το νεοελληνικό κράτος επί της ελληνικής κοινωνίας. Θα έλεγα, μάλιστα, ότι η κρίση αυτή προετοιμάσθηκε ιδεολογικά, τα τελευταία χρόνια, από την κρατική διανόηση, ενόσω η λεηλατική ιδιοποίηση του δημόσιου αγαθού και η ομηρία της κοινωνίας, έπαιρναν εμφανείς διαστάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, η αναφορά στη βούληση και το συμφέρον της κοινωνίας εξομοιώθηκε με τον λαϊκισμό, η δε επίκληση της εθνικής συλλογικότητας ως αναχώματος στην καθυπόταξη του κράτους στις «νομοτέλειες» της ιδιωτικής οικονομίας, ενοχοποιήθηκε ως ταυτολογία του εθνικισμού. Τα «δικαιώματα» αποτέλεσαν το επιχείρημα για την ολοκληρωτική επίθεση της κρατικής διανόησης εναντίον της ελευθερίας της κοινωνίας και, περαιτέρω, για την υποβάθμιση της εργασίας του πολίτη στην κατηγορία του εμπορεύματος. Μια ομοβροντία δημοσιευμάτων προέβαλαν, την περίοδο αυτή, τον κίνδυνο που στοιχειοθετούσε η «πλειοψηφία» για τα δικαιώματα. Έχει ενδιαφέρον να προσεχθεί ότι η «πλειοψηφία», η οποία κινητοποιεί τα ολιγαρχικά αντανακλαστικά της κρατικής διανόησης, συνέχεται με την εγκιβωτισμένη στον ιδιωτικό χώρο κοινωνία και όχι, προφανώς, με μια πολιτειακά δομημένη (ως δήμος) κοινωνία των πολιτών, διαθέτουσα, ως εκ τούτου, ιδίαν θεσμική βούληση. Η προοπτική ακριβώς αυτή είναι που τρομάζει τις δυνάμεις της (πνευματικής και πολιτικής) ολιγαρχίας, δεδομένου ότι η πολιτειακή δόμηση της κοινωνίας των πολιτών είναι απολύτως αναιρετική της διαπλοκής των ομάδων συμφερόντων με την πολιτική εξουσία και, προφανώς, του δυναστικού κράτους της κομματοκρατίας. Τα ανωτέρω, σε συνδυασμό με τον τρόπο προσέγγισης της κρίσης, επιβεβαιώνουν ότι η κατεστημένη άρχουσα τάξη δεν είναι προετοιμασμένη να επεξεργασθεί πολιτικές ολικής ανατροπής του φαυλοκρατικού καθεστώτος της κομματοκρατίας, εναρμονιζόμενη με την Ελλάδα της δημιουργίας και του πολιτισμού, κυρίως δε προς έναν κοινωνικό σκοπό της πολιτικής, που θα διαρρήγνυε τη σχέση της με εδραιωμένα συμφέροντα και πολιτικές νοοτροπίες δυναστικού τύπου.
Αυτός είναι ο λόγος που με κάνει να επιμένω ότι η λύση στο ελληνικό πρόβλημα δεν διέρχεται από την εναλλαγή στην εξουσία, ουδέ καν από την παράκαμψη του πολιτικού προσωπικού που λειτουργεί την παρούσα κομματοκρατία. Διότι στη θέση της θα εγκατασταθεί μεσοπρόθεσμα, μόλις καταλαγιάσει η κρίση, μια άλλη, δυναστική πολιτική τάξη. Η λύση έγκειται στη μεταβολή της σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Η οποία θα διέλθει αποκλειστικά από την αναίρεση του προ-αντιπροσωπευτικού κράτους, το οποίο, όντας αναντίστοιχο με το πολιτικό ανάπτυγμα της ελληνικής κοινωνίας, οδηγεί στην κομματοκρατία. Ο εκσυγχρονισμός αυτός του πολιτικού συστήματος της χώρας μπορεί να επισυμβεί μόνο με τη θεσμική ενσωμάτωση της κοινωνίας των πολιτών –ή, κατ’ελάχιστον, της κοινωνικής βούλησης- στην πολιτεία, δηλαδή με την αντιπροσωπευτική προσομοίωση του πολιτικού συστήματος.
Τα ανωτέρω, μας επαναφέρουν, επομένως, στην αρχική μας διαπίστωση ότι η αιτία της κρίσης προδικάζει και το αδιέξοδο της χώρας. Διότι τα θεμέλια της κομματοκρατίας -και των δυνάμεων της διαμεσολάβησης και της διαπλοκής που τη στηρίζουν- είναι βαθιά, ενώ η παράδοση της χώρας στη διεθνή επιτροπεία ενίσχυσε την ανθεκτικότητα του μείγματος που λειτουργεί αποτρεπτικά στην εκκόλαψη του νέου. Παρουσιάζεται έτσι το φαινόμενο, εκείνοι που οδήγησαν τη χώρα στην καταστροφή να εμφανίζονται ως τιμητές και, μάλιστα, να επιμένουν ότι αυτοί είναι οι μόνοι κατάλληλοι να την σώσουν. Δεν αναλογίζονται ότι με τον τρόπο αυτό επιβαρύνουν περαιτέρω τη θέση τους καθώς ομολογούν ότι οδήγησαν τη χώρα στην κρίση εν επιγνώσει. Όλα δείχνουν ότι η παρούσα θέση της χώρας προσομοιάζει πλήρως με εκείνη του 1897 8.
Σε κάθε περίπτωση, η διαιώνιση της αναντιστοιχίας αυτής μεταξύ του πρωτο-ανθρωποκεντρικού κράτους της νεοτερικότητας με το ανθρωποκεντρικό ανάπτυγμα της ελληνικής κοινωνίας, εξηγεί γιατί ο ελληνισμός δεν συνήλθε ακόμη από τις συνέπειες της ήττας που ολοκληρώθηκε με την είσοδό του στο κράτος έθνος. Το παρήγορο του πράγματος, έγκειται, ωστόσο, στο ότι η ίδια η νεοτερικότητα έχει αρχίσει, αμυδρά, να διακρίνει στην αναντιστοιχία αυτή, την αιτία του δικού της προβλήματος9.
Σημειώσεις
1) Για τον χαρακτήρα της παγκόσμιας κρίσης, την οποία αναγγείλαμε με κείμενο μας το 2007, όπως και για την ιδιαιτερότητα της ελληνικής κρίσης, βλέπε το βιβλίο μου, 12/2008. Οι νέοι, η ελευθερία και το κράτος, Εκδόσεις Ιανός, Αθήνα, 2009, σελ. 9-102, 193 επ..
2) Σε πλήθος έργων μου παλαιόθεν, όπως στα Histoire de la Grece, Editions Hatier, Παρίσι, 1992. "Ο πόλεμος του 1897 και ο Δημήτριος Βικέλας," στο Η Μελέτη, τ. Ε΄, Αθήνα, 2010, σελ. 545-565. "Το διακύβευμα της μικρασιατικής εκστρατείας και οι σταθερές του νεοελληνικού κράτους" κ.α.
3) Βλέπε σχετικά το έργο μου, Η ελληνική δημοκρατία του Ρήγα Βελεστινλή, Παρουσία, Αθήνα, 2008.
4) Βλέπε σχετικά στο έργο μου, "Η κομματοκρατία ως πολιτικό σύστημα", στο Η δημοκρατία ως ελευθερία. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, Πατάκης, Αθήνα, 2007, σελ. 689 επ.
5) Περισσότερα, στα κεφάλαια, "Δικαιοσύνη και πολιτικό σύστημα" και "Διαφθορά και πολιτικό σύστημα" του βιβλίου μου, Η δημοκρατία ως ελευθερία, όπ.παρ.
6) Όπως έχω καταδείξει στο ανωτέρω έργο μου, το σημερινό πολιτικό σύστημα δεν είναι ούτε αντιπροσωπευτικό ούτε πολλώ μάλλον δημοκρατικό. Και σε κάθε περίπτωση δεν γίνεται να είναι και τα δυο, αφού αυτά μεταξύ τους είναι ασύμβατα και ως εκ τούτου δεν μπορούν να συνυπάρξουν.
7) Δηλαδή τις συντεταγμένες ομάδες που διακινούν επιμέρους συμφέροντα, νέμονται το δημόσιο αγαθό και υπαγορεύουν το περιεχόμενο του πολιτικού κόστους. Για το μείζον αυτό ζήτημα, που σχεδιάσθηκε για να υπηρετήσει αυθεντικά την πολιτική κυριαρχία της αγοράς, βλέπε το οικείο κεφάλαιο στο βιβλίο μου Η δημοκρατία ως ελευθερία, όπ.παρ.
8) Αρκεί να αντιμεταθέσει κανείς το χρόνο και το περιεχόμενο της κρίσης για να πιστοποιήσει ότι πόσο η σημερινή πραγματικότητα δεν άλλαξε στο παραμικρό από εκείνη του 1897. Βλέπε σχετικά το έργο μου "Ο πόλεμος του 1897 και ο Δημήτριος Βικέλας", όπ.παρ.
9) Πολλά από τα παραπεμπόμενα κείμενα στο εδώ πόνημα, ο αναγνώστης μπορεί να τα αναζητήσει στην ιστοσελίδα του συγγραφέα: http://contogeorgis.blogspot.com/ ή απλώς "κοσμοσύστημα"
Πηγή: http://infognomonpolitics.blogspot.com/2011/09/blog-post_7958.html?utm_source=feedburner&utm_medium=email&utm_campaign=Feed%3A+InfognomonPolitics+%28InfognomonPolitics%29
Ο Γιώργος Κοντογιώργης γεννήθηκε το 1947 στο Νυδρί Λευκάδας. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο Αθηνών και πολιτική επιστήμη στο Παρίσι, όπου έγινε διδάκτορας. (Doctorat d' Etat). Το 1980 έγινε υφηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης ενώ από το 1976 διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρώτος Γραμματέας της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης (1975-1981), Πρύτανης της Παντείου (1984-1990), μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου και του Συμβουλίου Ερευνών του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας (1985-1994), Γενικός Διευθυντής (1985) και Πρόεδρος - Δ. Σύμβουλος (1989) της ΕΡΤ, Υπηρεσιακός Υφυπουργός Τύπου (1993) κ.α. Η συμμετοχή του σε πρωτοβουλίες όπως -μαζί με τον Ι. Κίννα και τον Γ. Νοταρά- για την επανίδρυση της ΕΕΠΕ, η πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση που οργάνωσε από τη θέση του Πρύτανη της Παντείου και οδήγησε στη μετεξέλιξη των πέντε Ανωτάτων Σχολών της χώρας σε Πανεπιστήμια, η επεξεργασία της ιδέας και η εν συνεχεία συμμετοχή του στη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πολιτικής Επιστήμης, αποτελούν ενδεικτικές πτυχές μιας δημόσιας παρουσίας που συνάδει επίσης με το στίγμα της "δημοκρατικής άνοιξης" των Μ.Μ.Ε. που ο ίδιος επιχείρησε σε δυο περιστάσεις, από τη θέση του διευθύνοντος την ΕΡΤ. Ο Γ. Κοντογιώργης έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής σε πολλά ξένα πανεπιστήμια, όπως το ΙΕΡ του Παρισιού, του Μονπελλιέ, της Λουβαίν, των Βρυξελλών, του Κεμπέκ, του Τόκιο, της Σαπιέντζα (Ρώμη), της Φλωρεντίας, του Autonoma της Βαρκελώνης, της Μαδρίτης, του Πεκίνου κ.α.