(Συνέχεια από την προηγούμενη ανάρτηση)
Στο Χριστό στο Κάστρο
Έκαμψαν το Καλαμάκι και ακόμη δεν είχε χαράξει. Ήρχισε μόλις να γλυκοχαράζη πέραν της αγκάλης του Πλατάνια. Έφεξαν εις τον Στρουφλια, αντίκρυ του τερπνού και συνηρεφούς δάσους των πιτυών, εξ ου η θέσις ονομάζεται Κουκ’ναριες. Τότε οι επιβαται είδον αλλήλους υπό το πρώτον λυκόφως της ημέρας, ως να έβλεπαν αλλήλους πρώτην φοράν. Πρόσωπα ώχρα και χείλη μελανά, ρίνες ερυθραί και χείρες κοκκαλιασμέναι. Η θειά το Μαλαμώ είχεν αποκοιμηθή δις ήδη υπό την πρύμνην, όπου έσκεπε το πρόσωπόν της με την μαύρην μανδηλαν ως την ρίνα, με την ρίνα σχεδόν ως τα γόνατα. Ο κύρ Αλεξανδρής είχε πάρει δυο τροπάρια παραπλεύρως αυτής, ονειρευόμενος ότι ήτο ακόμη εις την κλίνην του και απορών πώς, αύτη εκινείτο ευρύθμως ως βρεφικόν λίκνον. Ο υιός του παπά, ο Σπύρος, έκαμνε συχνές μετάνοιες, και όσον αίμα είχεν, είχε συρρεύσει όλον εις την ρίνα του, ήτις ήτο και το μόνον όρατον μέλος του σώματός του. Η παπαδιά, εν τη ευσεβεί φιλοστοργία της, είχε κρίνει ότι ώφειλε να τον πάρη μαζί, αφού δι αυτόν ήτο το ταξιμον. Τον απεσπασεν αποτομως της κλίνης, τον ένιψε και τον ενέδυσε με δίπλα υποκάμισα, δυο φανελλας, χονδρόν μάλλινον γελέκιον, διπλούν σακκάκι κι επανωφόρι, και περιετυλιξε τον λαιμόν του με χνοώδες ολομάλλινον μανδήλιον, ποικιλόχρουν και ραβδωτόν, μακρόν καταπίπτον επί το στέρνον και τα νώτα. Τώρα, παρά την πρύμνην, αριστερόθεν του παπά καθήμενη, αριστερά της είχε τον Σπύρον, και ζητούσα αυτομάτως να ψηλαφήση τους βραχίονας και το στήθος του, δεν εύρισκε σχεδόν σάρκα υπό την βαρείαν σκευήν, δι ής είχε περιχαρακώσει τον υιόν της. Ο παπάς, όστις δεν είχεν αποβάλει την φαιδρότητά του, ουδ’ έπαυε ν’ ανταλλάσση αστεϊσμούς και σκώμματα με τον μπαρμπα-Στεφανήν, στρεφόμενος προς αυτήν ενίοτε της έλεγε:
«Νά, γι αυτόνε το Λαμπράκη, το γυιό σου, τα παθαίνουμε αυτά, παπαδιά».
«Και τί πάθαμε, με τ’ δυναμ’ τ’ Θεού;» απήντα η παπαδιά, ήτις, κατά βάθος, πολύ ανησυχεί με αυτό το παράτολμον ταξιδιον. Ευτυχώς, η παρουσία του παπά της έδιδε θάρρος.
«Δε μ’ λές, παπαδιά» είπε με την τραχείαν φωνήν του ο μπαρμπα-Στεφανής, θελήσας ν’ αστεϊσθή και με την πρεσβυτέραν, «δέ μ’ λές, γιατί λένε: Κυρι’ ελέησον, παπαδιά! πέντε μήνες δυο παιδιά»;
«Γιατί, μαθές, το λένε;» απήντησε χωρίς να πειραχθή η πρεσβύτερα. «Πάρε παράδειγμα από μενα. Οχτώ γέννες, δέκα παιδιά».
«Θα πή, το λοιπόν, πώς οι παπαδιές είναι πολύ καρπερές. Μα γιατί;»
«Γιατί οι παπάδες δε λείπουν χρονοχρονικης από κοντά τους» είπεν η θειά το Μαλαμώ.
«Νά, το Μαλαμώ πάλι το κατάλαβε» είπεν ο παπάς, «δέν σάς το λεγα εγώ; Εσύ κι ο εξάδερφός σου ο Αλεξανδρής» — εννοών τον ψάλτην — «έχετε μεγάλον νού».
Ο παπάς δεν έπαυε ν' αστεΐζεται με όλας τάς εν τώ πλοιαρίου ενορίτισσάς του. Εις την μίαν έλεγε:
«Μα κείνος ο Θοδωρής» —εννοών τον άνδρα της— «κοιμάται όταν τα φτιάνη αυτά τα παιδιά;» Εις την άλλην: «Μα δεν είναι καμμία πού να μή θέλη παντρειά! Εγώ έχω στεφανωμένα, τριάντα χρόνια τώρα, παραπαν από διακόσια ανδρόγυνα, και καμμία δεν ευρεθή να πή πώς δεν θέλει!»
Αλλά το κυριωτερον θύμα του παπα-Φραγκούλη ήτον ο Αλεξανδρής ο ψάλτης. Έξαφνα τον ηρώτα:
«Δε μου λές, Αλεξανδρή, τί θα πή, τώρα, στην καταβασία των Χριστουγέννων, ‘ο ανυψώσας το κέρας ημών’; Ποιός ειν αυτός ο ανυψώσας;»
«Νά, ο ανιψιός σας» απήντα ο κύρ Αλεξανδρής, μή εννοών άλλως την λέξιν.
«Και τί θα πή ‘σκύλα Βαβυλών της βασιλίδος Σιών;» ηρωτα πάλιν ο παπάς.
«Νά, σκύλα Βαβυλών» απήντα ο ψάλτης, νομίζων ότι περί σκύλας πράγματι επρόκειτο.
Ταύτα ελεγοντο ενόσω ήτο υπήνεμος η βάρκα, με τάς κώπας βραδυπορούσα, δεξιόθεν παραπλέουσα τον Αναγυρον και τον Ασέληνον, αριστεροθεν πελαγωμένη αντίκρυ των Τρικέρων και του Αρτεμισίου. Ο παπα-Φραγκούλης εκάθητο κυβερνών εις το πηδάλιον, οι άλλοι εβοήθουν εις την κωπηλασίαν. Και αυτός ο κύρ Αλεξανδρής, αν και ατζαμής περί τα ναυτικά πράγματα, ησθάνθη την ανάγκην να κωπηλατήση διά να ζεσταθή. Κι η θειά το Μαλαμώ εκωπηλατησε σχεδόν επί ημισείαν ώραν. Ευτυχώς, αν και εκρύωναν όλοι, και αι ψυχραί ριπαί αι κατερχομεναι από των χιονοφόρτων ορεων εξυριζον τα ώτα και τους λαιμούς τών, ειχον όμως τους πόδας θερμούς, το ευεργετικόν τούτο αποτέλεσμα της γειτνιάσεως του πόντου. Ο ήλιος είχε προβάλει από τα σύννεφα επ' ολιγας στιγμάς («ήλιος με τα δόντια γριά με τα χταπόδια!» ανεκραξεν ο Λαμπράκης) διότι, ενώ την νύκτα ηθρίαζε κι εγίνετο «ο ουρανός καντήλι», την ημέραν συνηγοντο πάλιν τα νέφη, και ο βορράς εφαινετο υποχωρών εις τον απηλιωτην, ως να ηπειλείτο βροχη· αλλά μόλις επροβαλε, κι εφάνη ως να έβλεπε ποιά ήτο η υψηλότερα και εγγύτερα κορυφή εκ των κατάλευκων ορεων ολόγυρα, η του Πηλίου ή η του Όθρυος, διά να σπεύση το ταχύτερον να κρυφθή. Αλλά τα νέφη σωρευθέντα πάλιν τον απήλλαξαν του κόπου τούτου.
Η ακριβής απόστασις από του μεσηβρινου λιμένος έως το βορεινοτερον άκρον της νήσου, όπου έπλεον, θα ήτο ως δέκα ναυτικών μιλιών. Ο παπάς εβλεπεν ότι ηθελον νυκτώσει, πριν φθασωσιν εις το Κάστρον. Ήτο μεσημβρία ήδη, και δεν έφθασαν ακόμη εις την Κεχρεαν, την ωραίαν μελαγχολικήν κοιλάδα με τάς ελαιοφύτους κλιτύς, με τον Αραδιαν, τον πυκνόν όρυμωνά τής, με το ρεύμα και τάς πλάτανους και τους νερόμυλούς της. Όταν έφθασαν εις την Κεχρεαν, συνέβη εκείνο το όποιον ο μέν κακομαντις Πανάγος προελεγεν, ο δε Στεφάνης δεν ηγνοει, και ο παπα-Φραγκούλης προεβλεπεν. Είτε τροπή εις τον μαίστρον ήτο, είτε αποθαλασσια και μπουκάρισμα του κόρφου, τα κύματα ηρχισαν να ογκούνται καταπρωρα του μικρού σκάφους, και η βάρκα με το λευκόν πανίον της, και με τον φλόκκον και την αντέννα της, ήρχισε να σκιρτά επί των κυμάτων, όμοια με Ελληναλβανόν χορευοντα ηρωικούς χορούς, με τον λευκόν χιτώνα ανεμίζοντα, με τον ένα βραχίονα τριγωνοειδή εις την μέσην, με τον άλλον υψιτενή και παίζοντα τα δάκτυλα. Αι γυναίκες ηρχισαν να δειλιώσιν. Η θειά το Μαλαμώ ηρώτα τον παπά αν δεν ήτο καλόν ν' αποβιβασθώσι και ανελθωσιν εις την Παναγίαν την Κεχρεάν να λειτουργήσωσιν, όπως εορτασωσιν εκεί τα Χριστούγεννα. Ο κύρ Αλεξανδρης, ζαλισθείς, εζαρωσεν εις μίαν γωνιάν, και οι άλλοι επιβάται μεγάλως ανησύχουν. Μόνον δυο άνδρες δεν εδειλίασαν, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο παπα-Φραγκούλης.
Εις των επιβατών επρότεινε ν' αραξωσι προσωρινώς εις την Κεχρεάν, έως ότου κοπάση ο άνεμος. Ο Στεφάνης και ο ιερεύς συνεννοούντο διά νευμάτων. Απείχον ακόμη από το Κάστρον υπέρ τα τρία μίλια. Δυο μέσα ηδυναντο να δοκιμάσωσιν, αν τα εύρισκον τελεσφόρα· η να συστειλωσι τα ιστία και να προχωρήσωσι με τάς κωπας, καταφρονούντες τον αφόρητον, διά τάς γυναίκας μάλιστα, σάλον, περιβρεχόμενοι από τα θραυόμενα και εισπηδώντα εις το σκάφος κύματα, ριγούντες και δεινώς πάσχοντες, ή ν' αποβιβασθώσιν εις την ξηράν και να δοκιμάσωσιν αν θα εύρισκον ορμίσκον τινά, ουχί πολύ πλακωμένον από την χιόνα, ώστε να είναι βατός εις ανθρώπους. Πτυάρια και αξίνας δυο τρεις είχε πάρει μαζί του ο Βασίλης της Μυλωνούς, προβλέπων ότι ίσως θα εχρησιμευον διά ν' ανοίξη δρόμον προς ανεύρεσιν του αποκλεισμένου αδελφού του. Ο παπα-Φραγκούλης απεφανθη ότι, αφού εξ άπαντος θα ενύχτωναν, κάλλιον θα ήτο να δοκιμάσωσι το πρώτον, διότι κέρδος θα ήτο, είπεν, όσον ολίγον και αν ηδύναντο να προχωρήσωσι διά θαλάσσης, και ύστερον θα είχον καιρόν να καταφύγωσι και εις την δευτέραν μέθοδον.
Ήδη ο ήλιος, επιφανείς ακόμη μίαν φοράν, έκλινε προς την δύσιν. Ήτο τρίτη και ημισεία ώρα. Και ο ήλιος εχαμήλωνεν, εχαμήλωνε. Και η βαρκούλα του μπαρμπα-Στεφανή, με το ανθρώπινον φορτίον της, εχόρευεν, εχόρευεν επάνω εις το κύμα, πότε ανερχόμενη εις υγρά όρη, πότε κατερχόμενη εις ρευστάς κοιλάδας, νύν μέν εις την ακμήν να καταποντισθή εις την άβυσσον, νύν δε ετοίμη να κατασυντριβή κατά της κρημνώδους ακτής. Και ο ιερεύς έλεγε μέσα του την παράκλησιν όλην, από το «Πολλοίς συνεχόμενος» έως το «Πάντων προστατεύεις». Κι ο μπαρμπα-Στεφανής εστενοχωρείτο, μή δυνάμενος επί παρουσία του παπά να έκχυση ελευθερως τάς αφελείς βλασφημίας του, τάς οποίας εμάσα κι έπνιγε μέσα του, υποτονθορίζων: «Σκύλιασε ο διαολόκαιρος, λύσσαξε! Θα σκάσης, αντίχριστε, Τούρκο! Το Μουχαμέτη σου, μέσα!» Κι η θειά το Μαλαμώ, ποιούσα το σημείον του Σταυρού, έλεγε το «Θεοτόκε Παρθένε», κι επανελαμβανεν: «Έλα, Χρ'στέ μ'! Βοήθα, Παναΐα μ'!» Και τα κύματα επληττον την πρώραν, επληττον τα πλευρά του σκάφους, και εισορμώντα εις το κύτος εκτύπων τα νώτα, εκτύπων τους βραχίονας των επιβατών. Και ο ήλιος εχαμήλωνεν, εχαμήλωνε. Και η βαρκούλα εκινδύνευε ν' αφανισθή. Και η απορρώξ βραχώδης ακτή εφαίνετο διαφιλονεικούσα την λείαν προς τον βυθόν της θαλάσσης. Τέλος, ήρχισε να σκοτεινιάζη. Ενύκτωσεν ακριβώς την στιγμήν καθ' ην θα έβλεπον αντίκρυ το Κάστρον, ού απείχον τώρα δυο ακόμη μίλια. Νέφη συσσωρευμένα προς ανατολάς ημπόδιζον να φανή το παρήγορον φέγγος της σελήνης. Αλλ' ο άνεμος, αντί να πέση, εδυνάμωνε και αγρίευε και εθερίευε, και ο πλούς κατέστη αδύνατος του λοιπού. Δεν έβλεπον πλέον ούτε εμπρός ούτε δεξιά τίποτε, ειμή δύο όγκους φαιούς, αμαυρούς. Ευτυχώς, ο μπαρμπα-Στεφανής εγνώριζε καλά το μέρος.
«Εδώ, εδώ είν' ένα λιμανάκι, παπά, κατ' απ' το Πρυΐ, αποκατ' απ' την Άγια Αναστασία, στα Μποστάνια».
«Θυμάσαι καλά, Στεφανή;»
«Όπως ξερ' η αγιωσύνη σ', τα γράμματα τσ' εκκλησιάς απ' οξου, παπά, έτσι κι εγώ τα ξέρω απ' όξου όλα τα λιμανάκια, τους κάβους, κι τ'ς αμμουδιές, όλες τις ξέρες κι τα γκρίφια κι τα θαλάμια».
Και προσήγγισαν με πολύν κόπον και αγώνα και βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι. «Εκεί, εκεί διαναστάει».
Υπήρχεν εν θαλάσσιον μάρμαρον, ως φυσική αποβάθρα, πότε καλυπτόμενον από το κύμα, πότε ανέχον υπεράνω της θαλάσσης. Την φοράν ταύτην το εκάλυπτε και δεν το εκάλυπτε το κύμα. Επλησίασαν και ησθανθησαν πάραυτα το ευάρεστον αίσθημα της παύσεως του σάλου και της προσεγγίσεως εις σκεπαστόν και ευλίμενον μέρος.
«Πάντα κατευόδιο!» είπε ποιών το σημείον του Σταυρού ο κύρ Αλεξανδρής, όστις τότε εξεζαλίσθη κι εστάθη εις τους πόδας του.
Επηδησαν εις-εις εξω· εξεφορτωσαν τάς αποσκευάς και ηλάφρυναν την βαρκαν. Ανάμεσα εις το μάρμαρον και εις την κρημνώδη ακτήν εσχηματιζετο μικρά αμμουδιά, όση θα ήρκει διά να σύρη αλιεύς την ψαροπούλαν του, γυρμένην από την μίαν πλευράν επί της άμμου, και να εξαπλωθή και αυτός υπό την άλλην πλευράν να κοιμηθή θεωρών τους αστέρας.
«Τώρα να σύρουμε τη βάρκα, παπά» είπεν ο μπαρμπα-Στεφανής, «κι ύστερα οι άνδρες να φορτωθούμε όλα τα πράγματα και ν αρχίσουμε σιγά σιγά ν ανεβαίνουμε. Ας πάρουν κι οι.γυναίκες ό,τι μπορούν».
«Να τώρα τί άξιζε να χα το μ'λαρι μαζί μ'» είπεν ο Βασίλης της Μυλωνούς. «Σου είπα, μπαρμπα-Στεφανή, να το μπαρκάρουμε, δε θέλησες».
Έσυραν την λέμβον. Ήναψαν τα δυο φανάρια πού είχαν. Ο Βασίλης έλαβε τα πτυάρια και τάς αξίνας του, και απομακρυνθείς προσωρινώς ήρχισε να κατοπτεύη πού θα εύρισκε μονοπάτι όχι πολύ πατημένον από την χιόνα, ώστε να δύνανται άνθρωποι να βαδίσωσιν. Από το μέρος εκείνο ως το Κάστρον, το οποίον διεκρινετο ως πελώριος αμαυρός όγκος υψηλά προς βορράν, η οδός δεν θα ήτο πλέον της ώρας, αλλ' εις ην κατάστασιν ήτο τώρα ο δρομος από τάς χιονας, τις οίδεν αν θα ήρκει και το τριπλάσιον του χρόνου όπως φθάσωσιν. Εδείπνησαν όλοι επί ποδός με δίπυρα και με ελαίας και επιον ολίγον οίνον η ρακήν.
Ο Βασίλης επανελθών ανηγγειλεν ότι άνευρε το μονοπάτι, πλακωμένον πολύ από την χιόνα, αλλ' ότι με πολύν κόπον, αν προπορευωνται δυο άνθρωποι και ξεχιονιζουν, ελπίζει να φθάσουν εις το Κάστρον το γρηγορωτερον… έως τα μεσάνυκτα. Εφορτωθησαν τάς αποσκευάς. Ο κύρ Αλεξανδρής έλαβε το ένα φανάρι και μία των γυναικών το άλλο. Ο Βασίλης της Μυλωνούς, ο μπαρμπα-Στεφανής και ο υιός του ελαβον τα πτυάρια και τάς αξίνας και προπορευόμενοι ηρχισαν να ξεχιονιζωσιν. Ο δρομίσκος ανηρχετο έρπων εις τον κρημνόν κατ' αρχάς, είτα κατήρχετο εις εν παραθαλάσσιον κοίλωμα. Επάτουν προσεκτικώς, ως να εμετρούσαν τα βήματά των. Η σελήνη ειχεν απαλλαγή των νεφών και προσεπάθει να φέξη τον δρόμον με το κρυερόν φώς της. Ενίοτε έχαναν το χάραγμα του δρόμου, απεπλανώντο κι ευρίσκοντο αίφνης επί της κορυφής πελώριων βράχων, κάτω των οποίων άβυσσος ήνοιγε το στόμα της, και πάλιν κατεβαίνον με τρεμουλιαστά γόνατα, κρατούμενοι εκ των πετρών και των θάμνων. Ανείρπον εις τον κρημνόν ως μικρόν κοπάδιον αιγών αποπλανηθέν και απαγόμενον οπίσω εις την μάνδραν από τους δυο βοσκούς του, οίτινες το ανεζητησαν κρατούντες φανάρια, και μακρόθεν αν τους έβλεπε τίς, ηδύνατο να τους εκλάβη ως συστρεφόμενον κρικωτόν τέρας, φωσφορίζον την κεφαλήν και την ουράν, με τους δυο φανούς. Με όλον το ξεχιονισμα, το οποίον εννοεί τις πόσον ατελώς ενηργείτο, επάτουν ενίοτε σφαλερώς κι εχώνοντο ως το γόνυ και ως τον μηρόν εις την χιόνα.
Επλησίαζε μεσάνυκτα όταν έφθασαν υπό την γέφυραν του Κάστρου, μισοπνιγμένοι, παγωμένοι, αλμυροί από θάλασσαν και λευκοί από χιονα, μελανιασμένοι τα χείλη, αλλά θερμοί την καρδίαν. Εκεί επάνω, πριν διελθωσι την γέφυραν, από την σιδερόπορταν του Κάστρου ηκουσθησαν φωναί:
«Ποιοί είστε; Ποιοί είστε;»
Και αντήχησε βαρύς ο τριγμός των εσκωριασμενων στροφέων, ως να εδοκίμαζε τις να κλείση έσωθεν την σιδηράν πύλην. Ηκουσθη δε και μικρός κρότος, ως ο της υψώσεως σκανδάλης τουφεκιού.
«Καλοί! Καλοί! Πατριώτες!» απηντησεν ο μπαρμπα-Στεφανής. «Μα εσείς ποιοί είστε;»
«Πέστε μας τα ονόματά σας!»
«Ημείς είμαστε…» ήρχισεν ο μπαρμπα-Στεφανής, και συγχρόνως διά του βλέμματος εσυμβουλεύετο τον παπάν.
«Μπά! αύτη είναι η φωνή τ' αδερφού μου» ανεκραξεν ο Βασίλης της Μυλωνούς.
Και είτα εντείνας την φωνήν:
«Αργύρη, εγώ είμαι!» εφώναξε.
«Τόσο καλύτερα… μάς έβγαλαν κι από έναν κόπο» εψιθυρισεν ο ιερεύς.
Ανέβησαν εις το Κάστρον, όπου συνηντησαν τον Αργύρην της Μυλωνούς και τον σύντροφόν του, τον Γιαννην τον Νυφιώτην. Ούτοι εν ολίγοις διηγήθησαν πώς τους είχε κλείσει το χιόνι επάνω στο Στοιβωτό, όπου ετρύπωσαν δυο νύκτας εις μίαν σπηλιάν, και πώς την προχθές, ήτοι εις τάς 22 του μηνός, ελθόντες τους απηλευθερωσαν εκείθεν, εκτοπισαντες μεγάλους όγκους χιόνος, δυο αιγοβοσκοί, ο Γιαλής ο Κονιζάς και ο Γιώργης ο Μπάντας, οίτινες και ευρισκοντο την στιγμήν ταύτην με όλον το αιπόλιον των εις το φρούριον.
Το φρούριον τούτο, όπερ αλλαχού περιεγραψαμεν, ήτο γιγαντιαίος βράχος, φυτρωμένος εκεί παρά το πέλαγος, προεκβολή της γής προς τον πόντον, ως να εδειχνεν η ξηρά τον γρόνθον εις την θάλασσαν και να την προεκάλει· φοβερός, μονοκόμματος γρανίτης, αλίκτυπος, όπου γλαύκες και λάροι ήριζον περί κατοχής, διαφιλονεικουντες πού αρχίζει η κυριότης του ενός και πού σταματά η δικαιοδοσία του άλλου. Προσφιλής σκοπός του βορρά και των γειτόνων του, του καικίου και του αργέστου, ών το στάδιον ευρύ εκτείνεται αναμεσον της Χαλκιδικης, του Θερμαίκου, του Ολύμπου και του Πηλίου μεμονωμένος υψιτενης βράχος, εφ' ού οι κάτοικοι εξ ανάγκης ειχον κλεισθή διά φύλαξιν κατά των πειρατών και των βάρβαρων, εγκαταλιπόντες αυτόν έρημον μετά το 1821, ότε εκτίσθη η σημερινή μεσημβρινή πολίχνη. Μέχρι προ ολίγων ετών εσωζοντο ακόμη οικιαι τινές με τάς στεγας και τα πατώματά των εντός του φρουρίου, αλλά τελευταίον, η ολιγωρία των δημοτικών αρχών, ο οκνός των ανθρώπων εις το να επισκεπτωνται το Κάστρον συχνοτερα, και η ασυνειδησία ολίγων τινών συλαγωγών, πλεονεκτών ή οικοδόμων, είχε καταστήσει ερειπίων σωρόν το Κάστρον.
Εντεύθεν αμελησαντες και οι εφημέριοί της σημερινής πολίχνης, άφηναν από ετών ήδη αλειτούργητον τον ναόν της Χριστού Γεννήσεως, κατ αυτήν την ημέραν της εορτής.
Ο ναός της Χριστού Γεννήσεως ήτο η παλαιά μητρόπολις του φρουρίου. Ο ναΐσκος, προ εκατονταετηρίδων κτισθείς, ίστατο ακόμη ευπρεπής και ουχί πολύ εφθαρμένος. Ο παπα-Φραγκούλης και η συνοδεία του φθάσαντες εισήλθον τέλος εις τον ναόν του Χριστού, και η καρδία των ησθάνθη θάλπος και γλυκύτητα άφατον. Ο ιερεύς εψιθύρισε μετ' ενδομύχου συγκινήσεως το «Εισελεύσομαι εις τον οίκον σου», κι η θειά το Μαλαμώ, αφού ήλλαξε την φ'στάνα της την βρεγμένην κι εφόρεσεν άλλην, στεγνήν, και το γ'νάκι της το καλό, τα οποία ευτυχώς είχεν εις αβασταγήν καλώς φυλαγμένα υπό την πρώραν της βάρκας, έδεσε μέγα σάρωθρον εκ στοιβών και χαμοκλάδων και ήρχισε να σαρώνη το έδαφος του ναού, ενώ αι γυναίκες αι άλλαι ήναπταν επιμελώς τα κανδηλια, και ήναψαν μέγα πλήθος κηρίων εις δυο μανουάλια, και παρεσκεύασαν μεγάλην πυράν με ξηρά ξύλα και κλάδους εις το προαύλιον του ναού, όπου εσχηματίζετο μακρόν στένωμα παράλληλον του μεσημβρινού τοίχου, κλειόμενον υπό σωζομένου ορθού τοιχείου γείτονος οικοδομής, κι εγέμισαν άνθρακας το μέγα πύραυνον, το σωζόμενον εντός του Ιερού Βήματος, και έθεσαν το πύραυνον εν τώ μέσω του ναού, ρίψασαι άφθονον λίβανον εις τους άνθρακας. Και ωσφράνθη Κύριος ο Θεός οσμήν ευωδίας. Έλαμψε δε τότε ο ναός όλος, και ήστραψεν επάνω εις τον θόλον ο Παντοκράτωρ με την μεγάλην κι επιβλητικήν μορφήν, και ηκτινοβόλησε το επίχρυσον και λεπτουργημενον με μυρίας γλυφάς τέμπλον, με τάς περικαλλείς της αρίστης Βυζαντινής τέχνης εικόνας του, με την μεγάλην εικόνα της Γεννήσεως, όπου «Παρθένος καθέζεται τα Χερουβείμ μιμουμένη», όπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αι μορφαί του Θείου Βρέφους και της αμώμου Λεχούς, όπου ζωνταναι παρίστανται αι όψεις των αγγέλων, των μάγων και των ποιμένων, όπου νομίζει τις ότι στιλβει ο χρυσός, ευωδιάζει ο λίβανος και βαλσαμώνει η σμύρνα, και όπου, ως εάν η γραφική ελάλει, φαντάζεται τις επί μίαν στιγμήν ότι ακούει το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ»!
Εν τώ μέσω δε κρεμαται ο μέγας ορειχάλκινος και πολυκλαδος πολυέλαιος, και ολόγυρα ο κρεμαστός χορός, με τάς εικόνας των Προφητών και Αποστόλων, υφ' ον ετελούντο το πάλαι οι σεμνοί γάμοι των χριστιανών ανδρογύνων. Και ολόγυρα αι μορφαί των Μαρτύρων, Οσιων και Ομολογητών. Ίστανται επί των τοίχων ηρεμούντες, απαθείς, οποίοι εν τώ Παραδείσω, ευθύ και κατά πρόσωπον βλέποντες, ως βλέπουσι καθαρώς την Αγίαν Τριάδα. Μόνος ο Άγιος Μερκούριος, με την βαρείαν περικεφαλαίαν του, με τον θώρακα, τάς περικνημίδας και την ασπίδα, φαίνεται ολίγον τι εγκαρσίως βλέπων και κινούμενος και ορών, εις τα δεξιά του ναού, εκεί όπου διατρυπά με το δόρυ του τον επί θρόνου καθήμενον ωχρόν Παραβάτην. Πελιδνός ο παράφρων τύραννος, με το βλέμμα σβήνον, με το στήθος αιμάσσον, μάτην προσπαθεί ν' αποσπάση από το στέρνον του τον οξύν σίδηρον, και εξεμεί μετά της τελευταίας βλασφημίας και την μιαράν ψυχήν του. Γείτων της τρομακτικής ταύτης σκηνής παρίσταται γλυκεία και συμπαθεστάτη εικών, ο Άγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδίον, κρατούμενον εκ της χειρός υπό της μητρός του, της Άγιας Ιουλίττης. Διά δώρων και θυσιών εζήτει ο διώκτης Αλέξανδρος να ελκύση το παιδίον, και διά του παιδίου την μητέρα.
Αλλ' ο παίς, καλών την μητέρα του και υποψελλίζων του Χριστού το όνομα, έπτυσε τον τύραννον κατά πρόσωπον, και εκείνος εξαγριωθείς εκρήμνισε το παιδίον από της μαρμαρίνης κλίμακος, όπου συνέτριψε το τρυφερόν και διά στεφάνους πλασθέν κρανίον.
Και εις την χηβαδα του Ιερού Βήματος, υψηλά, εφαινετο στεφανουμενη υπό αγγέλων η των Ουρανών Πλατυτέρα. Και κατωτερω, περί το θυσιαστήριον, ίσταντο, άρρητον.σεμνότητα αποπνέουσαι, αι μορφαί των μεγάλων Πατέρων, του Αδελφοθέου, του Βασιλείου, του Χρυσοστόμου και του Θεολόγου, και εφαινοντο ως να έχαιρον διότι έμελλον ν' ακουσωσι και πάλιν τάς ευχάς και τους ύμνους της Ευχαριστίας, ούς αυτοί εν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δέ, και εντός και εκτός, εικονιζετο περιτεχνως όλον το Δωδεκάορτον και τα τάγματα των αγγέλων, και η βρεφοκτονία, και οι κόλποι του Αβραάμ και ο ληστής ο επί του σταυρού ομολογήσας.
Όταν έφθασαν εις το Κάστρον και εισηλθον εις τον ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσε την ψυχήν των, ώστε, αν και ησαν κατάκοποι, αν και ενυσταζον τινές αυτών, ησθανθησαν τόσον την χαράν του να ζωσι και του να εχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας των, εις τον ναόν του Κυρίου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις. Οι αιπόλοι, ευρόντες ενασχόλησιν και πρόφασιν όπως καπνιζωσι καθήμενοι, και ενίοτε όπως εξαπλωνωνται και κλεπτωσιν από κανέναν ύπνον τυλιγμένοι με τες καππες των παρά το πύρ, είχον ανάψει έξω δυο πυρσούς, τον ένα έμπροσθεν του Ιερού Βήματος, τον άλλον προς το βόρειον μέρος. Εντός του ναού η θερμότης ήτο λίαν ευάρεστος, τη βοηθεία των έσωθεν και έξωθεν πυρών. Και είχον σωρεύσει πάμπολλας δέσμας ξηρών ξύλων και κλάδων οι εκεί καταφυγόντες αιπόλοι, με τάς ολιγας αίγας και τα ερίφια των, όσα δεν είχον ψοφήσει ακόμη από τον βαρύν χειμώνα του έτους εκείνου, οι τραχείς αιπόλοι, οίτινες είχον σώσει και τους δυο υλοτόμους εκ του αποκλεισμού της χιονος. Και είτα ο ιερεύς έβαλεν ευλογητόν και εψαλη η λιτή της μεγαλοπρεπούς εορτής, μεθ' ο ο κύρ Αλεξανδρής ήρχισε τάς αναγνώσεις, και όσοι ήσαν νυστασμενοι, απεκοιμηθησαν σιγά εις τα στασίδια των (ά! εμελλον άρα του Προφητάνακτος οι θεσπέσιοι ύμνοι από ψαλμών να καταντήσωσιν ανάγνωσις νυστακτική, και ως ανάγνωσις να παραλειπωνται όλως, ως φορτικόν τί και παρέλκον!), βαυκαλιζόμενοι από την έρρινον και μονότονον απαγγελίαν του κύρ Αλεξανδρή. Ο αγαθός γέρων ήτο εκ του αμιμήτου εκείνου τύπου των ψαλτών, ών το γένος εξελιπε δυστυχώς σήμερον. Έψαλλε κακώς μέν, αλλ' ευλαβώς και μετ' αισθήματος. Κανέν σχεδόν κώλον δεν έλεγεν ορθώς, ούτε μουσικώς, ούτε γραμματικώς. Πότε εν και ήμισυ κώλον τα ήνου εις έν, πότε δυο και ήμισυ τα διήρει εις τέσσαρα.
Αλλά προκριτωτέρα η αμάθεια της δοκησισοφίας…
Αλλ’ ότε ο ιερεύς εξελθών έψαλε το «Δεύτε ίδωμεν, πιστοί, πού εγεννήθη ο Χριστός», τότε αι μορφαί των Αγίων εφάνησαν ως να εφαιδρύνθησαν εις τους τοίχους. «Ακολουθησωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ», και ο κύρ Αλεξανδρής ενθουσιών έλαβε την υψηλήν καλάμην και έσεισε τον πολυέλαιον με τάς λαμπάδας όλας ανημμένας. «Αγγελοι υμνούσιν ακαταπαύστως εκεί», και εσείσθη ο ναός όλος από την βροντώδη φωνήν του παπα-Φραγκούλη μετά πάθους ψάλλοντος: «Δόξα εν υψιστοις λέγοντες τώ σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι», και οι άγγελοι οι ζωγραφιστοί, οι περικυκλούντες τον Παντοκράτορα άνω εις τον θόλον, έτειναν το ούς, αναγνωρισαντες οικείον αυτοίς τον ύμνον.
Και είτα ο ιερεύς επήρε καιρόν και ήρχισε να προσφέρη τώ Θεώ θυσίαν αινέσεως.
Αίφνης ηκούσθησαν φωναί έξωθεν του ναού. Εξήλθον τινές των ανδρών να ίδωσι τί τρέχει. Εξήλθε κι η θειά το Μαλαμώ, κι ο κύρ Αλεξανδρής έμεινε με τα γυαλιά εις τα όμματα, βλέπων προς την θύραν αριστερά του, και διέκοψε την ψαλμωδίαν του. Ο παπάς έρριψεν αυστηρόν βλέμμα προς τον ψάλτην και τον εκάρφωσεν εις την θέσιν του.
Τάς φωνας ειχον ρηξει ο είς των αιπόλων και ο είς των υλοτόμων, οίτινες ετυχον καθήμενοι παρά τον πυρσόν, ανατολικως του ναΐσκου. Δία των φωνών τούτων είχον απαντήσει εις τίνας κραυγάς ελθουσας απ' αντίκρυ, εκ της θαλάσσης. Εκεί, εν μέσω του Κάστρου και της βραχώδους ακτής του Κουρουπή, εσχηματίζετο επισφαλής όρμος, ο Μικρός Γιαλός. Αι κραυγαι ηρχοντο ακριβώς εκ της γειτονιάς των απεσπασμένων βράχων και σκοπέλων, υπό την φοβεράν ακτήν του Κουρουπή.
Παρήλθε πολλή ώρα έως ου εννοησωσι τί τρέχει. Όλοι σχεδόν οι εκκλησιαζόμενοι ειχον εξέλθει του ναού. Έμειναν μόνοι ο ιερεύς, όστις εκρατείτο ακλόνητος εις το χρέος του, φορεμενος ήδη τα ιερά άμφια, ετοιμαζόμενος να προσέλθη εις την προσκομιδήν, και ο κύρ Αλεξανδρης, τον οποίον εκράτει το βλέμμα του ιερέως.
Εν τουτοις, κατ' εικασίαν μάλλον ή εκ βεβαίας πληροφορίας, εννόησαν ότι εκεί, υπό τον Κουρουπή, είχε προσαράξει πλοίον από του πελάγους ερχόμενον. Η σελήνη είχε δύσει και ο πυρσός δεν έρριπτε πόρρω το φώς. Εβλεπον αμυδρώς εκεί απέναντι, εις απόστασιν μιλίου σχεδόν, επί του μαυρισμένου όγκου των αλικτύπων βράχων, έβλεπον σώμα τί αμυδρώς κινούμενον, μελανώτερον των βράχων. Αντήχουν εν τη σιγή της νυκτός, μεγεθυνόμεναι από τάς ηχούς, κραυγαί αγωνίας και ταραχής, όμοιαι μ’ εκείνας τάς οποίας εκχύνουσι κινδυνεύοντες άνθρωποι ή ναυαγοί σαστισμένοι.
Οι άνδρες έσπευσαν να ρίψωσιν επί της πυράς όσα κλαδιά είχον πρόχειρα ακόμη, σχηματίζοντες ογκωδεστέραν την φλόγα. Άλλο μέσον βοηθείας δεν είχον ταχύ.
Εν τούτοις, ο Στεφανής ο πορθμεύς και ο Μπάντας και ο Νυφιώτης ο Γιάννης και ο Αργύρης και ο αδελφός του έλαβον ανά ένα δαυλόν και τα δυο φανάρια, και απεφάσισαν να κατέλθωσι τρέχοντες εις τον Μικρόν Γιαλόν. Αλλ’ εάν ο κρημνώδης ορμίσκος δεν ήτο χιονισμένος, θα εχρειάζετο σχεδόν ημίσεια ώρα διά να κατέλθη τις εκεί από το Κάστρον, και τώρα όπου ήτο χιονισμένος, και ήτο νύξ, τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυκτα, ούτε μία ώρα δεν θα ήρκει. Εις μίαν δε ώραν ηδύναντο να κατασυντριβώσι δεκάδες πλοίων και να πνιγώσιν εκατοντάδες ανθρώπων.
Ουχ ήττον οι άξεστοι εκείνοι άνθρωποι, εκ της αυθορμήτου εκείνης φιλανθρωπίας, ήτις είναι οιονεί φυσική ορμή, ως συμπάθεια της σαρκός προς την σάρκα, και είναι το πρώτον και τελευταίον αίσθημα το συγκινούν την καρδίαν, μετά την πρώτην έκπληξιν, και πριν προφθάσασα πνεύση η παγερά πνοή της φιλαυτίας και αδιαφορίας, οι άνθρωποι, λέγω, εκείνοι έλαβον τους δαυλούς των και έτρεξαν έξω της πύλης και της γέφυρας, και ήρχισαν να τρέχωσι τον κατήφορον. Οι λοιποί, μείναντες επάνω, ησχολούντο ν’ ανανέωσιν ολονεν την φλόγα, μή παύοντες να ρίπτωσι ξηρά κλαδιά εις το πύρ.
Ο ιερεύς εβραδυνεν επίτηδες εις την πρόθεσιν, κι εμνημόνευσε την πρωίαν εκείνην όσα ονόματα είχεν αποθαμένα, ού μόνον τα ιδικά του και των ελθόντων πανηγυριστών, αλλά και όλων των ενοριτών του, ού μόνον όσα είχε γραπτά, αλλά και όσα εκ μνήμης εγνωριζεν εγνώριζε δ’ εκ μνήμης όλα τα ονόματα της πολίχνης, αποθαμένα και ζωντανά. Εδεήθη και υπέρ διασώσεως του κινδυνεύοντος πλοίου, περί ού, χωρίς να ζητήση εξήγησιν, αμέσως είχεν εννοήσει τα συμβάντα.
Τέλος, αι κραυγαί μικρόν κατά μικρόν έπαυσαν, ησυχία επήλθεν. Εφάνη ότι βωβή συμφορά είχεν ενσκήψει ή ότι η δυσχέρεια έλαβε πέρας. Δυο άλλοι άνδρες ανησυχησαντες εξηλθον έως την Άγιαν Κυριακήν, πέραν της ξύλινης γέφυρας, με δυο πυρσούς εις τάς χείρας.
Παρηλθεν ολίγη ώρα· ο ιερεύς αργά αργά εμβήκεν εις την λειτουργίαν, ελπίζων να ηρχοντο εν τώ μεταξύ και οι απόντες. Αλλ’ η λειτουργία προυχώρει και ψυχή δεν εφαίνετο. Τέλος, εις το «Μετά φόβου Θεού», επέστρεψαν πρώτοι οι τελευταίοι εξελθοντες προς επισκόπησιν, ειτα εισήλθεν ο μπαρμπα-Στεφανής και οι μετ’ αυτού καταβάντες εις τον αιγιαλόν, και μετ’ αυτόν τρεις άγνωστοι με ναυτικά ενδύματα και με κηρωτούς επενδύτας. Έφθασαν όλοι ακριβώς όπως ασπασθώσι τας εικόνας και λαβωσι το αντίδωρον.
Ενώ ο κύρ Αλεξανδρης ανεγίνωσκε το «Ευλογήσω τον Κύριον», οι άνδρες εξηγούντο ταπεινή τη φωνή τα συμβάντα. Το εξόκειλαν πλοίον ήτο το γολέττι του καπετάν Κωσταντή του Λημνιαραίου, αυτοπροσώπως παρόντος εκεί. Ο ίδιος, ανήρ μεσήλιξ, βραχύς το σώμα, με αδρόν μύστακα, διηγείτο τα έξης: Προ δυο ημερών ήτο προσορμισμένος εις την Δάφνην, τον μεσημβρινόν όρμον του Αγίου Όρους, αλλ' ο βορειάς τον εζούριασε, αι αλυσίδες των αγκυρών του εκόπησαν υπό της βίας του ανέμου, και παρεσύρθη διά μιάς δέκα μίλια μακράν. Μάτην προσεπάθησε με όλας τάς δυνάμεις του να προσεγγίση εις τον Κωφόν, τον γνωστόν όρμον της Συκιάς, του μεσαίου λαιμού της Χαλκιδικης, όπου άμα εισπλεύση τίς, δεν βλέπει πλέον πόθεν εισεπλευσεν, αλλ όπου δυσκολως εισπλέει τίς. Ο όρμος ομοιάζει με λίμνην μεσόγειον, μή έχουσαν ορατόν στόμιον, τόσον είναι ασφαλής. Και το γολέττι, ξυλάρμενον, μετά ματαίας προσπαθείας, παρεσύρθη υπό της τρικυμίας προς τάς νήσους, όπου, την νύκτα εκείνην των Χριστουγέννων, οι αγωνιώντες ναυβάται είδον έξαφνα φώς, ως φάρον οδηγούντα αυτούς, τους πυρσούς, ούς είχον ανάψει έμπροσθεν του ναΐσκου του Χριστού οι τραχείς αιπόλοι. Ο πυρσός εκείνος εφανη προς αυτούς ως θείον πράγματι θαύμα, ως να εθερμαινοντο περί αυτόν αγραυλούντες οι ποιμένες εκείνοι, οι ακούσαντες το «Δόξα εν υψιστοις». Επλησίασαν, φερόμενοι μάλλον η πλέοντες, προς το μέρος τούτο, και τότε εκινδύνευσαν να κατασυντριβωσιν εις τους βράχους του Κουρουπή. Ευτυχώς, δι' επιτήδειου χειρισμού απεφυγον την καταστροφήν κι εκαθισαν το σκάφος εις τα ρηχά, επί της άμμου, όπου τόσον καλά ήτο εξησφαλισμενον, όσον δεν ηδυνατο να είναι με τάς δυο άγκυράς του, τάς μείνασας ως ομήρους εις τον βυθόν του όρμου της Δάφνης.
Εφεξεν ο Θεός την χαρμόσυνον ημέραν, και οι αιπόλοι εφιλοτιμηθησαν να σφαξωσι και ψησωσι δυο τρυφερά ερίφια, ενώ οι δυο υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα· και ο καπετάν Κωσταντής ανεβίβασεν από το γολεττί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διετρεχεν όπως ήτο καθισμένον, αν δεν έπνεε νότος από της ξηράς να το απώθηση προς το πέλαγος, ανεβιβασε δυο ασκούς γενναίου οίνου και εν κάλαθον με αυγά και κακαβαλι της Αίνου, και ημισειαν δωδεκάδα Όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκομβρία. Και εφαγον πάντες και ηυφρανθησαν, εορτασαντες τα Χριστούγεννα μετά σπανίας μεγαλοπρεπείας επί του ερήμου εκείνου βράχου. Την νύκτα εκοιμήθησαν εν μέσω αφθόνων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα και καππότες, όσα και οι εκ της πολίχνης πανηγυρισταί είχαν φέρει μεθ' εαυτών, και οι αιγοβοσκοί είχαν εις το Κάστρον, και ο εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης εκομισεν από το πλοίον του.
Την επαύριον ο άνεμος εκόπασε, το ψύχος ηλαττώθη πολύ, και επωφελούμενοι την ανακωχήν του χειμώνος, απεφασισαν ν' απέλθωσιν. Ο μπαρμπα-Στεφανής και ο υιός του μετά δύο άλλων βοηθών επανήλθον εις την μικράν αμμουδιάν υπό τα Μποστάνια, καθείλκυσαν την λέμβον, επέβησαν αυτής, και κάμψαντες το Κάστρον, την έφεραν από σοφράν εις το βορειοανατολικόν μέρος. Τη βοήθεία της δυνατής βάρκας του μπάρμπα-Στεφανή και της μικράς φελούκας του Λήμνιου κυβερνήτου, τόσοι βραχίονες συμπονήσαντες, δεν εβραδυναν να ξεκαθισωσιν από την άμμον το γολέττι, το οποίον δεν είχε πάθει τίποτε, αλλ’ εφαινετο ως μαλακώς πλαγιασμένον και αναπαυόμενον κατόπιν πολλών κόπων. Και αποχαιρετίσαντες τους αιπόλους, επεβιβάσθησαν οι μέν εις το γολεττι, οι δε εις την βαρκαν, πότε ρυμουλκούμενην, πότε ρυμουλκούσαν, και με ιστία και με κώπας πλέοντες, διά της βορειανατολικής οδού την φοράν ταύτην, ως συντομωτέρας και ευπλοωτέρας εις την κάθοδον, έφθασαν αισίως εις την πολίχνην.
Εφ. «Εφημερίς», 26 Δεκεμβρίου 1887