Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου
Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η Ιρλανδία «υπέπεσε» σε μία βαθειά ύφεση, σαν αποτέλεσμα της έντονης κρίσης του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών της. Οι τιμές πώλησης των κύριων εξαγωγικών προϊόντων της (γεωργικά) περιορίσθηκαν σε μεγάλο βαθμό, ενώ οι εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών αυξήθηκαν - ταυτόχρονα με την άνοδο των ενεργειακών τιμών, καθώς επίσης την αντίστοιχη των πρώτων υλών. Έτσι λοιπόν η χώρα δεν ήταν πια σε θέση να πληρώσει τις εισαγωγές της, οπότε αποφασίσθηκαν από την κυβέρνηση της δραστικά μέτρα «δημοσιονομικής προσαρμογής» (φόροι, μειώσεις μισθών, απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων κα), με παράλληλο στόχο τον περιορισμό του πληθωρισμού και της κατανάλωσης. Τα «μέτρα» αυτά, αντίστοιχα ουσιαστικά με τα σημερινά, είχαν σαν αποτέλεσμα την αύξηση της ανεργίας, η οποία οδήγησε πολλούς Ιρλανδούς Πολίτες στην αναζήτηση εργασίας σε άλλες χώρες (οικονομική μετανάστευση).
Εν τούτοις, το πρόβλημα έλλειψης μίας ανταγωνιστικής εξαγωγικής βιομηχανίας παρέμενε, ενώ η πλειοψηφία των επιχειρήσεων της χώρας ήταν προσανατολισμένη στη μικρή εσωτερική αγορά – με εισαγόμενα ως επί το πλείστον προϊόντα. Με στόχο λοιπόν την προσέλκυση ξένων επενδυτών, καθώς επίσης τη δημιουργία μίας εξαγωγικής βιομηχανίας, η κυβέρνηση ίδρυσε μία ιδιαίτερη, ανεξάρτητη υπηρεσία (Industrial Development Agency), στην οποία μεταβίβασε όλες τις υπευθυνότητες.
Έτσι δημιουργήθηκε μία ισχυρή, εξαιρετικά αποτελεσματική «οργάνωση», η οποία ήταν εκτός των στενών πλαισίων της δημόσιας διοίκησης και απευθυνόταν μόνο στον υπουργό οικονομικών (κάτι ανάλογο φαίνεται να επιδιώκεται σήμερα και από την Ελλάδα, αν και σε εντελώς ερασιτεχνική βάση). Παράλληλα, προσφέρθηκαν στους ξένους ειδικά, μεγάλα επενδυτικά κίνητρα, όπως επιδοτήσεις επενδύσεων (ουσιαστικά με τη βοήθεια της ΕΕ), μεγάλες αποσβέσεις παγίων και δεκαετής απαλλαγή φορολόγησης. Η σχεδόν πλήρης αυτή απαλλαγή των εξαγωγικών επιχειρήσεων από τη φορολογία, διατηρήθηκε μέχρι την είσοδο της Ιρλανδίας στην Ευρωζώνη όπου, μετά από πιέσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας (πολλές επιχειρήσεις των οποίων, ιδιαίτερα του χρηματοπιστωτικού κλάδου, είναι επίσης εγκατεστημένες στην Ιρλανδία, φοροδιαφεύγοντας νόμιμα), αντικαταστάθηκε με φόρο 10,5% (στη συνέχεια με 12,5%) επί των κερδών.
Η Ιρλανδία αναπτυσσόταν λοιπόν συνεχώς από το 1993 και εντεύθεν, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί στη δεύτερη πλουσιότερη χώρα της Ευρωζώνης, μετά το Λουξεμβούργο – παρά το ότι στη δεκαετία του ’80 ήταν πάμπτωχη, εγκλωβισμένη στην παγίδα του χρέους (το δημόσιο χρέος της, σε σχέση με το ΑΕΠ της, ήταν το υψηλότερο όλων των χωρών του ΟΟΣΑ).
Μεταξύ των «αναπτυξιακών» ετών 1990 και 1998, το ΑΕΠ της αυξήθηκε κατά 30%, στηριζόμενο στις εξαγωγές των εκεί εγκατεστημένων ξένων πολυεθνικών. Η κατά μέσον όρο αύξηση 7,5% ετησίως επί του ΑΕΠ της, συνοδεύθηκε από μία σημαντική μείωση της ανεργίας - από 15% στο 4%. Αν και από τη δεκαετία δε του ’60, μέχρι αυτήν του ’80, το κατά κεφαλήν εισόδημα των κατοίκων της αντιστοιχούσε μόλις στο 60% του μέσου όρου της Ευρωζώνης, μεταξύ των ετών 1986 και 1999 αυξήθηκε κατά 47% - ξεπερνώντας όχι μόνο τις αδύναμες χώρες της Ευρωζώνης, αλλά και τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Στον Πίνακα ΙΙΙ που ακολουθεί, φαίνεται καθαρά η «συγκριτική» εξέλιξη της Ιρλανδίας.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ:
Σύγκριση των μεγεθών του ιρλανδικού κατά κεφαλήν εισοδήματος 1974 – 2000, σε %
Χώρες Κατά κεφ.1974-86 Κ.κεφ.1987-2000 Παραγ/τητα 1974-86 Παραγ.1987-2000
Ιρλανδία 1,6 5,6 2,7 3,0
Ισπανία 1,2 3,0 3,1 1,2
Πορτογαλία 1,1 3,6 3,0 2,6
Ελλάδα 0,8 1,7 0,8 1,5
Μέσος ΕΕ 1,7 1,8 2,0 1,8
Πηγή: Journal of common market studies
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Όπως διαπιστώνουμε από τον Πίνακα ΙΙΙ, δεν αυξήθηκε μόνο, σε μεγάλο συγκριτικά βαθμό, το κατά κεφαλήν εισόδημα της Ιρλανδίας, αλλά και η παραγωγικότητα των εργαζομένων της – γεγονός που οφείλεται κυρίως στη «φορολογική» προσέλκυση των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες προέβησαν σε μεγάλες επενδύσεις στις νέες τεχνολογίες, «αριστοποιώντας» παράλληλα τις μεθόδους παραγωγής. Από το έτος 1986 έως το 1999 διενεργούταν ετησίως ξένες επενδύσεις ύψους περίπου 7,6 δις € - ένα ποσόν που αντιστοιχούσε με το 2% του ΑΕΠ της. Για να γίνει περισσότερο κατανοητό το μέγεθος, οφείλουμε να προσθέσουμε πως, στην εικοσαετία 1960-1980, οι ξένες επενδύσεις (κυρίως από αμερικανικές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας και φαρμακευτικές), ήταν του ύψους των 63 $ κατά κεφαλήν, ανερχόμενες στα 1.583 $ κατά κεφαλήν στη δεκαετία του ’90 – τριπλάσιες από το μέσον όρο της ΕΕ και 25πλάσιες από το 1960.
Η κυρίαρχη πλέον θέση των ξένων πολυεθνικών στην Ιρλανδία φαίνεται από το γεγονός ότι, το έτος 2005 στις θυγατρικές των ξένων πολυεθνικών αναλογούσε το 50% της βιομηχανικής απασχόλησης της χώρας, το 86% της βιομηχανικής παραγωγής, καθώς επίσης το 93% των συνολικών εξαγωγών. Σύμφωνα δε με γνωστό ιρλανδό οικονομολόγο, οι ξένες επενδύσεις συνέβαλλαν κατά 2-3% στην τότε ετήσια ανάπτυξη της χώρας (7,5%). Ο Πίνακας IV που ακολουθεί είναι χαρακτηριστικός:
ΠΙΝΑΚΑΣ IV:
Διαφορές μεταξύ ξένων και ιρλανδικών βιομηχανικών επιχειρήσεων, το 2005
Δείκτες Ξένες Επιχειρήσεις Ιρλανδ. Επιχειρήσεις
Μερίδιο των επιχειρήσεων 12,48% 87,52%
Ποσοστά εργαζομένων 49,68% 50,32%
Εργαζόμενοι ανά επιχείρηση 202 29
Παραγ/τητα ανά εργαζόμενο 781.600 € 170.500 €
Επενδύσεις ανά εργαζόμενο 29.282 € 7.828 €
Μερίδιο στις εξαγωγές 93% 7%
Κύριες εξαγωγικές αγορές ΕΕ 70% Μ. Βρετανία 46%
Ένταση εξαγωγών 95% 46%
Πηγή: Central Statistics Office, Forfas
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Όπως φαίνεται από τον Πίνακα IV, παρά το ότι οι ξένες επιχειρήσεις αποτελούσαν μόλις το 12,48% των συνολικών, απασχολούσαν τους μισούς περίπου εργαζομένους, με σχεδόν πενταπλάσια παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο από τις ιρλανδικές (προφανώς λόγω των τετραπλάσιων επενδύσεων ανά εργαζόμενο, αλλά και των εξελιγμένων παραγωγικών μεθόδων).
Επίσης διαπιστώνεται ότι, οι ξένες πολυεθνικές εγκαταστάθηκαν στην Ιρλανδία, αφενός μεν λόγω της μηδενικής φορολόγησης τους, αφετέρου ένεκα της επιδότησης τους, καθώς επίσης λόγω της αποφυγής των δασμών, αφού πλέον τα προϊόντα τους παράγονταν εντός της ΕΕ – η οποία απορροφούσε το 70% της παραγωγής τους, όπως συμβαίνει και με τα γερμανικά προϊόντα (ενδεχομένως οι
επενδύσεις της Κίνας στην Ελλάδα να εξυπηρετούν αντίστοιχους στόχους παράκαμψης δασμών και έντεχνης αποκόμισης ευρωπαϊκών ενισχύσεων).
Εν τούτοις, το ιρλανδικό μοντέλο της εξαρτημένης από ξένες επιχειρήσεις (πολυεθνικές) ανάπτυξης, η οποία ήταν εις βάρος των ιρλανδικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεων που χρεοκόπησαν μαζικά, «παρήγαγε» πολλές «αντιξοότητες». Ειδικότερα, εάν διαχωρίσει κανείς το ιρλανδικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ), από το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, από το ΑΕΠ δηλαδή που προκύπτει μετά την αφαίρεση των εισοδημάτων των ξένων επιχειρήσεων (ιδίως των κερδών των διεθνών επενδυτών) και την πρόσθεση των εισοδημάτων των Ιρλανδών διεθνώς, τότε θα καταλήξει σε ένα μέγεθος μικρότερο κατά ένα πέμπτο (-20%) από το ιρλανδικό ΑΕΠ. Με κριτήριο τώρα το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν και όχι το ΑΕΠ, ο ρυθμός ανάπτυξης της ιρλανδικής οικονομίας ήταν αρκετά χαμηλότερος.
Ίσως οφείλουμε εδώ να επισυνάψουμε τον Πίνακα V, με σκοπό να αντιληφθούμε καλύτερα τη διαφορά μεταξύ των δύο παραπάνω δεικτών – εκ των οποίων εμείς θεωρούμε σημαντικότερο το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (όχι το ΑΕΠ), τουλάχιστον για τις μικρότερες οικονομίες, αφού περιγράφει πολύ καλύτερα την πραγματική, καθαρή θέση τους:
ΠΙΝΑΚΑΣ V:
Οι 10 μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, με κριτήριο το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν τους το 2008, σε εκ. $ – σύγκριση με το ΑΕΠ τους
Χώρες Ακαθ.Εθνικό Προϊόν ΑΕΠ 2009* Κατάταξη με ΑΕΠ
Η.Π.Α. 12.969.561 14.256.275 1
Ιαπωνία 4.988.209 5.068.059 2
Γερμανία 2.852.337 3.352.742 4
Κίνα 2.263.825 4.908.982 3
Μ. Βρετανία 2.263.731 2.183.607 6
Γαλλία 2.177.670 2.675.915 5
Ιταλία 1.724.894 2.118.264 7
Ισπανία 1.100.134 1.464.040 9
Καναδάς 1.051.873 1.336.427 10
Ινδία 793.017 1.235.975 **11
* Αν και συγκρίνουμε δύο διαφορετικά έτη, τα συμπεράσματα δεν αλλάζουν σημαντικά.
** Υπεισέρχεται η Βραζιλία στην 8η θέση
Πηγή: Παγκόσμια Τράπεζα (η πρώτη στήλη με τη μέθοδο Atlas)
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Στις χώρες εκείνες, στις οποίες το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν είναι χαμηλότερο από το ΑΕΠ, σημαίνει ότι οι επενδύσεις τρίτων στις οικονομίες τους, είναι υψηλότερες από τις δικές τους στις ξένες – το αντίθετο για τις υπόλοιπες (ουσιαστικά, αυτό συμβαίνει μόνο στη Μ. Βρετανία). Όσο πιο κοντά δε είναι ο πρώτος δείκτης στο δεύτερο, τόσο καλύτερα για τη χώρα. Ειδικά όσον αφορά την Κίνα (την Ινδία επίσης), η τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο δεικτών, εμφανίζει μία σημαντική εξάρτηση της από τις ξένες επενδύσεις – ένα γεγονός που μπορεί να αποβεί μοιραίο, στην περαιτέρω εξέλιξη της υποψήφιας κυρίαρχης υπερδύναμης.
Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ
Η είσοδος της Ιρλανδίας στην Ευρωζώνη είχε σαν αποτέλεσμα, όπως αναφέραμε παραπάνω, την επιβολή φόρων ύψους 10,5% (αργότερα 12,5%) στις εξαγωγικές επιχειρήσεις. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους του εργατικού δυναμικού, λόγω της ανάπτυξης (Ζήτηση), «ανάγκασε» πολλές ξένες επιχειρήσεις να μεταναστεύσουν στις χώρες της Α. Ευρώπης, στις οποίες οι συνθήκες ήταν κατά πολύ πιο συμφέρουσες – ενώ ήταν πλέον χώρες της ΕΕ (άρα μπορούσαν επίσης να παράγουν και να εξάγουν ευρωπαϊκά προϊόντα). Ο Πίνακας VI είναι αρκετά αποκαλυπτικός:
ΠΙΝΑΚΑΣ VΙ:
ΑΕΠ σε εκ. €, Αλλαγές στις εξαγωγές, στην εσωτερική κατανάλωση και στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών σε ποσοστά – ξένες επενδύσεις σε εκ. €
Δείκτες 2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006
ΑΕΠ 104.620 116.989 130.215 139.413 148.502 161.498 174.705
Εξαγωγές 2,20 1,97 2,44 1,55 0,29 -1,02 -0,60
Εσ. κατ. 7,80 2,60 2,01 1,43 1,92 3,42 2,72
Ισοζ.συν. -0,41 -0,70 -1,03 -0,02 -0,60 -3,51 -4,16
Ξένες επ. 22.957 6.241 19.444 15.270 -23.095 -36.992 -12.492
Πηγή: Central Statistics Office, Forfas
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Όπως διαπιστώνουμε από τον Πίνακα VI, λίγο μετά την είσοδο της Ιρλανδίας στην Ευρωζώνη (μία εξαιρετικά ατυχής απόφαση της κυβέρνησης της, γεγονός που ισχύει και για την Ελλάδα, όπως επίσης για αρκετές άλλες χώρες), οι εξαγωγές της μειώθηκαν, η εσωτερική κατανάλωση αυξήθηκε, ενώ οι ξένες επενδύσεις έγιναν αρνητικές. Σαν αποτέλεσμα αυτών, το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών της χώρας (ιδιαίτερα το εμπορικό της ισοζύγιο) επιδεινώθηκε σε μεγάλο βαθμό (από -0,41% το 2000 στο -4,16% το 2006, σχεδόν κατά 15 φορές).
Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ τις ανάλογες «επιδόσεις» της Ελληνικής Οικονομίας - γεγονός που τεκμηριώνει ότι, δεν ήταν μόνο οι «ανάλγητοι» Έλληνες Πολίτες ή οι διεφθαρμένοι πολιτικοί, αυτοί που οδήγησαν την Ελλάδα στην αποβιομηχανοποίηση και στη χρεοκοπία, αλλά, κυρίως, η «φύση» της Ευρωζώνης (όπου οι ελλειμματικές χώρες μεταβάλλονται σε «εξαρτημένους-αιμοδότες» της περαιτέρω ανάπτυξης των πλεονασματικών).
Συνεχίζοντας, από το έτος 2001, μετά την είσοδο ουσιαστικά της Ιρλανδίας στην Ευρωζώνη, φαίνεται να σβήνει ο μύθος του «κελτικού τίγρη». Αν και η οικονομία της χώρας συνέχιζε να αναπτύσσεται, έστω με χαμηλότερους ρυθμούς, άρχισαν να γίνονται εμφανή τα δυσμενή αποτελέσματα του χωρισμού των επιχειρήσεων της σε δύο κατηγορίες: στις ξένες επιτυχημένες πολυεθνικές, οι οποίες συνέχιζαν να απολαμβάνουν χαμηλή φορολόγηση, καθώς επίσης στις αδύναμες εγχώριες, οι οποίες επιβαρύνονταν με περισσότερους φόρους. Η μείωση των εξαγωγών βέβαια αντισταθμίσθηκε από την αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης (Πίνακας VI), η οποία όμως στηρίχθηκε στην έντονη άνοδο των τιμών των ακινήτων, στις φτηνές (χαμηλότοκες) πιστώσεις των τραπεζών, καθώς επίσης στο υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα των Ιρλανδών – το οποίο όμως οδήγησε με τη σειρά του σε μεγάλες εισοδηματικές ανισορροπίες. Το αποτέλεσμα της αυξημένης εσωτερικής κατανάλωσης ήταν η μεγέθυνση των εισαγωγών, καθώς επίσης ο περιορισμός των εξαγωγών - κάτι που οδήγησε σε αρκετά ελλειμματικό ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Εκτός αυτού, η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ιρλανδικής οικονομίας υπέφερε από τη φούσκα της κερδοσκοπίας στην αγορά των ακινήτων, με επακόλουθο τη μείωση των ξένων επενδύσεων, όπως αναφέραμε παραπάνω.
Αιτία της «υπερθέρμανσης» της ιρλανδικής οικονομίας δεν ήταν μόνο η μη ισορροπημένη αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος αλλά, επίσης, η υψηλή προσέλευση μεταναστών, η οποία οφειλόταν στην αύξηση των προσφερομένων θέσεων εργασίας. Επί πλέον, η Ζήτηση εντάθηκε από την παροχή φθηνών πιστώσεων, αφού η είσοδος της χώρας στην Ευρωζώνη έγινε σε μία εντελώς ακατάλληλη περίοδο για την οικονομία της.
Ειδικότερα, το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ ήταν χαμηλότερο από αυτό που είχε μέχρι τότε η κεντρική τράπεζα της Ιρλανδίας, με αποτέλεσμα να έχουν πρόσβαση οι καταναλωτές, πολύ περισσότερο οι αγοραστές ακινήτων, σε φθηνότερη χρηματοδότηση. Εκτός αυτού, ο ελλειμματικός χειρισμός του προϋπολογισμού εκ μέρους της ιρλανδικής κυβέρνησης, υπερθέρμανε ακόμη περισσότερο την αγορά, ενισχύοντας περαιτέρω την κατανάλωση.
Όλα τα παραπάνω προκάλεσαν μία κερδοσκοπική φούσκα στην αγορά των ακινήτων, οι τιμές των οποίων αυξήθηκαν κατά 260% μεταξύ των ετών 1995 και 2005. Μόνο το 2005 ο τομέας της οικοδομικής δραστηριότητας συμμετείχε με 20% στο ΑΕΠ της Ιρλανδίας, ενώ απασχολούσε το 10% των εργαζομένων της χώρας. Επί πλέον, αυξήθηκαν τα χρέη των νοικοκυριών, μέσω της αύξησης των πιστώσεων και των τιμών των ακινήτων, στο 130% των υφισταμένων εισοδημάτων τους. Παρά το ότι λοιπόν η αυξημένη οικοδομική δραστηριότητα εμπόδισε την είσοδο της Ιρλανδίας σε ύφεση μετά το 2001, επιδείνωσε τις δημόσιες υποδομές και κατέστρεψε το περιβάλλον, οδηγώντας ταυτόχρονα στην αύξηση του κόστους παραγωγής στη χώρα.
Οι υπερβολικές τιμές των ακινήτων έκαναν ακριβότερες τις επενδύσεις, ενώ αύξησαν τους μισθούς των εργαζομένων – κάτι που, σε συνδυασμό με την ανατίμηση του Ευρώ, είχε σαν αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών των αγαθών που παράγονταν στην Ιρλανδία, για τις εκτός Ευρωζώνης χώρες. Το γεγονός αυτό οδήγησε τις πολυεθνικές βιομηχανικές επιχειρήσεις στη μεταφορά των δραστηριοτήτων τους, σε χώρες με φθηνότερο εργατικό κόστος – είτε στην Ανατολική Ευρώπη, είτε στην Ασία.
Στη συνέχεια, το «σπάσιμο της φούσκας» των ακινήτων (το 35% των εσόδων του ιρλανδικού προϋπολογισμού προερχόταν από τα ακίνητα), οι τεράστιες απώλειες των ιρλανδικών τραπεζών στις Η.Π.Α., καθώς επίσης στο εσωτερικό της χώρας, όπως και η κλιμακούμενη ανεργία, προκάλεσαν μία καταστροφική ύφεση - η οποία φαίνεται να οδηγεί την Ιρλανδία στα νύχια του ΔΝΤ. Παρά το ότι λοιπόν ένα τέτοιο ενδεχόμενο αντιμετωπίζεται εχθρικά, τόσο από τους Πολίτες, όσο και από την επίσημη κυβέρνηση της χώρας (η οποία «δήθεν» φοβάται, μεταξύ άλλων, τον εξαναγκασμό της από την ΕΕ σε αύξηση των φορολογικών συντελεστών - γεγονός που θα έχει σαν αποτέλεσμα την απομάκρυνση των ξένων επενδυτών, οι οποίοι έχουν απομείνει στη χώρα), η «εισβολή των κατακτητών» θεωρείται μάλλον δεδομένη.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η Ιρλανδία, όπως τονίσαμε στην αρχή, αποτελεί έναν τεράστιο συστημικό κίνδυνο, ο οποίος δεν έχει καμία απολύτως σύγκριση με την Ελλάδα. Το συνολικό χρέος της (δημόσιο και ιδιωτικό) ανέρχεται σε επίπεδα άνω του 1.100% του ΑΕΠ της (σχεδόν πενταπλάσιο από αυτό της Ελλάδας), οι τράπεζες της είναι υπερχρεωμένες, οι καταθέτες αποσύρουν διαρκώς μεγαλύτερα ποσά χρημάτων (13 δις € πρόσφατα από μία μόνο τράπεζα), η φούσκα των ακινήτων είναι τεράστια, η ανεργία αυξάνεται και το έλλειμμα του προϋπολογισμού της θα επιδεινώνεται διαρκώς, εκτοξεύοντας στα ύψη το δημόσιο χρέος της - εφόσον η κυβέρνηση της έχει εγγυηθεί «αναίσχυντα» για όλα τα δάνεια των ιδιωτικών τραπεζών (περί τα 350 δις €). Εν τούτοις, θεωρούμε εγκληματική την εισβολή των «εκτελεστών» του ΔΝΤ, όπως επίσης της τευτονικής Ευρώπης, απλά και μόνο για την προστασία των τραπεζών του διεθνούς Καρτέλ. Αντίστοιχα εγκληματική βέβαια, αν όχι πολύ πιο «κολάσιμη» ενέργεια, θεωρούμε την ανάληψη των χρεών των ιδιωτικών τραπεζών, δια μέσου της κυβέρνησης, από τους
Πολίτες της χώρας – χωρίς καθόλου να τους ζητηθεί η συμφωνία, μέσα από ένα δημοκρατικό δημοψήφισμα.
Κατά την άποψη μας, οι Πολίτες της Ιρλανδίας οφείλουν να εξεγερθούν μαζικά, μη αποδεχόμενοι μία τόσο μεγάλη αδικία εις βάρος τους, μία κατάφορη προδοσία καλύτερα εκ μέρους της ίδιας της εκλεγμένης κυβέρνησης τους - αφήνοντας τις τράπεζες να χρεοκοπήσουν και εκδιώκοντας τους ξένους εισβολείς. Το ίδιο άλλωστε έκαναν και οι Πολίτες της Ισλανδίας, έστω την τελευταία στιγμή, δικάζοντας παράλληλα τον πρωθυπουργό τους για ένα έγκλημα που ευτυχώς δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει.
Εάν θέλουμε να αποφύγουμε την τύχη της
Αργεντινής, της
Βραζιλίας και τόσων άλλων κρατών που έπεσαν στο παρελθόν στα νύχια των συνδίκων του διαβόλου, πληρώνοντας με το αίμα τους τις «επιλογές» των διεφθαρμένων, των στρατευμένων πολλές φορές κυβερνήσεων τους, το ίδιο ακριβώς οφείλουμε να κάνουμε και εμείς οι Έλληνες – πριν ακόμη λεηλατηθεί η χώρα μας, πριν χάσει ολοσχερώς, από τους ξένους εισβολείς, την
εθνική της κυριαρχία και πριν ακόμη είναι πολύ αργά για το μέλλον των παιδιών μας. Δεν πρέπει βέβαια σε καμία περίπτωση να υποτιμούμε ούτε τις ικανότητες, ούτε τις εξειδικευμένες μεθόδους των συνδίκων του διαβόλου οι οποίοι, με τη βοήθεια εξελιγμένων δημοσίων σχέσεων (έντεχνη προπαγάνδα, εξαγορά» συγκεκριμένων ΜΜΕ, χρηματισμός συμπολιτευόμενων και αντιπολιτευόμενων πολιτικών, καθώς επίσης δημοσιογράφων ή λοιπών διαμορφωτών της κοινής γνώμης, εκβιαστικά διλήμματα, εξουδετέρωση των συνδικαλιστών, συνεργασία με τα μεγάλα, τοπικά επιχειρηματικά λόμπυ κλπ), έχουν την ικανότητα να «αποκοιμίζουν» τους λαούς, μέχρι εκείνη τη στιγμή που θα είναι πλέον αργά για να αντιδράσουν – ειδικά αυτούς που δεν έχουν πολεμήσει ποτέ για την υπεράσπιση της ελευθερίας τους, προτιμώντας τη (βραχυπρόθεσμη) «βολή» τους και τον «αργό θάνατο» του βιοτικού τους επιπέδου, από την «κατά μέτωπο» αντιμετώπιση των εχθρών της πατρίδας τους.
Κλείνοντας, θεωρούμε σκόπιμη την προσθήκη της διαπίστωσης του Schopenhauer, η οποία ταιριάζει απόλυτα στην πολιτική του ΔΝΤ (αυτή που εφαρμόζει πιστά στην Ελλάδα η κυβέρνηση μας, το τελευταίο διάστημα). «
Ένας άνθρωπος δεν στερείται καθόλου τα αγαθά εκείνα, για τα οποία δεν του έχει περάσει καν από το μυαλό η αξίωση να τα αποκτήσει….. Το γεγονός ότι, μετά την απώλεια πλούτου (εθνικής κυριαρχίας κλπ) και μόλις ξεπερασθεί η αρχική οδύνη, η συνήθης μας διάθεση δεν διαφέρει κατά πολύ από την προ της απώλειας οφείλεται στο ότι, από τη στιγμή που η μοίρα περιόρισε τον παράγοντα της ιδιοκτησίας μας, μειώνουμε τώρα και εμείς οι ίδιοι δραστικά τον παράγοντα των αξιώσεων μας. Η προσαρμογή αυτή (μειώσεις μισθών, φορολογικά μέτρα, απολύσεις, «απελευθερώσεις» αγορών κλπ) είναι το πραγματικά επώδυνο στην περίπτωση ενός δεινού. Όταν όμως πλέον ολοκληρωθεί, τότε ο πόνος υποχωρεί, μέχρι τη στιγμή που τελικά παύει να γίνεται αισθητός και η πληγή επουλώνεται».
Β.Β.